-----------------------
Η ιστορία συνηθιζόταν να
χαρακτηρίζεται ως η
ιστορία μεγάλων ανδρών.
Ο Ιούλιος Καίσαρας, ο
Φρειδερίκος ο Μέγας, ο
Τζορτζ Ουάσιγκτον, ο
Ναπολέων Βοναπάρτης, ο
Αδόλφος Χίτλερ, ο Μάο
Τσε Τουνγκ -μοναδικοί
ηγέτες, ταυτόχρονα
διάσημοι και διαβόητοι,
θεωρείτο ότι
καθοδηγούσαν τα γεγονότα.
Αλλά στην συνέχεια έγινε
μόδα να λέγονται οι
ίδιες ιστορίες με όρους
ευρύτερων διαρθρωτικών
δυνάμεων: Χονδρικοί
υπολογισμοί εθνικής
ισχύος, οικονομική
αλληλεξάρτηση, ή
ιδεολογικά κύματα. Οι
ηγέτες έφθασαν να
θεωρηθούν ως απλά
οχήματα για άλλους, πιο
σημαντικούς παράγοντες,
με τις προσωπικότητες
και τις προτιμήσεις τους
να είναι ουσιαστικά
άσχετες. Αυτό που είχε
σημασία δεν ήταν οι
σπουδαίοι άντρες ή
γυναίκες αλλά οι μεγάλες
δυνάμεις.
Στο κλασικό βιβλίο του,
του 1959, Man, the
State, and War (Άνθρωπος,
Κράτος και Πόλεμος), [1]
ο ακαδημαϊκός Kenneth
Waltz έκανε την υπόθεση
για αυτή τη νέα
προσέγγιση. Ισχυρίστηκε
ότι η εστίαση σε
επιμέρους ηγέτες ή στην
ανθρώπινη φύση προσέφερε
γενικώς λίγα όταν
επρόκειτο για την
κατανόηση της παγκόσμιας
πολιτικής. Αντ' αυτού,
θα πρέπει εξεταστεί το
πλαίσιο του διεθνούς
συστήματος και η
κατανομή της ισχύος σε
αυτό. Μέσα στον Ψυχρό
Πόλεμο, ο Waltz
ισχυριζόταν ότι δεν είχε
καμιά σημασία αν ο
Dwight Eisenhower ή ο
Adlai Stevenson
κατέλαβαν τον Λευκό Οίκο
ή ο Ιωσήφ Στάλιν ή ο
Νικήτα Χρουστσόφ το
Κρεμλίνο. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες και η
Σοβιετική Ένωση θα
επεδίωκαν τα ίδια
συμφέροντα, θα
επιζητούσαν τους ίδιους
συμμάχους, και σε
διαφορετική περίπτωση θα
αναγκάζονταν από την
πίεση του ανταγωνισμού
του Ψυχρού Πολέμου να
ενεργήσουν με
συγκεκριμένο τρόπο.
Οι ακαδημαϊκοί
αγκάλιασαν το «στρουκτουραλιστικό»
(«δομικό») Zeitgeist [στμ:
το πνεύμα της εποχής]
και τις επόμενες
δεκαετίες, αν και
ορισμένοι θεωρητικοί
επέκτειναν τον δικό τους
κατάλογο των πρωτογενών
υποκινητών των διεθνών
σχέσεων για να
συμπεριλάβουν τύπους
καθεστώτων, θεσμούς και
ιδέες, συνέχισαν να
υποβαθμίζουν τους ηγέτες.
Σήμερα, σε μια εποχή που
τεράστιες απρόσωπες
δυνάμεις φαίνεται να
καθορίζουν τον κόσμο μας,
αυτή η προκατάληψη
έναντι του ατόμου μπορεί
να φαίνεται
δικαιολογημένη. Τα
οικονομικά, η τεχνολογία,
και η πολιτική αλλάζουν
με τρόπους που φαίνονταν
αδιανόητοι μόλις πριν
από μερικές δεκαετίες.
Οι εξελίξεις στον τομέα
των επικοινωνιών, των
μεταφορών, του κλίματος,
της εκπαίδευσης, των
πολιτιστικών αξιών, και
της υγείας έχουν
μεταβάλει θεμελιωδώς τις
σχέσεις μεταξύ των
ανθρώπων εντός των
κοινοτήτων και σε
ολόκληρο τον κόσμο. Η
επανάσταση της
πληροφορίας έχει
οδηγήσει στο
υπερενισχυμένο άτομο και
στο υπερενισχυμένο
κράτος και τα έβαλε
αντιμέτωπα. Εν τω μεταξύ,
η ισχύς αναδιανέμεται σε
ολόκληρο τον κόσμο, με
τη μονοπολική εποχή της
αμερικανικής υπεροχής
που ακολούθησε τον Ψυχρό
Πόλεμο να δίνει την θέση
της σε μια απρόβλεπτη
πολυπολικότητα. Τέτοια
είναι τα απρόσωπα θηρία
που σπέρνουν τον όλεθρο
σήμερα.
Οι δομικοί παράγοντες
και οι τεχνολογικές
αλλαγές αναμφισβήτητα
και οδηγούν σε μεγάλο
βαθμό την συμπεριφορά
των κρατών, αλλά δεν
είναι τα μόνα κομμάτια
του παζλ. Ακόμη και
σήμερα, μεμονωμένοι
ηγέτες μπορούν να
οδηγήσουν, να
καθοδηγήσουν ή να
αντισταθούν στις
ευρύτερες δυνάμεις της
διεθνούς πολιτικής. Και
έτσι εξακολουθούν να
υπάρχουν μερικοί άνδρες
και γυναίκες που
χαράσσουν τα μονοπάτια
των εθνών τους -κάποια
ευεργετικά, κάποια
καταστροφικά, αλλά όλα
αδιανόητα χωρίς τους
ξεχωριστούς χαρακτήρες
των ηγετών αυτών.
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ
Ο de facto ηγέτης της
Σαουδικής Αραβίας, ο
πρίγκιπας-διάδοχος
Mohammed bin Salman, ή
MBS, είναι το πιο
προφανές παράδειγμα ενός
ηγέτη που αψηφά την
πίεση τόσο της εγχώριας
πολιτικής όσο και των
διεθνών συνθηκών και, με
τον τρόπο αυτό,
επαναπροσδιορίζει και τα
δύο, για καλύτερα ή για
χειρότερα. Επί δεκαετίες,
η αλλαγή στην Σαουδική
Αραβία κινείτο με
ρυθμούς παγετώνα. Το
ζήτημα του κατά πόσον οι
γυναίκες πρέπει να
επιτρέπεται να οδηγούν,
για παράδειγμα,
συζητείτο από το 1990
χωρίς απόφαση. Οι
Σαουδάραβες ηγέτες
κυβερνούσαν συλλογικά,
διασφαλίζοντας ότι τυχόν
πολιτικές αλλαγές θα
γίνονταν αποδεκτές από
όλους τους μεγάλους
κλάδους της ευρύτερης
βασιλικής οικογένειας
και του θρησκευτικού
κατεστημένου. Παρόλο που
η κυρίαρχη ελίτ
συζητούσε για την
σημασία των θεμελιωδών
μεταρρυθμίσεων επί
χρόνια, δεν έκανε τίποτα,
εμποδιζόμενη από τους
συντηρητικούς κληρικούς,
τα ισχυρά οικονομικά
συμφέροντα, και την
προσανατολισμένη στην
συναίνεση πολιτική
κουλτούρα.
Γοητευτικός Πρίγκιπας: Ο
Mohammed bin Salman στο
Λονδίνο, τον Μάρτιο του
2018. Alastair Grant /
AP
----------------------------------------------------------
Στην συνέχεια ήρθε ο MBS.
