Στο µεγαλύτερο ποσοστό
τους, τα ακίνητα που
αγοράστηκαν
ανακαινίστηκαν και
εγγράφηκαν σε πλατφόρµες
βραχυχρόνιας µίσθωσης ή
µεταπουλήθηκαν.
Χορήγηση στεγαστικών
δανείων: Ανασταλτικός
παράγοντας η υψηλή ιδία
συµµετοχή του
δανειολήπτη. Το µεγαλύτερο
ποσοστό των
ενδιαφεροµένων, ενώ
πληρούν τις προδιαγραφές δανειοδότησης,
δεν έχει καταφέρει εν µέσω
οικονοµικής κρίσης 10
ετών να αποταµιεύσει την
ιδία συµµετοχή που σε
πολλές περιπτώσεις
αγγίζει και το 30%-40%.
Αν ισχυροποιηθεί το
τραπεζικό σύστηµα και
χορηγηθούν στεγαστικά
δάνεια ή
τα τραπεζικά ιδρύµατα
οικειοποιηθούν νέα
χρηµατοδοτικά εργαλεία (leasing
ακινήτων για ιδιώτες για
την ιδία συµµετοχή),
ιδιαίτερα τη δεδοµένη
στιγµή λόγω της ραγδαίας
αύξησης των ενοικίων,
που αν ο ενδιαφερόµενος
διαθέτει το 25% της
αξίας αγοράς του
ακινήτου ως ιδία
συµµετοχή, η δόση του
δανείου για διάρκεια 30
ετών αγγίζει το 50% του
µηναίου µισθώµατος, η
κτηµαταγορά θα
αποτελέσει τον
σηµαντικότερο πυλώνα
ανάπτυξης.
Όπως
αναφέρει το Έθνος, οι
συνολικές νέες
εκταµιεύσεις στεγαστικών
δανείων εκτιµάται ότι το
2019 ξεπέρασαν τα 400
εκατ. ευρώ. Τα µεγέθη
αυτά απέχουν κατά πολύ
από τη «χρυσή» εποχή της
στεγαστικής πίστης που
κορυφώθηκε το 2007 µε
συνολικές εκταµιεύσεις
που ξεπέρασαν σε ετήσια
βάση τα 16 δισ. ευρώ. Το
µέσο στεγαστικό δάνειο
των νέων εκταµιεύσεων
κινήθηκε µεταξύ 60.000
και 65.000 ευρώ. Οι
Ελληνες, σε αντίθεση µε
το παρελθόν, αγοράζουν
σπίτια 15-20 ετών, µέσης
αξίας 110.000-120.000
ευρώ. Το 75% των νέων
στεγαστικών αφορά
ιδιόχρηση και σε ποσοστό
25% επί των νέων
εκταµιεύσεων έγινε από
δανειολήπτες που
δανείστηκαν για πρώτη
φορά, µε στόχο τη χρήση
του ακινήτου ως πρώτη
κατοικία. Η ίδια
συµµετοχή κινήθηκε σε
ποσοστό 50%-55%.
Επενδυτικές ευκαιρίες –
Γρήγορες αποδόσεις
Αποδόσεις ακόµη και
30%-40% σε 3-4 χρόνια
για όσους επένδυσαν στην κτηµαταγορά του
κέντρου των Αθηνών στα
τέλη του 2015. Στην
αλλαγή του κλίµατος
συνέβαλε το γεγονός πως
οι τιµές των ακινήτων
κατά την περίοδο της
κρίσης διολίσθησαν
σηµαντικά, µε αποτέλεσµα
να αποτελούν «χρυσή»
επένδυση για ξένα funds,
αλλοδαπούς που
επιθυµούσαν κατοικία
στην Ελλάδα αλλά και
Ελληνες που έχουν τη
δυνατότητα να επενδύσουν.
Οι επενδυτές στράφηκαν
κατ’ αρχάς στα παλιά, µικρά
διαµερίσµατα στο κέντρο
κυρίως της Αθήνας, µε
συνέπεια να αποτελούν
πλέον είδος προς
εξαφάνιση.
Αξίζει να σηµειωθεί πως
η µέση τιµή πώλησης
παλιών ακινήτων που
διατέθηκαν στις αρχές
του 2016-2017 ήταν στα
600 €/τ.µ., ενώ όταν
επρόκειτο για αυτοτελή
κτίρια το κόστος αγοράς
ήταν µειωµένο ακόµη και
κατά 100€/τ.µ.
Η Αθήνα µπήκε στο
στόχαστρο των επενδυτών
λόγω των προσφερόµενων
χαµηλών τιµών και
διαβλέποντας παράλληλα
την κινητικότητα που
καταγράφεται λόγω του
συνεχώς αυξανόµενου
τουρισµού αποφάσισαν να
αδράξουν την ευκαιρία
και να τοποθετηθούν σε
αυτήν.
