Τα εμβόλια και τα αντι-ιικά είναι η καλύτερη
ελπίδα για τον τερματισμό αυτής της πανδημίας
και η αποτελεσματική ανάπτυξη και διανομή τους
θα απαιτήσει παγκόσμια συνεργασία σε πρωτοφανή
κλίμακα. Ο συντονισμός αυτών των προσπαθειών
απαιτεί από τις εταιρείες και τις κυβερνήσεις να
συνεργαστούν σύμφωνα με τους κανόνες του ΠΟΕ.
-------------------
Υπάρχει μια βιασύνη για
να βρεθεί ένα βιώσιμο
εμβόλιο κατά της
COVID-19, της νόσου που
προκαλείται από τον νέο
κορωνοϊό. Πολλά
ακαδημαϊκά ιδρύματα [1]
και εταιρείες σε όλο τον
κόσμο κάνουν σκληρή
δουλειά, και τουλάχιστον
οκτώ υποψήφια εμβόλια
έχουν φτάσει ή
πλησιάζουν να φτάσουν
στο στάδιο της κλινικής
δοκιμής. Το Ινστιτούτο
Jenner του Πανεπιστημίου
της Οξφόρδης είναι
σήμερα επικεφαλής του
αγώνα [2] και αναμένεται
να ξεκινήσει μεγάλες
δοκιμές σε ανθρώπους
κατά τα τέλη Μαΐου. Την
περασμένη εβδομάδα, μια
εταιρεία βιοτεχνολογίας
με έδρα τη Μασαχουσέτη,
η Moderna, ανακοίνωσε
ότι το εμβόλιό της για
τον κορωνοϊό είχε
παράγει με ασφάλεια
προστατευτικά αντισώματα
σε εθελοντές σε δοκιμές
πρώιμου σταδίου.
Υπάρχει μια παρόμοια
πίεση για να αναπτυχθούν
αντι-ιικά φάρμακα και
άλλα θεραπευτικά -και να
επαναπροσδιοριστούν τα
υπάρχοντα- για την
θεραπεία εκείνων που
έχουν μολυνθεί με τον
κορωνοϊό. Μέχρι τα μέσα
Απριλίου [3], μόνο στις
Ηνωμένες Πολιτείες,
είχαν υποβληθεί 950
προτάσεις ανάπτυξης
φαρμάκων στην Υπηρεσία
Τροφίμων και Φαρμάκων
(Food and Drug
Administration, FDA) για
έγκριση και περισσότερες
από 70 δοκιμές φαρμάκων
COVID-19 είχαν ξεκινήσει.
Ο ρυθμός είναι
αξιοσημείωτος: Τα
εμβόλια και τα νέα
φάρμακα χρειάζονται
συνήθως τουλάχιστον μια
δεκαετία για να
αναπτυχθούν και να
δοκιμαστούν, αλλά οι
εντατικές παγκόσμιες
ερευνητικές προσπάθειες
έφεραν ένα εμβόλιο σε
ρεαλιστική εμβέλεια 18
μηνών και αποκάλυψαν
ορισμένες πολλά
υποσχόμενες δυνητικές
γραμμές θεραπείας.
Φωτογραφική απεικόνιση,
τον Απρίλιο του 2020.
Dado Ruvic / Reuters
Εάν βρεθεί ένα εμβόλιο ή
μια θεραπεία -ή και τα
δύο- το επόμενο και
πιθανώς πιο δύσκολο
καθήκον θα είναι η
ταχεία παραγωγή και
δίκαιη διανομή των
φαρμακευτικών προϊόντων,
παγκοσμίως και σε μεγάλη
κλίμακα. Για να γίνει
αυτό, απαιτείται
παγκόσμια ευφυΐα και
καλή θέληση για να
ξεπεραστούν πολλά πιθανά
εμπόδια. Για παράδειγμα,
μια χώρα θα μπορούσε να
προσπαθήσει να ενισχύσει
τις προσπάθειες
προκειμένου να κρατήσει
την αποτελεσματική
θεραπεία ή το εμβόλιο
για την ίδια και τους
πολίτες της. Ομοίως, τα
δικαιώματα πνευματικής
ιδιοκτησίας [4] θα
μπορούσαν να εμποδίσουν
τα εμβόλια ή τα φάρμακα
να φθάσουν στους φτωχούς
και ευάλωτους, ή οι
παγκόσμιες αλυσίδες
εφοδιασμού -που έχουν
ήδη πιεστεί σοβαρά κατά
την διάρκεια της
πανδημίας COVID-19- θα
μπορούσαν να αποτύχουν,
εμποδίζοντας την έγκαιρη
διανομή.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός
Εμπορίου (ΠΟΕ) δέχθηκε
επίθεση επικρίσεων τόσο
από τα δεξιά [5] όσο και
από τα αριστερά [6] από
τότε που ξεκίνησε η
πανδημία. Ο οργανισμός,
μαζί με το τεράστιο
πολυμερές εμπορικό
σύστημα που ρυθμίζει,
σίγουρα χρειάζεται
εκσυγχρονισμό και
μεταρρύθμιση. Όμως, στην
μέγγενη μιας κρίσης που
συμβαίνει «μια φορά στη
ζωή», η παγκόσμια
κοινότητα πρέπει να
βασίζεται ότι το σύστημα
λειτουργεί όπως θα
έπρεπε. Ο καλύτερος
τρόπος να διασφαλιστεί
ότι τα εμβόλια και οι
θεραπείες θα παρέχονται
σε όλους όσους τα
χρειάζονται,
συμπεριλαμβανομένων
εκείνων στον
αναπτυσσόμενο κόσμο [7],
είναι οι χώρες να
δεσμευτούν να
συνεργαστούν, σύμφωνα με
τους κανόνες του ΠΟΕ,
ώστε να αποτρέψουν την
προστασία του εμπορίου
και τα δικαιώματα
πνευματικής ιδιοκτησίας
από το να γίνουν εμπόδια
για την δημόσια υγεία.
