Οι πρόσφατες παρεμβάσεις
των κεντρικών τραπεζών
στις αγορές ομολόγων
αποτελούν το βασικό
παράγοντα που δίνει
ώθηση στα χρηματιστήρια,
σύμφωνα με αναλυτές της
Bank of America.
Όπως αναφέρουνε οι
αναλυτές της
Bank
of America,
δίνεται έμφαση στο
ερώτημα του γιατί οι
αγορές έχουν αποκοπεί
τόσο πολύ από την
πραγματικότητα. Παρά την
οικονομική κρίση που
έχει προκαλέσει ο
Covid-19, οδηγώντας πάνω
από 38 εκατ. Αμερικανούς
στην ανεργία και σε
δραματική συρρίκνωση του
παγκόσμιου ΑΕΠ, τον
τελευταίο καιρό οι
αγορές μετοχών και τα
υπόλοιπα στοιχεία
ενεργητικού υψηλού
ρίσκου επιδίδονται σε
ράλι.
Είναι χαρακτηριστικό πως
την τελευταία εβδομάδα,
ο Dow Jones στο
Χρηματιστήριο της Wall
Street εξασφάλισε τα
υψηλότερα εβδομαδιαία
κέρδη από τις αρχές
Απριλίου, ενώ από τις
αρχές του τριμήνου είναι
ενισχυμένος πάνω από
11%, έχοντας ανακάμψει
από το ιστορικό κύμα
ρευστοποιήσεων του
Μαρτίου, τότε που η
ραγδαία εξάπλωση της
πανδημίας στις ΗΠΑ και
σε άλλες περιοχές του
πλανήτη είχε τρομάξει
τους επενδυτές.
Για τον Μάικλ Χάρνετ,
στρατηγικό αναλυτή της
BofA, είναι αρκετοί οι
λόγοι πίσω από το
ανοδικό ξέσπασμα των
μετοχών. Ο κυριότερος
είναι οι κεντρικές
τράπεζες, που με τα
προγράμματα ποσοτικής
χαλάρωσης δημιουργούν
«fake αγορές».
«Οι τιμές κρατικών και
εταιρικών ομολόγων
καθορίζονται από τις
κεντρικές τράπεζες...
γιατί λοιπόν να
περιμένει κανείς λογική
αποτίμηση των μετοχών»,
σημειώνει ο κ. Χάρνετ.
Μέσα στις οκτώ
τελευταίες εβδομάδες, οι
κεντρικές τράπεζες έχουν
προχωρήσει σε αγορές
ενεργητικού περίπου 4
τρισ. δολαρίων,
υπογραμμίζει ο κ. Χάρνετ,
συμβάλλοντας στην αύξηση
της κεφαλαιοποίησης των
διεθνών χρηματιστηρίων
κατά 15 τρισ. δολάρια.
Σε αυτό το διάστημα, οι
κεντρικές τράπεζες
αγοράζουν ενεργητικό
αξίας 2,4 δισ. ευρώ ανά
ώρα, ένα ποσό που οι
στρατηγικοί αναλυτές
εκτιμούν ότι θα
μετριασθεί στα 608 εκατ.
δολάρια τις επόμενες
εβδομάδες.
Παρ' όλα αυτά με 2.215
σε σύνολο 3.042 διεθνών
μετοχικών αγορών να
παραμένουν σε bear
market -έχοντας
απομακρυνθεί πάνω από
20% από τα πρόσφατα
υψηλά- ο κ. Χάρνετ
σημειώνει ότι αυτό το
ράλι θα πρέπει να
αξιολογηθεί στο πλαίσιο
της κατάρρευσης των
χρηματιστηρίων τον
Φεβρουάριο και Μάρτιο,
χάνοντας κεφαλαιοποίηση
30 τρισ. δολαρίων.
|