Η στάση του Τόκυο για τα πυρηνικά όπλα
διαμορφώνεται πιο θεμελιωδώς από την πίστη του
στην αξιοπιστία των πυρηνικών αποτρεπτικών
δυνάμεων των ΗΠΑ. Με την πάροδο των ετών η
αξιοπιστία αυτή αμφισβητήθηκε. Όμως, ο Trump
έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον από
τους προκατόχους του για να υποσκάψει την
αξιοπιστία των πυρηνικών αποτρεπτικών δυνάμεων
των ΗΠΑ.
---------------------
Σε ομιλία του στις 6
Σεπτεμβρίου, ο Ειδικός
Εκπρόσωπος των ΗΠΑ για
την Βόρεια Κορέα,
Stephen Biegun,
προειδοποίησε ότι η
Ιαπωνία ίσως να
ανταποκριθεί στην
αυξανόμενη πυρηνική
απειλή από την Βόρεια
Κορέα αναπτύσσοντας δικά
της πυρηνικά όπλα. Η
Ιαπωνία έχει από καιρό
τα μέσα για να γίνει
πυρηνική [δύναμη], χάρη
στην εξελιγμένη της
βιομηχανία πυρηνικής
ενέργειας. Αλλά από τότε
που συμφώνησε σε μια
συνθήκη ασφαλείας το
1951, η Ιαπωνία
βασίστηκε στην «εκτεταμένη
αποτροπή» της
Ουάσινγκτον -την
υπόσχεση ότι οποιαδήποτε
επίθεση στην Ιαπωνία θα
προκαλέσει μια επίθεση
αντιποίνων από τις
Ηνωμένες Πολιτείες. Η
εμπιστοσύνη της
ιαπωνικής κυβέρνησης σε
αυτή την δέσμευση έχει
διακυμάνσεις κατά την
διάρκεια του τελευταίου
μισού αιώνα, και ο
Biegun δεν είναι ο
πρώτος αξιωματούχος των
ΗΠΑ που εκφράζει τον
φόβο ότι το Τόκυο θα
χάσει εντελώς την πίστη
του σε αυτήν [την
δέσμευση].
Ο πρωθυπουργός της
Ιαπωνίας, Shinzo Abe,
τον Μάρτιο του 2017 .
Toru Hanai / REUTERS
Σε τρεις περιπτώσεις τα
τελευταία 50 χρόνια, η
Ιαπωνία ζύγισε τα
πλεονεκτήματα και τα
μειονεκτήματα της
ανάπτυξης πυρηνικών
όπλων. Η πρώτη λεπτή
στιγμή ήρθε στην
δεκαετία του 1960,
αφότου η Κίνα ξεκίνησε
πυρηνικές δοκιμές. Στην
συνέχεια, κατά την
διάρκεια της δεκαετίας
του 1990 μετά τον Ψυχρό
Πόλεμο, οι Ιάπωνες
αξιωματούχοι ανησυχούσαν
ότι η Ουάσιγκτον μπορεί
να αισθάνεται λιγότερο
αποφασισμένη να
υπερασπιστεί την Ιαπωνία
από την πυρηνική ισχύ
της Μόσχας. Πιο πρόσφατα,
η Ιαπωνία αντιμετώπισε
μια νέα σημαντική
πρόκληση στα δυτικά της,
αφού η Βόρεια Κορέα
ανέπτυξε πυρηνικά όπλα
το 2006. Ωστόσο, σε κάθε
φάση, οι Ιάπωνες
στρατηγιστές ασφαλείας
κατέληγαν στο συμπέρασμα
ότι ήταν πιο λογικό να
βασιστούν στην
εκτεταμένη αποτροπή που
παρείχαν οι Ηνωμένες
Πολιτείες. Σε αντάλλαγμα,
η Ιαπωνία παρουσιαζόταν
στους Αμερικανούς
υπεύθυνους χάραξης
πολιτικής ως ένας
πυλώνας ειρήνης και
σταθερότητας στην
βορειοανατολική Ασία,
ένας περιφερειακός
κόμβος για την ανάπτυξη
στρατιωτικών δυνάμεων
και στρατιωτικού
εξοπλισμού των ΗΠΑ (όπως
συνέβαινε κατά τους
πολέμους της Κορέας και
του Βιετνάμ), και ένα
προπύργιο κατά της Κίνας.