Ο MBS [2] είχε σκοπό να
αναζωογονήσει την
οικονομία και την
κοινωνία της Σαουδικής
Αραβίας (αλλά, κρισίμως,
όχι το πολιτικό σύστημά
της) και άρχισε να
εκκοσμικεύει την
σαουδαραβική κοινωνία,
να αναδομεί το
παραδοσιακό εκπαιδευτικό
σύστημα του βασιλείου
και να μεταρρυθμίζει την
στάσιμη οικονομία του.
Όπως και μια προηγούμενη
γενιά αυταρχικών
εκσυγχρονιστών -ο Ιταλός
Μπενίτο Μουσολίνι, ο
Κέμαλ Ατατούρκ της
Τουρκίας, ο Στάλιν και ο
Μοχάμαντ Ρεζά Σαχ
Παχλεβί του Ιράν- είναι
αποφασισμένος να σύρει
την χώρα του στον νέο
αιώνα και δεν πτοείται
από το ανθρώπινο κόστος
για να το πράξει. Είτε
πετύχει είτε αποτύχει, ο
MBS έχει αψηφήσει την
λογική της αποφυγής των
κινδύνων της
σαουδαραβικής πολιτικής
και στοιχηματίζει τα
πάντα στις εκτεταμένες
μεταρρυθμίσεις του.
Όσον αφορά την εξωτερική
πολιτική, ο MBS έχει
επίσης σπάσει δεκαετίες
παράδοσης. Από το 1953
έως το 2015, υπό τους
βασιλείς Σαούντ, Φαϊζάλ,
Χαλίντ, Φαχντ και
Αμπντάλα, η Σαουδική
Αραβία είχε έναν
μετριοπαθή διεθνή ρόλο.
Στηριζόταν ως επί το
πλείστον σε άλλους,
πρωτίστως στις Ηνωμένες
Πολιτείες, για να
εξασφαλίσει τα
συμφέροντά της,
προσθέτοντας λίγη
διπλωματία των [τραπεζικών]
επιταγών από καιρό σε
καιρό. Σπάνια πολέμησε
πολέμους, και όταν το
έκανε, ήταν μόνο σαν
ένας μικρός παίκτης
ακολουθώντας την ηγεσία
κάποιου άλλου. Διατήρησε
τους καυγάδες της με
τους αραβικούς συμμάχους
της καλυμμένους, και
συμμορφώθηκε στενά στην
αμερικανική γραμμή. Ο
MBS έχει χαράξει μια
ριζικά διαφορετική
πορεία. Κρατώντας όμηρο
τον πρωθυπουργό του
Λιβάνου για να τον
αναγκάσει να παραιτηθεί,
παρεμβαίνοντας στον
εμφύλιο πόλεμο της
Υεμένης, απομονώνοντας
το Κατάρ, σκοτώνοντας
τον Σαουδάραβα
αντιφρονούντα Τζαμάλ
Κασόγκι στην Τουρκία,
φλερτάροντας με την Κίνα
και την Ρωσία,
απειλώντας να αποκτήσει
πυρηνικά όπλα,
σφυρηλατώντας μια
σιωπηρή συμμαχία με τους
Ισραηλινούς σε βάρος των
Παλαιστινίων -όλα
αντιπροσωπεύουν
εκπληκτικές αποστάσεις
από την προηγούμενη
πολιτική. Αν και η
μεταβαλλόμενη διεθνής
συγκυρία για το βασίλειο
κάνει κάποια από αυτά
κατανοητά, ο MBS επέλεξε
σταθερά την πιο
ριζοσπαστική επιλογή,
στο απώτατο άκρο αυτού
που θα προβλεπόταν μόνο
από τα διεθνή κίνητρα.
Είναι χρήσιμο να
εξετάσουμε τι θα
μπορούσε να συμβεί αν το
σύστημα είχε δουλέψει
όπως έκανε παραδοσιακά.
Το 2017, ο βασιλιάς
Σαλμάν, ο οποίος ανέβηκε
στον θρόνο δυο χρόνια
νωρίτερα, παραγκώνισε
τον τότε
πρίγκιπα-διάδοχο, τον
ανιψιό του Mohammed bin
Nayef [3], και τον
αντικατέστησε με τον MBS,
έναν από τους
νεαρότερους γιους του. Ο
Nayef ήταν στενός
συνεργάτης των Ηνωμένων
Πολιτειών για την
καταπολέμηση της
τρομοκρατίας και ένας
άνθρωπος που ευνοούσε
την σταθερότητα πάνω από
όλα. Πράγματι, ο αρχικός
διορισμός του ως
πρίγκιπας-διάδοχος εν
μέρει είχε σκοπό να
ηρεμήσει τους φόβους ότι
ο βασιλιάς Σαλμάν θα
έβαζε την χώρα σε μια
δραματικά διαφορετική
κατεύθυνση. Είναι
δύσκολο να φανταστεί
κανείς ότι ο Nayef θα
διακινδύνευε να
αποξενώσει το ιερατικό
κατεστημένο, ενώ θα
ξεκινούσε υψηλού ρίσκου
παίγνια σε όλο τον
αραβικό κόσμο. Αλλά λόγω
του συνδυασμού
φιλοδοξίας, οράματος,
εγωισμοί, νεότητας,
ανεκτικότητας στο ρίσκο,
διορατικότητας και
αγριότητας, ο MBS έχει
κάνει ακριβώς αυτό.
Τέτοιοι από πάνω προς τα
κάτω επαναστάτες είναι
λίγοι και μακράν μεταξύ
τους. Ωστόσο, όταν
εμφανίζονται, είναι
μετασχηματιστικοί. Ο
Στάλιν έκανε την
Σοβιετική Ένωση
βιομηχανική δύναμη,
σφαγιάζοντας δεκάδες
εκατομμύρια ανθρώπους
στην διαδικασία. Ο Μάο
προσπάθησε να κάνει κάτι
παρόμοιο στην Κίνα,
ενώνοντας με επιτυχία
την χώρα και
καταστρέφοντας την ισχύ
των παραδοσιακών ελίτ,
αλλά με κόστος
εκατομμυρίων ζωών. Ο
διάδοχός του, ο Ντενγκ
Σιαοπίνγκ, μετασχημάτισε
την χώρα ξανά,
απορρίπτοντας το
κρατικοκεντρικό
οικονομικό μοντέλο του
Μάο, επιτρέποντας έτσι
την αξιοσημείωτη άνοδο
της Κίνας.
ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ
Σε όλο τον Περσικό Κόλπο,
ο μεγάλος αντίπαλος του
MBS είναι ένα πολύ
διαφορετικό είδος ηγέτη,
αλλά [ένας ηγέτης] που
ασκεί επίσης υπερμεγέθη
επιρροή. Ο Αγιατολάχ Αλί
Χαμενεΐ, ο ανώτατος
ηγέτης του Ιράν, είναι
ένας προσεκτικός γέρος.
Αν ο MBS αψηφά τις
απρόσωπες δυνάμεις τόσο
στην εγχώρια πολιτική
της Σαουδικής Αραβίας
όσο και στην παραδοσιακή
εξωτερική πολιτική της,
ο Χαμενεΐ κάθεται στο
σταυροδρόμι των
εσωτερικών και διεθνών
πιέσεων του Ιράν και
κατευθύνει την κίνηση
όπως κρίνει κατάλληλα.