Στο µεγαλύτερο ποσοστό
τους τα ακίνητα που
αγοράστηκαν ιδιαίτερα
έως τα τέλη του 2018
ανακαινίστηκαν και
εγγράφτηκαν σε
πλατφόρµες βραχυχρόνιας
µίσθωσης ή µεταπουλήθηκαν
σε επενδυτές που
επιθυµούσαν τη χορήγηση
«Χρυσής Βίζας» και
ταυτόχρονα να έχουν
εισοδήµατα από το
ακίνητό τους το διάστηµα
που δεν διαµένουν.
Σηµαντικά είναι τα
ποσοστά αύξησης των
αγοραπωλησιών ακινήτων
στο κέντρο της Αθήνας
και ιδιαίτερα το 2015
που καταγράφηκε η πρώτη
αύξηση της τάξεως +46,8%
σε σχέση µε την
προηγούµενη χρονιά, µε
τις αγοραπωλησίες να
αγγίζουν τις 1.981, τις
2.516 το 2016, τις 2.696
το 2017, τις 5.808 το
2018 και τις 5.303 το
2019.
Περιθώρια αυξήσεων
Η απόκλιση των τιµών
πώλησης για το χρονικό
διάστηµα 2007-2019
αγγίζει το -29,33%. Η
συγκεκριµένη απόκλιση
σηµαίνει ότι η
κτηµαταγορά στη χώρα µας
έχει ακόµη περιθώρια
αυξήσεων, αλλά µε µικρότερους
ρυθµούς, αρκεί να
διατηρηθεί αµείωτο το
επενδυτικό ενδιαφέρον
και ταυτόχρονα οι
απαιτήσεις των
ιδιοκτητών να επιτρέπουν
να δηµιουργούνται
επενδυτικές ευκαιρίες. Η
επιλεκτική πληροφόρηση
από την πλευρά των
ιδιοκτητών, καθώς και η
λογική να καλύψουµε τη «χασούρα»
των 10 ετών άµεσα,
εκµεταλλευόµενοι τη
στιγµιαία αυξηµένη
ζήτηση που καταγράφεται
σήµερα, έχει αρχίσει να
επηρεάζει αρνητικά
πολλές περιοχές του
κέντρου. Περιοχές που µπορούν
να αλλάξουν τη σηµερινή
τους εικόνα και να
επιστρέψουν στην αίγλη
του παρελθόντος τείνουν
να βρεθούν και πάλι στα
αζήτητα.
Καταλύτες ο ρυθµός
ανάπτυξης και το διεθνές
περιβάλλον
Η κτηματαγορά ακολουθεί
την οικονοµία: Η πορεία
της οικονοµίας, τόσο της
ελληνικής όσο και της
παγκόσµιας, θα είναι
εκείνη που θα καθορίσει
και την πορεία της
αγοράς ακινήτων. Ο
Οργανισµός Οικονοµικής
Συνεργασίας και
Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ)
προβλέπει πλαφόν 2,9%
για την παγκόσµια
ανάπτυξη το 2020, όπως
ακριβώς και το 2019.
Είναι το χαµηλότερο
επίπεδο ανάπτυξης από
την παγκόσµια ύφεση του
2009 που προκάλεσε η
παγκόσµια
χρηµατοπιστωτική κρίση.
Το ∆ιεθνές Νοµισµατικό
Ταµείο, από την πλευρά
του, προβλέπει ανάπτυξη
3,4% για το 2020. Η
Morgan Stanley δίνει τις
πιο απαισιόδοξες
προβλέψεις για το 2020,
ότι δηλαδή η ανάπτυξη θα
υποχωρήσει στο 0,9%,
υπολογίζοντας στο ΑΕΠ
των 19 χωρών που µοιράζονται
το ευρώ.
Σημαντικοί παράγοντες θα
είναι η διατήρηση του
αισθήµατος ασφάλειας και
σταθερότητας στη χώρα µας.
Παρά τις ευρύτερες
γεωπολιτικές ανησυχίες
και τις δυσκολίες του
κλάδου, σε παγκόσµιο
επίπεδο κυριαρχεί θετική,
αλλά επιφυλακτική
προσέγγιση. Θεωρούµε ότι
η κυβέρνηση, αναλύοντας
τα δεδοµένα των
τελευταίων ετών, έχει τη
δυνατότητα να σχεδιάσει
ένα σταθερό αναπτυξιακό
µοντέλο, µε ορίζοντα
τουλάχιστον 10ετίας, που
θα αποτελέσει βάση
ουσιαστικής ανάπτυξης.
Κλειδί στην εξέλιξη και
τη δυναµική της αγοράς
θα αποτελέσουν οι
χρηµατοοικονοµικοί
δείκτες, η διαθεσιµότητα
και η ευκολία δανεισµού,
τα αναπτυξιακά µέτρα που
θα στοχεύουν στην
οικονοµική ενδυνάµωση
των πολιτών, το
φορολογικό καθεστώς αλλά
και η εν γένει εσωτερική
και εξωτερική
σταθερότητα της χώρας µας.
Η αγορά των ακινήτων
απαιτεί ιδιαίτερη
προσοχή στην παρούσα
φάση, ώστε να µην
οδηγηθεί σε µια νέα
κρίση. Εν αναµονή των
εξελίξεων, λοιπόν.
Greek Finance Forum
Σχόλια Χρηστών
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).