Σήμερα, η εγγύηση
ασφάλειας των ΗΠΑ
φαίνεται όλο και
λιγότερο αξιόπιστη. Αυτό
το καλοκαίρι, ο πρόεδρος
Donald Trump αποκάλεσε
επανειλημμένα την
συνθήκη ασφαλείας άδικη
[1] και φέρεται να
σκέφτηκε [2] ιδιωτικά
την πλήρη ακύρωση της
συνθήκης. Έχει ανεχθεί
βορειοκορεατικές δοκιμές
πυραύλων που απειλούν
την Ιαπωνία. Και κατά
την διάρκεια της
προεκλογικής εκστρατείας
του, υπονόησε ότι θα
μπορούσε ακόμη και να
υπηρετεί τα ιαπωνικά και
τα νοτιοκορεατικά
συμφέροντα εάν αμφότερα
τα έθνη ανέπτυσσαν
πυρηνικά όπλα. Υπάρχουν
ακόμα ισχυροί ιστορικοί,
πολιτιστικοί και
θεσμικοί λόγοι για την
Ιαπωνία ώστε να
αντισταθεί στην πυρηνική
ενέργεια, αλλά ο Biegun
έχει δίκιο να ανησυχεί
ότι η χώρα θα μπορούσε
να οδηγηθεί προς αυτή
την κατεύθυνση -αν και
είναι ο πρόεδρος των ΗΠΑ,
όπως και της Βόρειας
Κορέας, που ίσως ωθήσουν
το Τόκυο προς την
πυρηνική διάδοση.
ΤΟ ΠΥΡΗΝΙΚΟ ΤΑΜΠΟΥ
Ως η μόνη χώρα που βίωσε
πυρηνικό βομβαρδισμό, η
Ιαπωνία είναι ηγετικός
υποστηρικτής της μη
διάδοσης. Ωστόσο,
επιδιώκει μια στρατηγική
«πυρηνικής αντιστάθμισης»,
διατηρώντας την
ικανότητα ανάπτυξης
πυρηνικών όπλων χωρίς να
προτίθεται να το πράξει.
Οι αξιωματούχοι
αποκαλύπτουν
περιστασιακά την ύπαρξη
αυτής της πολιτικής.
Μετά την πυρηνική
καταστροφή της
Φουκουσίμα το 2011, ο
πρώην υπουργός Άμυνας,
Shigeru Ishiba, εξέχων
πολιτικός του
Φιλελεύθερου
Δημοκρατικού Κόμματος,
εξήγησε ότι η Ιαπωνία
δεν μπορούσε να κλείσει
τους πυρηνικούς σταθμούς
παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας επειδή ο
κύκλος πυρηνικού
καυσίμου –η βιομηχανική
διαδικασία που
μετατρέπει το ουράνιο σε
ηλεκτρική ενέργεια και
ανακυκλώνει τα απόβλητα-
ήταν απαραίτητη για να
διατηρηθεί η «τεχνική
αποτροπή» [3]. Η Ιαπωνία
είναι το μόνο έθνος που
έχει την ικανότητα να
εμπλουτίζει το ουράνιο
και να επανεπεξεργάζεται
το πλουτώνιο αλλά δεν
διαθέτει πυρηνικά όπλα.
Θεωρητικά, η Ιαπωνία θα
μπορούσε να αναπτύξει
ένα μικρό ατομικό
οπλοστάσιο σε μόλις ένα
ή δύο χρόνια. Θα
χρειαζόταν να παράγει
πλουτώνιο σε επίπεδο
όπλου, μια διαδικασία
που πιθανότατα θα
απαιτούσε
επαναπροσανατολισμό των
πολιτικών αντιδραστήρων.