Σήμερα, είναι απλοϊκό,
αλλά όχι εντελώς
ανακριβές, να πούμε ότι
η ιρανική πολιτική είναι
ένας αγώνας μεταξύ δύο
αντιτιθέμενων
στρατοπέδων. Μια ομάδα
ρεφορμιστών και
ρεαλιστών προσπαθεί να
μεταρρυθμίσει τις
εξωτερικές και
οικονομικές πολιτικές
του Ιράν για να
αντιμετωπίσει τις
τρομερές ανάγκες του
ιρανικού λαού. Η
προσέγγισή τους
αντιπροσωπεύει μια
φυσική απάντηση στις
συνθήκες του Ιράν:
Πρόκειται για πλούσια σε
πόρους χώρα, η οποία
έχει υποστεί φτωχοποίηση
και υπονόμευση λόγω της
δικής της επιθετικής
συμπεριφοράς. Απέναντι
στους ρεαλιστές είναι
μια ομάδα
σκληροπυρηνικών
αφοσιωμένων τόσο στην
επιθετικότητα στο
εξωτερικό όσο και στην
καταπίεση εγχωρίως, και
κυριαρχούν στην εγχώρια
πολιτική του Ιράν. Το
στρατόπεδο αυτό
κινητοποιείται
περισσότερο από τον
περσικό εθνικισμό και
τον επαναστατικό ζήλο
του παρά από μια ψυχρή
εξέταση του πώς να
αναπτυχθεί η οικονομία
του Ιράν ή να
τερματιστεί η
διπλωματική απομόνωσή
του.
Ο Khamenei [4] είναι ο
άξονας. Ζυγίζει την
διεθνή πίεση που πιέζει
το Ιράν προς την
κατεύθυνση των
ρεφορμιστών και των
ρεαλιστών ενάντια στην
εγχώρια πίεση των
σκληροπυρηνικών. Με
αυτές τις απρόσωπες
δυνάμεις λίγο-πολύ σε
ισορροπία, είναι ο
Χαμενεΐ που πρέπει να
διαλέξει τον τρόπο με
τον οποίο πρέπει να
προχωρήσει, καθώς
έρχεται μπροστά του κάθε
θέμα. Μερικές φορές,
συμπαρατάσσεται με τους
σκληροπυρηνικούς -για
παράδειγμα,
διπλασιάζοντας την
υποστήριξη των
πολιτοφυλακών στο Ιράκ,
την Συρία και την Υεμένη.
Σε άλλες εποχές,
συμπαρατάσσεται με τους
πραγματιστές, όπως όταν
δέχθηκε την συμφωνία του
2015 για τα πυρηνικά που
διαπραγματεύτηκαν οι
Ηνωμένες Πολιτείες, μια
συμφωνία που υποσχόταν
να αναζωογονήσει την
οικονομία του Ιράν μέσω
του διεθνούς εμπορίου με
αντάλλαγμα τα όρια στο
πυρηνικό πρόγραμμά του.
Μια γυναίκα προσεύχεται
δίπλα σε φωτογραφία του
Χομεϊνί, τον Ιούνιο του
2007. Morteza Nikoubazi
/ Reuters
--------------------------------------------------------------
Δεν ήταν αναπόφευκτο το
ότι ένας Ιρανός ηγέτης
θα ενεργούσε με αυτόν
τον τρόπο. Μετά τον
θάνατο [5] του Ayatollah
Ruhollah Khomeini, το
1989, ένας από τους
κορυφαίους υποψήφιους
για να τον διαδεχθεί
ήταν ο Mohammad Reza
Golpaygani. Οποιοσδήποτε
επιλεγόταν θα συμφωνούσε
με τα γενικά
περιγράμματα του
επαναστατικού πλαισίου
που καθιέρωσε ο Χομεϊνί,
αλλά μέσα σε αυτές τις
κατευθυντήριες γραμμές
πολλά παρέμεναν χωρίς να
έχουν διευθετηθεί. Σε
σύγκριση με τον Χαμενεΐ,
ο Golpaygani ήταν πιο
παραδοσιακός
συντηρητικός, σκεπτικός
για αυτό που έβλεπε ως
κοινωνική ανοχή του
καθεστώτος με το να
επιτρέπει μουσική στο
ραδιόφωνο και την
τηλεόραση, αλλά πολύ
λιγότερο επαναστατικός
στις απόψεις του για την
εξωτερική πολιτική. Στο
τέλος, η επαναστατική
νομιμοποίηση επισκίασε
την ακαδημαϊκή ισχύ, και
οι μουλάδες -με την
ευλογία του Χομεϊνί-
επέλεξαν τον Χαμενεΐ.
Πώς θα είχε κυβερνήσει ο
Golpaygani [6];
Δεδομένων των
προτιμήσεών του,
πιθανότατα θα έκλινε
περισσότερο στην πλευρά
του κοινωνικού
συντηρητισμού και
λιγότερο στην πλευρά της
επιθετικής εξωτερικής
πολιτικής. Ομοίως,
πιθανότατα θα προτιμούσε
περισσότερα όρια για τον
ρόλο του κλήρου στην
πολιτική, υιοθετώντας
μια πιο παραδοσιακή
άποψη ότι οι
θρησκευτικοί ηγέτες
πρέπει να ασχολούνται με
τα ζητήματα ηθικής. Σε
αυτό το σενάριο, το Ιράν
από το 1989 θα είχε
επικεντρωθεί περισσότερο
στην επιβολή κοινωνικών
ηθών στο εσωτερικό και
λιγότερο στο να
ανακατεύει τα πράγματα
στο εξωτερικό. Ωστόσο,
ήταν ο Χαμενεΐ που
ανέβηκε στον θρόνο του
Χομεϊνί και έτσι ήταν
αυτός που επέλεξε μεταξύ
των ανταγωνιστικών
πτυχών της ιρανικής
πολιτικής.
Αν ο Χαμενεΐ είναι το
πιο προφανές παράδειγμα
ενός ηγέτη που κάνει την
τελική επιλογή για το
ποιο ρεύμα να
ακολουθήσει όταν οι
απρόσωπες δυνάμεις
βρίσκονται σε σύγκρουση,
δύσκολα είναι ο μόνος.
Σε διαφορετικές
περιστάσεις, η Γερμανίδα
καγκελάριος Άνγκελα
Μέρκελ παίζει τον ίδιο
ρόλο. Κατά την διάρκεια
της κρίσης της ευρωζώνης,
οι διεθνείς οικονομικές
δυνάμεις που επηρέαζαν
την Γερμανία έκαναν
σταθερά έκκληση για μια
πιο προληπτική
προσέγγιση σχετικά με
την χρεοκοπία της
Ελλάδας και τα
οικονομικά προβλήματα
των άλλων εταίρων της
Γερμανίας στην ευρωζώνη.
Ωστόσο, η Μέρκελ
ακολούθησε το πιο
συντηρητικό μονοπάτι, το
οποίο απηχούσε την
εγχώρια πολιτική της
Γερμανίας, παρόλο που
αυτό κατέληξε να
παρατείνει την κρίση.
Την ίδια στιγμή, στο
θέμα των προσφύγων,
αγκάλιασε τους
φιλελεύθερους διεθνείς
κανόνες και υποδέχθηκε
εκατοντάδες χιλιάδες
Σύρους σε μια εποχή όπου
η εγχώρια πολιτική στην
Γερμανία και την
υπόλοιπη Ευρώπη
στρεφόταν κατά της
φιλανθρωπίας σε ξένους.
Ένας άλλος καγκελάριος
θα μπορούσε να έχει
κάνει διαφορετικές
επιλογές: Πράγματι, ο
πολιτικός που κατείχε
την θέση νούμερο δύο
στην Γερμανία την εποχή
εκείνη, ο
αντικαγκελάριος Sigmar
Gabriel, ευνοούσε μια
πιο γενναιόδωρη
προσέγγιση προς την
ελληνική κυβέρνηση, αλλά
στους πρόσφυγες υπέκυψε
στην εγχώρια πίεση και
έκανε έκκληση για
ανώτατα όρια υποδοχής [μεταναστών].
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΠΙΒΙΩΝΟΥΝ
Ο Bashar al-Assad και ο
Nicolás Maduro είναι
αξιοσημείωτοι άνδρες.
Όταν πρόκειται για
αμφότερους τον πρόεδρο
της Συρίας και της
Βενεζουέλας, υπάρχουν
πολλοί άνθρωποι που τους
θέλουν εκτός εξουσίας,
αν όχι νεκρούς. Και όμως
με το να παραμένουν
ζωντανοί και στο αξίωμά
τους, έχουν διακυβεύσει
τα υψηλότερα συμφέροντα
των χωρών τους.
Τόσο η Συρία όσο και η
Βενεζουέλα είναι
απελπισμένα έθνη,
βασανισμένα από
εσωτερικές συγκρούσεις,
μαστιζόμενα από την
πείνα, εκρέοντας
πρόσφυγες σε επικές
ποσότητες, και βαλλόμενα
από διάφορες εξωτερικές
δυνάμεις. Δεν υπάρχει
τίποτα σχετικά με την
ισχύ είτε την διεθνή
θέση της Συρίας ή της
Βενεζουέλας που να
προκάλεσε τα βάσανά τους.
Και οι δύο υπέστησαν μια
τρομερή καταστροφή στην
εσωτερική πολιτική τους,
αλλά σε αμφότερες τις
περιπτώσεις, υπήρχαν
διορθώσεις που θα
μπορούσαν να έχουν γίνει
πριν από πολύ καιρό για
να τερματιστεί η
δυστυχία τους. Η
απαλλαγή από τον Maduro
θα αποτελούσε ένα
τεράστιο βήμα προς την
ανακούφιση του πόνου της
Βενεζουέλας, ακριβώς
όπως η απαλλαγή από τον
Assad θα μπορούσε να
καταστήσει δυνατή την
επίτευξη συμβιβασμού για
τον τερματισμό του
εμφυλίου πολέμου στην
Συρία.
Ο Maduro σε μια
συγκέντρωση στο Καράκας,
στην Βενεζουέλα, τον
Σεπτέμβριο του 2019.
Reuters / Handout
------------------------------------------------------------------
Δεν είναι τόσο απλό,
βέβαια: Πολλές ελίτ της
Βενεζουέλας, ιδιαίτερα
οι στρατιωτικοί, είναι
απρόθυμες να
απομακρύνουν το Maduro
και πολλές συριακές
μειονοτικές ομάδες,
ιδιαίτερα η κοινότητα
των Αλαουιτών στην οποία
ανήκει και η κυβερνώσα
οικογένεια, αισθάνονται
με τον ίδιο τρόπο για
τον Assad. Ωστόσο, δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι το
κύριο παράπονο της
αντιπολίτευσης της
Βενεζουέλας, και των
Ηνωμένων Πολιτειών, έχει
γίνει ο ίδιος ο Maduro
[7] και αν βρει μια
άνετη εξορία σε ένα νησί
της Καραϊβικής, θα ήταν
πολύ ευκολότερο να
επιλυθεί η σύγκρουση.
Ομοίως, τα τελευταία
χρόνια, τόσο οι Ιρανοί
όσο και οι Ρώσοι μερικές
φορές έριξαν στις
Ηνωμένες Πολιτείες την
ιδέα ότι ήταν πρόθυμοι
να θυσιάσουν τον Άσαντ
εφόσον τα δικά τους
συμφέροντα -και αυτά των
Αλαουιτών- θα
προστατεύονταν. Αν ο
Άσαντ βρισκόταν στην
λάθος άκρη του μαχαιριού
ενός δολοφόνου ή σε
αναγκαστικές διακοπές
κατά την διάρκεια μιας
επίσκεψής του στην
Τεχεράνη, ένας νέος
ηγέτης μπορεί να
αποδεικνυόταν πρόθυμος
να κάνει περισσότερες
παραχωρήσεις στην
αντιπολίτευση και να
θέσει τις βάσεις για μια
ειρήνη μετά από
διαπραγμάτευση. Ωστόσο,
η συνεχιζόμεμνη κατοχή
της εξουσίας από
αμφότερους τους ηγέτες,
απέναντι τόσο της
διεθνούς όσο και της
εγχώριας πίεσης για να
φύγουν, έχει κλειδώσει
τις χώρες τους σε άσκοπη
αγωνία.
Κάποιοι μπορεί να
χλευάσουν το επιχείρημα
αυτό, ισχυριζόμενοι ότι
οι απέραντες απρόσωπες
δυνάμεις -η αδίστακτη
εγχώρια πολιτική σε μια
χώρα συγκλονισμένη από
τον εμφύλιο πόλεμο και η
εγγενής επιθυμία ενός
καθεστώτος για επιβίωση-
καθιστούν αδιανόητο το
ότι οποιοσδήποτε ηγέτης
σε μια τέτοια θέση θα
αποχωρούσε ποτέ. Ωστόσο,
αξίζει να θυμηθούμε ότι
ο πρόεδρος της Νότιας
Αφρικής F. W. de Klerk
έκανε ακριβώς αυτό. Ο De
Klerk [8] είχε πολλά
κίνητρα για να αγωνιστεί
ώστε να παραμείνει στην
εξουσία το απαρτχάιντ,
όπως ακριβώς έκαναν και
οι προκάτοχοί του.
Πράγματι, όταν ο De
Klerk ανέλαβε την
εξουσία, ο αρχιεπίσκοπος
Desmond Tutu, ο
ακτιβιστής κατά του
απαρτχάιντ, δήλωσε ότι η
αλλαγή της ηγεσίας ήταν
«απλά μουσικές καρέκλες».
Εάν ο Ντε Κλέρκ παρέμενε
αφοσιωμένος στο
απαρτχάιντ, το πιο
πιθανό αποτέλεσμα θα
ήταν η διολίσθηση της
Νότιας Αφρικής σε ακόμη
μεγαλύτερη φυλετική βία,
ή ίσως πολύ πιθανόν σε
έναν ολομέτωπο εμφύλιο
πόλεμο, κάτι που δεν
είναι πολύ διαφορετικό
από αυτό που συμβαίνει
στην Συρία και την
Βενεζουέλα σήμερα.
Ωστόσο, ο Ντε Κλέρκ
έκανε το αντίθετο,
διαλύοντας το απαρτχάιντ,
επιτρέποντας ελεύθερες
εκλογές το 1994 και
παραδίδοντας την εξουσία
όταν έχασε. Παρά το
ιστορικό του που
υπονοούσε ότι θα
αγωνιζόταν για την
διατήρηση του συστήματος
του απαρτχάιντ,
αναγνώρισε τόσο την
ανάγκη να αποφευχθεί ο
εμφύλιος πόλεμος στη
Νότια Αφρική όσο και την
ευκαιρία να φέρει την
χώρα του στις τάξεις των
πολιτισμένων εθνών.