Θα χρειαζόταν επίσης να
αναδιοργανώσει τους
προηγμένους χώρους
εκτόξευσης διαστημικών
πυραύλων για να
παραδώσει τις πυρηνικές
κεφαλές. Οι Ιάπωνες
επιστήμονες είναι
τεχνικά ικανοί και για
τα δύο έργα και θα
μπορούσαν να τα
ολοκληρώσουν με αυστηρό
χρονοδιάγραμμα, εάν η
κυβέρνηση αισθανόταν
υποχρεωμένη να
ελαχιστοποιήσει τις
ανησυχίες για την
ασφάλεια, τη μυστικότητα,
την αξιοπιστία και την
ακρίβεια (και να
συρρικνώσει τις διεθνείς
υποχρεώσεις της). Μια
πιο επιμελής και
προσεκτική διαδικασία
σύμφωνα με το
συνηθισμένο modus
operandi της Ιαπωνίας θα
διαρκούσε τρία ή τέσσερα
χρόνια. Οι επιστήμονες
θα αντιμετώπιζαν άλλο
ένα εμπόδιο στην
εξεύρεση χώρου για να
δοκιμάσουν τα όπλα στο
συνωστισμένο ιαπωνικό
αρχιπέλαγος. Η πιο
πρόσφατη κυβερνητική
μελέτη, που διεξήχθη το
2006, κατέληξε στο
συμπέρασμα ότι η Ιαπωνία
είχε την τεχνική
εμπειρογνωμοσύνη και τις
εγκαταστάσεις για την
ανάπτυξη μιας μικρής
πυρηνικής κεφαλής, αλλά
αυτό θα διαρκούσε τρία
έως πέντε χρόνια και θα
κόστιζε πάνω από 2
δισεκατομμύρια δολάρια.
Τα μεγαλύτερα εμπόδια
για ένα ιαπωνικό
πρόγραμμα πυρηνικών
όπλων δεν είναι τεχνικά
ή υλικοτεχνικά˙ είναι
πολιτικά, νομικά και
πολιτιστικά. Από το
1972, μετά την παράδοση
της Οκινάουα [στην
Ιαπωνία] από τις
Ηνωμένες Πολιτείες και
την απομάκρυνση των
πυρηνικών όπλων που
βρίσκονταν εκεί, οι
πρωθυπουργοί της
Ιαπωνίας έχουν
υιοθετήσει «τρεις
μη-πυρηνικές αρχές» ως
ηθικά και πολιτικά
δεσμευτικούς κανόνες:
Όχι κατασκευή, όχι
κατοχή και όχι εισαγωγή
πυρηνικών όπλων που
ελέγχονται από άλλα έθνη
(στην πράξη παραβιάστηκε
αυτή η τρίτη αρχή για να
επιτρέψουν στα πυρηνικά
εξοπλισμένα πολεμικά
πλοία των ΗΠΑ να
πραγματοποιούν
ελλιμενισμούς). Επιπλέον,
η υποστήριξη της
Ιαπωνίας στην Συνθήκη
για τη Μη Διάδοση των
Πυρηνικών Όπλων (Treaty
on the Non-Proliferation
of Nuclear Weapons), την
Συνθήκη για την Πλήρη
Απαγόρευση των Πυρηνικών
Δοκιμών (Comprehensive
Nuclear-Test-Ban Treaty)
και άλλα μέσα μη
διάδοσης των πυρηνικών
όπλων ενισχύουν τους
πολιτικούς περιορισμούς
στο να γίνει πυρηνική [δύναμη],
όπως το κάνει και η
συλλογική μνήμη των
βομβαρδισμών της
Χιροσίμα και του
Ναγκασάκι. Ο
πρωθυπουργός της
Ιαπωνίας, Shinzo Abe,
δεν δείχνει κανένα
σημάδι ότι επιδιώκει να
αμφισβητήσει αυτήν την
βαθιά ριζωμένη
αντιπάθεια.
Η αντίθεση στα πυρηνικά
όπλα είναι ιδιαίτερα
έντονη στις ακαδημαϊκές
και επιστημονικές
κοινότητες,
συμπεριλαμβανομένου του
τομέα της πυρηνικής
τεχνολογίας. Σε
συνδυασμό με την έντονη
παρουσία της Διεθνούς
Υπηρεσίας Ατομικής
Ενέργειας στην Ιαπωνία,
αυτή η κουλτούρα βαθιάς
εχθρότητας προς τα
πυρηνικά όπλα θα
καθιστούσε σχεδόν
αδύνατο η Ιαπωνία να
ακολουθήσει μια παράνομη
πορεία προς την βόμβα.
Οι Ιάπωνες διπλωμάτες θα
ανησυχούσαν επίσης για
το κόστος ασφάλειας της
πυρηνικής ενέργειας. Ένα
εγχώριο πυρηνικό
πρόγραμμα θα
δημιουργούσε έντονες
προκλήσεις στην Κίνα,
προκαλώντας περαιτέρω
επιτάχυνση στην
συσσώρευση πυρηνικών και
συμβατικών όπλων στο
Πεκίνο. Η επιδίωξη των
πυρηνικών όπλων θα
αυξήσει επίσης τον
κίνδυνο ενός προληπτικού
πυρηνικού χτυπήματος από
την Βόρεια Κορέα και θα
προκαλέσει τη Νότια
Κορέα να επιδιώξει το
δικό της πυρηνικό
οπλοστάσιο, πυροδοτώντας
τις περιφερειακές
εντάσεις.
Άνθρωποι αφήνουν
φαναράκια μπροστά από
τον Θόλο της Ατομικής
Βόμβας στην Χιροσίμα της
Ιαπωνίας, τον Αύγουστο
του 2012. Kyodo /
REUTERS
Το επιστημονικό
κατεστημένο πιθανόν θα
συμμορφωνόταν με μια
οδηγία για την παραγωγή
πυρηνικών όπλων μόνο σε
περίπτωση απότομης
επιδείνωσης της
κατάστασης ασφαλείας της
Ιαπωνίας. Στην φαντασία
των Ιαπώνων υπευθύνων
χάραξης πολιτικής, τα
πιο πιθανά σενάρια θα
ήταν εάν η Νότια Κορέα
γινόταν πυρηνική ή αν οι
Κορεές ενωθούν και
διατηρήσουν το υπάρχον
οπλοστάσιο της
Πιονγκγιάνγκ. Ιάπωνες
αξιωματούχοι
παρακολουθούσαν με
ενδιαφέρον το γεγονός
ότι ο πρόεδρος της
Νότιας Κορέας Moon
Jae-in εκθείαζε τα οφέλη
της ενοποίησης με την
Βόρεια Κορέα σε μια
ομιλία του την 15η
Αυγούστου [4] για τον
εορτασμό της
απελευθέρωσης από την
Ιαπωνία.
Ενώ ο Moon επέμεινε ότι
μια ενοποιημένη Κορέα
δεν θα διατηρούσε
πυρηνικά όπλα, η Ιαπωνία
παραμένει επιφυλακτική
υπό το πρίσμα των
φιλοπυρηνικών αισθημάτων
και στα δύο μισά της
Κορεατικής χερσονήσου.
Σε αντίθεση με τη Νότια
Κορέα, όπου οι πολιτικοί
και οι συντάκτες
εφημερίδων της κύριας
τάσης υποστηρίζουν ένα
εγχώριο πρόγραμμα
πυρηνικών όπλων, στην
Ιαπωνία οι υποστηρικτές
των πυρηνικών όπλων
παραμένουν σε μεγάλο
βαθμό στο ακροδεξιό
περιθώριο. Ωστόσο, είναι
όλο και περισσότερο
αποδεκτό να συζητούνται
τα πυρηνικά όπλα ως
μελλοντική πολιτική
επιλογή. Μετά το πρώτο
πυρηνικό τεστ της
Βόρειας Κορέας το 2006,
τότε ο υπουργός
Εξωτερικών, Taro Aso,
έκανε έκκληση για
δημόσια συζήτηση σχετικά
με τις συνθήκες που θα
επέτρεπαν μια σοβαρή
επανεξέταση της μη
πυρηνικής πολιτικής της
Ιαπωνίας.