ΟΙ ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΙ
Η τύχη ευνοεί τους
τολμηρούς, και ορισμένοι
ηγέτες είναι επιδέξιοι
στην κατάκτηση των
ευκαιριών όταν
προκύπτουν. Ο Ρώσος
πρόεδρος Βλαντιμίρ
Πούτιν αποτελεί το
παράδειγμα του πώς ένας
πανούργος ηγέτης μπορεί
να μετατρέψει μια
σχετικά αδύναμη θέση σε
μια πολύ ισχυρότερη. Το
1999, ο Πούτιν
αντικατέστησε τον
Σεργκέι Στεπάσιν ως
πρωθυπουργός της Ρωσίας,
καθιστάμενος το πέμπτο
πρόσωπο που κατείχε την
θέση σε δύο χρόνια.
Λίγοι ανέμεναν ότι αυτό
το δημιούργημα του
ρωσικού συστήματος θα
τάραζε τα πράγματα, αλλά
μέσα σε λίγες εβδομάδες
κεφαλαιοποίησε την βία
στην Τσετσενία για να
ανανεώσει τον πόλεμο
εκεί, στοιχηματίζοντας (σωστά)
ότι ένας πόλεμος χωρίς
αναστολές θα αύξανε την
δημοτικότητά του, και
σύντομα διαδέχθηκε τον
Μπόρις Γιέλτσιν ως
πρόεδρος.
Ο Πούτιν [9]
αντιπροσώπευε μια οξεία
διαφορά με το παρελθόν.
Ο Γέλτσιν και οι
προ-Πούτιν πρωθυπουργοί
υπ’ αυτόν, είχαν
ευνοήσει την διευθέτηση
με την Δύση,
συγκατατέθηκαν στις
παρεμβάσεις του ΝΑΤΟ στα
Βαλκάνια, αναγνώρισαν
την φαινομενικά μη
αναστρέψιμη στρατιωτική
αδυναμία της Ρωσίας, και
εγκατέλειψαν σε μεγάλο
βαθμό τους πρώην φίλους
της Ρωσίας, όπως η Συρία.
Ο Πούτιν προσέφερε κάτι
νέο. Φοβούμενος ότι
τμήματα της πρώην
Σοβιετικής Ένωσης
έρχονταν πολύ κοντά στην
Δύση, υποστήριξε τα
αυτονομιστικά κινήματα
στην Γεωργία και την
Ουκρανία, προσαρτώντας
την Κριμαία δια μιας. Σε
μεγαλύτερη απόσταση,
υποστήριξε τον Assad με
περιορισμένες
στρατιωτικές δεσμεύσεις
για να επιδείξει ρωσική
ισχύ, και μέχρι που
διάλεξε πλευρά στον
εμφύλιο πόλεμο της
Λιβύης. Πιο δραματικά, ο
Πούτιν έριξε τα ζάρια
και υποστήριξε μυστικά
την προεκλογική
προεδρική εκστρατεία του
Donald Trump ως μέρος
μιας ευρύτερης
προσπάθειας για την
εντατικοποίηση της
πόλωσης στις Ηνωμένες
Πολιτείες και σε άλλες
Δυτικές χώρες. Είναι
δύσκολο να τα φανταστεί
κανείς όλα αυτά ως μέρος
οποιουδήποτε
μακροπρόθεσμου σχεδίου.
Αντίθετα, ο Πούτιν έχει
αποδειχθεί άρχοντας της
ρωσικής και διεθνούς
πολιτικής, ξιφουλκώντας
και ορμώντας όποτε οι
εχθροί του παρουσιάζουν
ένα άνοιγμα.
Ένας διαφορετικός
απρόσωπος γραφειοκράτης
που θα ερχόταν στην
εξουσία μετά τον Γέλτσιν
ίσως να είχε μεταβάλλει
την πορεία, επίσης. Η
αδυναμία της Ρωσίας στο
εξωτερικό και η
οικονομική κατάρρευση
εγχωρίως άφησαν το
καθεστώς του Γιέλτσιν με
λίγους οπαδούς. Ωστόσο,
η πορεία μιας τέτοιας
αλλαγής πιθανότατα θα
ήταν πιο μετριοπαθής, με
λιγότερη έμφαση στον
τυχοδιωκτισμό στο
εξωτερικό. Ο Stepashin,
για παράδειγμα, είχε
ελάχιστο ενδιαφέρον για
την ανανέωση του πολέμου
στην Τσετσενία, και
κατέληξε να συμμετάσχει
σε ένα πολιτικό κόμμα
που ευνοεί τους
βελτιωμένους δεσμούς με
τις Ηνωμένες Πολιτείες
και μέχρι και την ένταξη
στην ΕΕ. Ο Πούτιν,
αντιθέτως, έδειξε έναν
συνδυασμό υπερηφάνειας,
κυνισμού, εθνικισμού και
άνεσης με τον κίνδυνο,
εκ των οποίων όλα τον
έκαναν πρόθυμο να
κυνηγήσει την Δύση σε
όλο τον κόσμο σε μια
εποχή που πολλοί
παρατηρητές θεωρούσαν
την χώρα του αδύναμη.
ΟΙ ΕΓΩΪΣΤΕΣ
L'état, c'est moi (το
κράτος είμαι εγώ), οι
λέξεις που συχνά
αποδίδονται στον
Λουδοβίκο τον 14ο,
μπορεί να φαίνεται ότι
αντιπροσωπεύουν μια
περασμένη εποχή, όταν ο
σκοπός του κράτους ήταν
να αντικατοπτρίζει την
δόξα ενός ατόμου. Αλλά ο
Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ
Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος
κυριάρχησε στην πολιτική
της χώρας του για σχεδόν
δύο δεκαετίες,
ενσαρκώνει το πώς ο
εγωισμός μπορεί να
διαμορφώσει την
εξωτερική πολιτική. Επί
δεκαετίες, διαφορετικά
τουρκικά καθεστώτα είχαν
επιδιώξει το σύνθετο
σύνολο των συμφερόντων
της χώρας με παρόμοιο
τρόπο: Προσπαθώντας να
μείνουν έξω από το
κουβάρι της Μέσης
Ανατολής,
ευθυγραμμίζοντας την
Τουρκία με το ΝΑΤΟ και
τις Ηνωμένες Πολιτείες
και απεικονίζοντας την
χώρα ως ένα κοσμικό,
δυτικόστροφο έθνος που
άξιζε την ένταξή του
στην ΕΕ. Μέχρι την
αλλαγή αυτού του αιώνα,
η Τουρκία φάνηκε να
γίνεται όλο και πιο
σταθερή και πιο
δυτικοποιημένη, καθώς
απομακρυνόταν από την
εσωτερική κυριαρχία του
στρατού. Από παλιά
φιλική προς την Δύση,
βρισκόταν τώρα στον
δρόμο προς την
δημοκρατία,
μετατρεπόμενη σε ένα
κανονικό ευρωπαϊκό
κράτος, με ισχυρούς
θεσμούς.
Ο Πούτιν, ο Ρουχανί και
ο Ερντογάν στην Άγκυρα,
τον Σεπτέμβριο του 2019.
Reuters / Sputnik Photo
Agency
--------------------------------------------------------------------
Ο Ερντογάν [10] είχε
άλλα σχέδια. Από τότε
που έγινε πρωθυπουργός,
το 2003, οι τουρκικές
πολιτικές έχουν
επανειλημμένα κινηθεί σε
αντίθετες κατευθύνσεις.
Το καθεστώς στήριξε τους
Κούρδους πολίτες του και
στην συνέχεια τους
καταδίωξε˙ συνεργάστηκε
με τον Assad, μετά
προσπάθησε να τον
ανατρέψει, και στην
συνέχεια συνεργάστηκε
μαζί του ξανά˙ απέρριψε
την Ρωσία και στην
συνέχεια την αγκάλιασε˙
συνεργάστηκε με το
Ισραήλ και στην συνέχεια
το αποκήρυξε. Εσωτερικά,
ο Ερντογάν εγκατέλειψε
τις δημοκρατικές
μεταρρυθμίσεις και
κορύφωσε την καταστολή
του.
Κομμάτι αυτής της
αλλαγής διαθέσεων μπορεί
να αποδοθεί στον
οπορτουνισμό και την
realpolitik, αλλά στο
μεγαλύτερο μέρος της
αντανακλά την
ανταπόκριση του Ερντογάν
στις αντιληπτές
προσωπικές ασέβειες και
την επιδίωξή του για
δόξα. Το 2010, μια
ισραηλινή επιδρομή σε
έναν στολίσκο που
προσπαθούσε να σπάσει
τον αποκλεισμό της
Λωρίδας της Γάζας
οδήγησε στον θάνατο δέκα
Τούρκων στο πλοίο Mavi
Marmara. Παρά τις
δεκαετίες στενής
στρατηγικής συνεργασίας
μεταξύ Τουρκίας και
Ισραήλ, ο Ερντογάν
απαίτησε μια συγνώμη,
ανακάλεσε τον Τούρκο
πρεσβευτή στο Ισραήλ και
μετακινήθηκε πιο κοντά
στην Χαμάς στην Γάζα.
Έναν χρόνο αργότερα,
θεώρησε την καταστολή
των διαδηλωτών από το
καθεστώς του Άσαντ ως
μια ακόμη προσβολή,
δεδομένου ότι διέψευσε
τον ισχυρισμό του ότι θα
μπορούσε να συγκρατήσει
τον Σύρο δικτάτορα, κάτι
που παρακίνησε τον
Ερντογάν να στηρίξει μια
σειρά δυνάμεων της
αντιπολίτευσης εναντίον
του Άσαντ. Μια ανάλυση
της ρητορικής παραγωγής
του Τούρκου ηγέτη από
τους μελετητές Aylin
Gorener και Meltem Ucal
διαπίστωσε ότι σημείωνε
υψηλούς βαθμούς στην
πεποίθηση ότι μπορεί να
ελέγξει τα γεγονότα και
στην δυσπιστία προς τους
άλλους, αλλά επίσης ότι
βλέπει τον κόσμο ως
άσπρο και μαύρο, έχει
υπερευαισθησία στην
κριτική, και έχει
δυσκολία να εστιάσει
στην εφαρμογή των
πολιτικών. Ο Ερντογάν
φαίνεται πεπεισμένος ότι
αυτός και μόνο αυτός
είναι εξοπλισμένος για
να σώσει την Τουρκία από
τους εχθρούς της.
Ένας άλλος ηγέτης, ακόμη
και ένας [ηγέτης] που θα
κατόρθωνε να κατευθύνει
τον ίδιο αντιδυτικό
πολιτικό συνασπισμό όπως
έκανε ο Ερντογάν, θα
είχε πιθανώς επιδιώξει
μια αξιοσημείωτα
διαφορετική εξωτερική
πολιτική. Πράγματι, μέλη
του ίδιου του κόμματος
του Ερντογάν έχουν
υιοθετήσει διαφορετικές
απόψεις για τους
Κούρδους, την Συρία και
άλλα βασικά θέματα. Αν
ένας από εκείνους είχε
πάρει την εξουσία αντ'
αυτού, εκείνος ο ηγέτης
θα μπορούσε και πάλι να
έχει στραφεί προς τη
Μέση Ανατολή και μακριά
από την Ευρώπη, αλλά
είναι πολύ λιγότερο
πιθανό ότι θα είχε
ενεργήσει τόσο
εκκεντρικά ή θα είχε
προσωποποιήσει την
πολιτική σε τέτοιο βαθμό.
Ένας πιο πραγματιστής
αρχηγός κράτους θα
μπορούσε να έχει πατάξει
πιο γρήγορα το Ισλαμικό
κράτος (ή ISIS) -για
χρόνια, ο Ερντογάν
επέτρεψε στην οργάνωση
να χρησιμοποιεί την
Τουρκία ως έναν οδικό
άξονα των τζιχαντιστών
προς την Συρία – θα
συνεργαζόταν περισσότερο
με την Σαουδική Αραβία
και άλλους αντιπάλους
του Άσαντ, ή ακόμα θα
προσπαθούσε νωρίτερα να
επιτύχει μια συμφωνία με
τον Σύρο δικτάτορα.
Μερικές φορές, οι
εγωιστές μπορούν να
προσεγγίσουν το παράλογο
και να σύρουν τις χώρες
τους στην καταστροφή. Ο
Idi Amin, ο οποίος
ανέλαβε την εξουσία στην
Ουγκάντα με ένα
πραξικόπημα το 1971,
έπαιρνε όλο και
περισσότερους τίτλους
καθώς το εγώ του
φούσκωνε, τελικά
γινόμενος η «Αυτού
Εξοχότης Πρόεδρος Δια
Βίου, Αρχιστράτηγος
Alhaji Dr. Idi Amin
Dada, VC, DSO, MC, CBE».
Η εξωτερική πολιτική της
Ουγκάντα κυμαινόταν
άγρια: Μια χώρα που είχε
υιοθετήσει φιλο-δυτική
φιλο-ισραηλινή στάση,
σύντομα απέκτησε στενή
σχέση με την Σοβιετική
Ένωση και την Λιβύη του
Μουαμάρ Αλ-Καντάφι και
υποστήριξε ανοιχτά
τρομοκράτες. Εγχωρίως, ο
Αμίν [11] απέλασε την
ασιατική μειονότητα της
Ουγκάντα και σκότωσε
εκατοντάδες χιλιάδες
πολίτες από αντίπαλες
εθνοτικές ομάδες. Με τον
κύκλο των υποστηρικτών
του να συρρικνώνεται
σταθερά, κατηγόρησε την
Τανζανία για τα
προβλήματα της χώρας του
και, το 1978, εισέβαλε
σε αυτήν. Η Τανζανία
αμέσως αντεπιτέθηκε,
οδηγώντας την Αμίν σε
εξορία.
ΘΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΟΙ
Μερικοί ηγέτες σέρνουν
τις χώρες τους ή
προκαλούν πτώση,
μειώνοντας άσκοπα τις
επιδόσεις τους εξαιτίας
των δικών τους αδυναμιών.
Στα χαρτιά, ο Ayman al-Zawahiri
έχει το τέλειο
βιογραφικό για
επικεφαλής μιας
τρομοκρατικής ομάδας.
Όπως αναφέρθηκε από τον
δημοσιογράφο Lawrence
Wright, ο Ζαουαχίρι
σχημάτισε τον πρώτο του
τρομοκρατικό πυρήνα το
1966, όταν ήταν μόλις 15
ετών, για να συνωμοτήσει
εναντίον του αιγυπτιακού
καθεστώτος. Στην
συνέχεια, πέρασε αρκετά
χρόνια στις φυλακές της
Αιγύπτου, μετακόμισε στο
Πακιστάν για να βοηθήσει
την αντισοβιετική
τζιχάντ στο Αφγανιστάν,
και ήταν στην πλευρά του
Οσάμα Μπιν Λάντεν στο
Πακιστάν όταν ιδρύθηκε η
Αλ Κάιντα το 1988. Έτσι,
όταν οι αμερικανικές
δυνάμεις έφτασαν τελικά
στον Μπιν Λάντεν το
2011, ο Zawahiri [12]
ήταν ο προφανής διάδοχος
ως ηγέτης της
τρομοκρατικής οργάνωσης.