Φυσικά, η στάση του
Τόκυο για τα πυρηνικά
όπλα διαμορφώνεται πιο
θεμελιωδώς από την πίστη
του στην αξιοπιστία των
πυρηνικών αποτρεπτικών
δυνάμεων των ΗΠΑ. Με την
πάροδο των ετών η
αξιοπιστία αυτή
αμφισβητήθηκε όταν οι
Ηνωμένες Πολιτείες
έχασαν τον πόλεμο του
Βιετνάμ, αποσύρθηκαν από
τις Φιλιππίνες, απέτυχαν
να εμποδίσουν την Κίνα
και στην συνέχεια την
Βόρεια Κορέα από το να
αποκτήσουν πυρηνικά όπλα
και μείωσαν το δικό τους
πυρηνικό οπλοστάσιο.
Όμως, ο Trump έκανε
περισσότερα από
οποιονδήποτε άλλον από
τους προκατόχους του για
να υποσκάψει την
αξιοπιστία των πυρηνικών
αποτρεπτικών δυνάμεων
των ΗΠΑ. Σε ό, τι ήταν
ίσως η πιο φανερή
δημόσια επίδειξη της
αμέλειάς του για τα
συμφέροντα ασφαλείας της
Ιαπωνίας, διαφώνησε με
τον Abe στην σύνοδο
κορυφής του G-7 τον
Απρίλιο του τρέχοντος
έτους σχετικά με το κατά
πόσον οι εκτοξεύσεις
πυραύλων της Βόρειας
Κορέας παρέβησαν τα
ψηφίσματα των Ηνωμένων
Εθνών. (Είναι σαφές ότι
το έκαναν). Παρόλο που η
παρουσία αμερικανικών
στρατευμάτων στην
Ιαπωνία παρέχει ένα
μέτρο διαβεβαίωσης, η
νοοτροπία του Trump «Πρώτα
η Αμερική» είναι ένας
περαιτέρω λόγος ώστε η
Ιαπωνία να κρατήσει σε
εφεδρεία την πυρηνική
επιλογή.
Οποιαδήποτε ιαπωνική
κίνηση προς την
κατεύθυνση της ανάπτυξης
πυρηνικών όπλων πρέπει
να θεωρηθεί ως κραυγή
για βοήθεια. Στο
παρελθόν, όταν οι
Ιάπωνες ηγέτες
υπαινίχθηκαν στην
Ουάσινγκτον ότι
σκέφτονταν να
προχωρήσουν στα πυρηνικά,
η πρόθεσή τους ήταν να
ενθαρρύνουν μια
ισχυρότερη δέσμευση
ασφάλειας των ΗΠΑ στην
Ιαπωνία. Η έκκληση του
Aso για δημόσια συζήτηση
το 2006 προκάλεσε μια
επιβεβαίωση αυτής της
δέσμευσης από την
υπουργό Εξωτερικών,
Κοντολίζα Ράις. Ο Aso
ακολούθησε ένα παλιό
σενάριο: Το 1964, ο
πρωθυπουργός, Eisaku
Sato, έθεσε ομοίως την
προοπτική να γίνει [η
Ιαπωνία] πυρηνική [δύναμη]
για να πείσει τον
πρόεδρο, Lyndon B.
Johnson, να ενισχύσει
την υπόσχεση της
Ουάσινγκτον ότι
διασφαλίζει την ιαπωνική
ασφάλεια. Η Ουάσινγκτον
πρέπει να μάθει από
αυτήν την ιστορία και να
εργαστεί για να
μετριάσει τους φόβους
της Ιαπωνίας ξεκινώντας
από σαφείς δηλώσεις του
Trump που να
καθησυχάζουν το Τόκυο,
αρνούνται να υποθάλπουν
τις βορειοκορεατικές
προκλήσεις, και
αποθαρρύνουν την διάδοση
των πυρηνικών σε μια ήδη
τεταμένη περιοχή.
Ο MARK FITZPATRICK είναι
συνεργάτης στο
International Institute
for Strategic Studies
και συγγραφέας του
βιβλίου με τίτλο Asia’s
Latent Nuclear Powers:
Japan, South Korea and
Taiwan.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).