Ωστόσο, το αστέρι της Αλ
Κάιντα έχει εξασθενήσει
υπό την ηγεσία του
Ζαουαχίρι. Αν και η
πτώση των κοσμικών
αυταρχικών, όπως ο
Αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι
Μουμπάρακ, και το
ξέσπασμα εμφυλίων
πολέμων στον αραβικό
κόσμο παρουσίασαν μια
ευκαιρία ζωής για την
κορυφαία φίρμα της
τζιχάντ, ήταν μια
αντίπαλη ομάδα -το ISIS–
που άρπαξε την ευκαιρία.
Ενώ ο Μπιν Λάντεν
προσπάθησε να ξεπεράσει
τις διαιρέσεις στο
τζιχαντιστικό κίνημα, ο
Ζαουαχίρι συχνά τις
επιδείνωσε, ειδικά με το
να αποκηρύττει τους
αντιπάλους του. Οι
δημόσιες δηλώσεις του
Zawahiri προδίδουν έναν
σχολαστικό τόνο, μια
αλαζονική συμπεριφορά,
και ανυπομονησία με τους
επικριτές. Εκείνοι που
συναντήθηκαν με τον Μπιν
Λάντεν τον περιέγραφαν
συχνά ως χαρισματικό.
Κανείς δεν το λέει αυτό
για τον Zawahiri. Δεν
αποτελεί έκπληξη το
γεγονός ότι η Αλ Κάιντα
έχει τελματώσει κατά την
θητεία του: Η βασική
οργάνωση δεν έχει
πραγματοποιήσει
σημαντική επίθεση στην
Δύση για πάνω από μια
δεκαετία και οι
θυγατρικές της τείνουν
να αποφεύγουν την
ατζέντα της παγκόσμιας
τζιχάντ προς όφελος των
τοπικών ανησυχιών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες
είχαν κυνηγήσει τον
Zawahiri από τα μέσα της
δεκαετίας του 1990 και
είναι χρήσιμο να
εξεταστεί τι θα
συνέβαινε αν τον
εξουδετέρωναν. Ο
αντικαταστάτης του ίσως
είχε προσπαθήσει να
κάνει το κίνημα πιο
ελκυστικό καθιερώνοντας
τα δικά του
διαπιστευτήρια ως
πολεμιστής. Ίσως θα
μπορούσε να έχει κάνει
την Αλ Κάιντα
περισσότερο σαν τον
τελικό αντίπαλό της, το
ISIS, βγαίνοντας από τις
κρυψώνες για να
συμμετάσχει άμεσα στη
μάχη, σχεδιάζοντας
περισσότερες επιθέσεις
στην Δύση ή
συμμετέχοντας σε πιο
φρικτές συμπεριφορές,
όπως οι αποκεφαλισμοί. Ή
ένας άλλος ηγέτης ίσως
να είχε απομακρυνθεί από
την παγκόσμια ατζέντα
της Αλ Κάιντα,
αγκαλιάζοντας την τοπική
και περιφερειακή
πολιτική που προτιμάται
από πολλές θυγατρικές
της Αλ Κάιντα. Αλλά
φαίνεται απίθανο ότι θα
είχε κάνει αυτό που έχει
κάνει ο Zawahiri: Να
δίνει ανέμπνευστες
ομιλίες ενώ το ISIS
αναλαμβάνει την ηγεσία
του παγκόσμιου
τζιχαντιστικού κινήματος.
Άλλοι ηγέτες, αντίθετα,
προσπαθούν πέρα από το
μπόι τους. Παράδειγμα
πρώτο μπορεί να είναι ο
Σεΐχ Μοχάμεντ Μπιν
Ζαγιέντ [13] ή ΜΒΖ, ο
πρίγκιπας-διάδοχος στο
Αμπού Ντάμπι και ο de
facto ηγέτης των
Ηνωμένων Αραβικών
Εμιράτων. Κάποτε, η
εξωτερική πολιτική της
χώρας συνίστατο στην
προσπάθεια να κρατά το
κεφάλι χαμηλά και να
γίνεται ακόμα πιο
πλούσια, ακολουθώντας
την Σαουδική Αραβία όπου
κι αν πήγαινε. Παρόλο
που τα ΗΑΕ έχουν
πληθυσμό μόλις δέκα
εκατομμυρίων (μόνο το
ένα δέκατο είναι στην
πραγματικότητα πολίτες
των ΗΑΕ), υπό τον MBZ
έχει αναμορφώσει τη Μέση
Ανατολή. Ο ΜΒΖ βοήθησε
να γίνει το πραξικόπημα
του 2013 στην Αίγυπτο,
παρενέβη στην Υεμένη για
να αναχαιτίσει την
προέλαση των ανταρτών
Χούθι, προώθησε τον
αποκλεισμό του Κατάρ,
και υποστήριξε έναν
πολέμαρχο στον εμφύλιο
πόλεμο της Λιβύης που
τώρα κρούει στις πύλες
της Τρίπολης. Χάρη στις
στρατιωτικές
μεταρρυθμίσεις του ΜΒΖ,
οι δυνάμεις των ΗΑΕ
επέδειξαν εκπληκτική
ικανότητα στις μάχες
στην Υεμένη, γεγονός που
κατέστησε τα ΗΑΕ για
κάποιο διάστημα τον
κυρίαρχο παράγοντα σε
μεγάλο μέρος της χώρας.
Σε μια χαοτική περιοχή,
ο MBZ κατάφερε να
αξιοποιήσει τον πλούτο
και την στρατιωτική ισχύ
της χώρας του για να
καταστήσει τα ΗΑΕ
ευημερούντα.
ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΠΡΩΤΑ ΤΟΝ ΛΑΟ
Τα άτομα δεν είναι τα
πάντα, φυσικά: Οι χώρες
εξακολουθούν να έχουν
εθνικά συμφέροντα,
εγχώρια πολιτική,
γραφειοκρατίες, και
άλλες δυνάμεις που
μπορούν να
διαδραματίσουν βαθείς,
ακόμη και καταλυτικούς,
ρόλους στην διαμόρφωση
της εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο, είναι εξίσου
εύκολο να
χρησιμοποιηθούν όροι
όπως «εθνικά συμφέροντα»,
«εσωτερική πολιτική» και
«γραφειοκρατική
αντίσταση» χωρίς να
αναγνωρίζεται ο τρόπος
με τον οποίο οι ηγέτες
δημιουργούν, κάμπτουν,
εκμεταλλεύονται,
παρακάμπτουν ή
υποκύπτουν σε αυτούς
τους παράγοντες.
Εξετάστε πώς
αλληλεπιδρούν τα άτομα
με τους θεσμούς. Εάν ο
MBS είχε έρθει με κάποιο
τρόπο στην εξουσία σε
μια Σαουδική Αραβία που
ήταν μια ώριμη
φιλελεύθερη δημοκρατία,
για παράδειγμα,
αναμφισβήτητα θα το είχε
βρει δυσκολότερο να
αναπροσανατολίσει ριζικά
την χώρα του. Στις
απολυταρχίες, οι οποίες
εξ ορισμού στερούνται
δημοκρατικών ελέγχων και
ισορροπιών (checks and
balances), είναι
ιδιαίτερα εύκολο για
τους ηγέτες να
κυριαρχούν στην χάραξη
πολιτικής. Αλλά οι
απολυταρχίες μπορούν
επίσης να δημιουργήσουν
αδύναμους ηγέτες που
απλώς αντανακλούν τις
παρορμήσεις της
γραφειοκρατίας, του
στρατού ή των ηγετικών
ελίτ των χωρών τους. Ο
Αλγερινός πρόεδρος
Abdelaziz Bouteflika
παρέμεινε στην εξουσία
επί χρόνια, παρόλο που
ήταν σχεδόν σε κώμα,
χρησιμεύοντας ως μια
βιτρίνα για την πολιτική
ελίτ της χώρας έως ότου
παραιτήθηκε [14] στην
ηλικία των 82, νωρίς
πέρσι. Εν τω μεταξύ, οι
όμοιοι του Πούτιν ή του
Ερντογάν μπορούν να
ενταχθούν σε ένα πιο
πλουραλιστικό σύστημα
και να το κάμψουν
σύμφωνα με την θέλησή
τους.
Ακόμη και οι ώριμες
φιλελεύθερες δημοκρατίες
δεν είναι άτρωτες από
την γοητεία μιας
κυρίαρχης προσωπικότητας.
Σήμερα, ο Αμερικανός
πρόεδρος Φράνκλιν
Ρούσβελτ είναι σεβαστός
ως ημίθεος, αλλά στην
εποχή του καταγγέλθηκε
για κάθε είδους
αυταρχική και
δικτατορική συμπεριφορά,
που κυμαίνεται από το να
προσπαθήσει να
χειραγωγήσει το Ανώτατο
Δικαστήριο μέχρι την
εφαρμογή δήθεν
σοσιαλιστικών
οικονομικών πολιτικών.
Πριν από την επίθεση της
Ιαπωνίας στο Περλ
Χάρμπορ, ο Ρούσβελτ
διαμόρφωσε το λαϊκό
αίσθημα όταν
επανεξόπλισε την χώρα,
προσέφερε στρατιωτική
βοήθεια στο Ηνωμένο
Βασίλειο, και ώθησε την
Ιαπωνία στα άκρα,
ανοίγοντας τον δρόμο για
την ενδεχόμενη είσοδο
των ΗΠΑ στον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο
Ρούσβελτ αναμόρφωνε τα
θεσμικά όργανα των
Ηνωμένων Πολιτειών όταν
περιοριζόταν από αυτά,
χρησιμοποιώντας τις
οικονομικές πολιτικές
του για να επεκτείνει
την εξουσία της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης,
και τον πόλεμο για να
θέσει τις βάσεις για την
μετέπειτα παγκόσμια
στρατιωτική κυριαρχία
της χώρας. Όπως έγραψε ο
φιλόσοφος Ralph Waldo
Emerson [15], «Ένας
θεσμός είναι η μακριά
σκιά ενός ατόμου».
Με τον τρόπο του, ο
Trump εξέθεσε επίσης τα
όρια των θεσμών. Ενώ ο
Ρούσβελτ κολάκευε,
καθοδηγούσε και
διαμόρφωνε τους
αμερικανικούς θεσμούς, ο
Τραμπ τους έχει χλευάσει
και διαβρώσει, κυρίως
εξαιτίας του ίδιου του
εγώ του και των
προκαταλήψεών του. Ναι,
η αμερικανική
γραφειοκρατία έχει σώσει
αυτόν τον πρόεδρο από
κάποια από τα χειρότερα
ένστικτά του -για
παράδειγμα, πείθοντάς
τον να μην αποσύρει
στρατεύματα από την
Συρία και να
εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, σε αντίθεση με
τις συμβουλές των
διορισθέντων [από αυτόν
τον ίδιο], τις
μακροχρόνιες προτιμήσεις
του κόμματός του και
ακόμη και τα δικά του
πολιτικά συμφέροντα, ο
Trump άλλαξε δραματικά
την πορεία της
εξωτερικής πολιτικής των
ΗΠΑ. Απέρριψε την
συμφωνία του Παρισιού
για το κλίμα και την
Trans-Pacific
Partnership,
απομακρύνθηκε από την
πυρηνική συμφωνία με το
Ιράν, αύξησε τους
δασμούς για την Κίνα
[16], στήριξε
ακροδεξιούς υποψηφίους
στις ευρωπαϊκές εκλογές
και μετακόμισε στην
Ιερουσαλήμ την
αμερικανική πρεσβεία στο
Ισραήλ. Εγχωρίως, ο
Trump έχει αποκαλύψει
ότι πολλές υποτιθέμενες
παραδόσεις της
αμερικανικής πολιτικής -όπως
η άρνηση να
προσλαμβάνεις συγγενείς,
να προσποιείσαι ότι η
διαφθορά σε στενοχωρεί,
να αποκαλύπτεις τις
προσωπικές οικονομικές
δραστηριότητές σου, να
μην απειλείς με σύλληψη
τους πολιτικούς
αντίπαλους σου, και να
συμπληρώνεις γρήγορα τις
σημαντικές θέσεις του
υπουργικού συμβουλίου-
είναι ανίσχυρες απέναντι
σε έναν οδοστρωτήρα. Η
θητεία του
χαρακτηρίστηκε από
απερισκεψία και χάος˙
αυτό δεν φαίνεται να
είναι ένα καλά
κατασκευασμένο σχέδιο.
Τα άτομα μπορούν να
αρθούν πάνω από τους
θεσμούς, τους κανόνες,
τις συστημικές δυνάμεις,
και την εσωτερική
πολιτική, αφήνοντας τις
χώρες τους ισχυρότερες ή
πιο αδύναμες από όσο θα
ήταν διαφορετικά. Οι
ηγέτες μπορούν να
δημιουργήσουν νέους
εχθρούς ή φίλους, να
αποδυναμώσουν ή να
ενισχύσουν τις συμμαχίες
τους, να αγνοήσουν τους
κανόνες ή να αναλάβουν
ρίσκα όταν άλλοι ίσως να
δείλιαζαν. Μπορούν να
μεταβάλουν θεμελιωδώς
τις εθνικές φιλοδοξίες
και τις γενικές
στρατηγικές μιας χώρας.
Ο Otto von Bismarck
έκανε την Γερμανία
ειρηνική και πυλώνα του
ευρωπαϊκού status quo˙ ο
διάδοχός του, ο Kaiser
Wilhelm, έκανε την
Γερμανία τη μεγαλύτερη
απειλή για την ευρωπαϊκή
σταθερότητα και τον
κύριο υποκινητή του Α'
Παγκοσμίου Πολέμου.
Μόλις ληφθεί υπόψη ο
ρόλος των ατόμων, η
πολιτική γίνεται
λιγότερο σίγουρη και πιο
απρόοπτη απ' όσο μπορεί
να την εκλαμβάνουν τα
απλά μοντέλα των διεθνών
σχέσεων. Σε καλές εποχές,
αυτή η γνώση πρέπει να
κάνει κάποιον προσεκτικό,
δεδομένου ότι ένας
άνδρας ή μια γυναίκα στο
λάθος μέρος την λάθος
στιγμή μπορεί να θέσει
μια χώρα σε επικίνδυνη
πορεία. Σε κακές εποχές,
ωστόσο, η πίστη στην
δύναμη των ατόμων μπορεί
να χρησιμεύσει ως πηγή
ελπίδας. Αν και οι
ηγέτες μπορούν να κάνουν
τον κόσμο πιο επικίνδυνο,
μπορούν επίσης να κάνουν
τον κόσμο ασφαλέστερο
και πιο ευημερούντα. Σε
μια δημοκρατία
τουλάχιστον, αυτό
σημαίνει ότι ενώ η
επιλογή ηγέτη είναι ένα
βαρύ καθήκον, είναι
επίσης ένα καθήκον που
όλοι πρέπει να
καλωσορίσουν.
By Daniel Byman και
Kenneth M. Pollack
Foreign Affairs
http://www.foreignaffairs.gr/articles/72842/daniel-byman-kai-kenneth-m-pollack/pera-apo-tis-megales-dynameis?page=show
https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-10-15/beyond-great-forces |