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
ΤΟΥ AIDS
Ο χείμαρρος των εθνικών
lockdown ως απάντηση
στην COVID-19 μπορεί να
είναι πρωτοφανής, αλλά η
εμφάνιση και η παγκόσμια
εξάπλωση μιας
θανατηφόρου μολυσματικής
νόσου δεν είναι. Πριν
από σχεδόν δύο δεκαετίες,
στον αγώνα κατά του
HIV/AIDS, τα κράτη-μέλη
του ΠΟΕ έπρεπε να
συνεργαστούν για να
αλλάξουν τους υπάρχοντες
κανόνες και πρακτικές
για να δημιουργήσουν
ακριβώς τα είδη κανόνων,
θεσμών και συνεργατικών
σχέσεων που θα
χρειαστούν τώρα για την
αντιμετώπιση και, τελικά,
για τον τερματισμό της
πανδημίας του κορωνοϊού.
Τον Ιούλιο του 2000,
καθώς η παγκόσμια
επιδημία HIV/AIDS έφτανε
στο αποκορύφωμά της,
επιστήμονες, ειδικοί της
δημόσιας υγείας και
πολιτικοί από όλο τον
κόσμο συγκεντρώθηκαν στο
13ο Διεθνές Συνέδριο για
το AIDS στο Ντέρμπαν της
Νότιας Αφρικής. Ήταν η
πρώτη φορά που
διοργανώθηκε αυτή η ανά
διετία εκδήλωση σε μια
αναπτυσσόμενη χώρα, πόσω
μάλλον σε μια χώρα με
αυξημένα ποσοστά
μόλυνσης από τον ιό HIV,
και το συνέδριο βοήθησε
να επικεντρωθεί η
προσοχή του κοινού στις
ανησυχητικές παγκόσμιες
ανισότητες σχετικά με
την πρόσβαση στην
θεραπεία. Στην Αφρική,
την ήπειρο που επλήγη
περισσότερο από το AIDS,
η εξάπλωση ήταν τόσο
ανεξέλεγκτη που το 15%
[8] των παιδιών στην
Ουγκάντα ήταν ορφανά
λόγω της ασθένειας και
περισσότερο από το 35%
των ενηλίκων στη
Μποτσουάνα είχαν
μολυνθεί. Όμως, το
κοκτέιλ τριών
αντιρετροϊκών φαρμάκων
(ART) που απαιτείτο για
την θεραπεία της νόσου,
τότε κόστιζε περισσότερα
από 10.000 δολάρια ανά
άτομο ετησίως -πολύ
περισσότερα από όσο
μπορούσαν να αντέξουν
οικονομικά το 99% των
σχεδόν 25 εκατομμυρίων
[9] ανθρώπων παγκοσμίως
που ζούσαν με HIV.
Σε ομιλία του στο
συνέδριο του Ντέρμπαν, ο
δικαστής του Ανώτατου
Δικαστηρίου της Νοτίου
Αφρικής, Edwin Cameron,
κατήγγειλε [10] την «σοκαριστική
και τερατώδη αδικία» του
παγκόσμιου εμπορικού
συστήματος που είχε
αποτύχει να προσφέρει
προσιτές θεραπευτικές
επιλογές σε ασθενείς που
πεθαίνουν από AIDS στις
φτωχές χώρες. Ο Κάμερον
και άλλοι ηγέτες και
ακτιβιστές της κοινωνίας
των πολιτών στις χώρες
που επλήγησαν
περισσότερο, επέρριψαν
την ευθύνη για τις
υψηλές τιμές και την
έλλειψη πρόσβασης στα
φάρμακα στις Δυτικές
εταιρείες που ελέγχουν
τα διπλώματα
ευρεσιτεχνίας [11] και
στην Συμφωνία του ΠΟΕ
για τις Εμπορικές Πτυχές
των Δικαιωμάτων
Πνευματικής Ιδιοκτησίας
(Agreement on
Trade-Related Aspects of
Intellectual Property
Rights). Η συμφωνία
TRIPS -η οποία τέθηκε σε
ισχύ το 1995, την ίδια
χρονιά που ιδρύθηκε ο
ΠΟΕ- ανάγκασε πολλές
αναπτυσσόμενες χώρες να
προστατεύσουν τις
φαρμακευτικές πατέντες
για πρώτη φορά,
ουσιαστικά
διασφαλίζοντας το
δικαίωμα των
φαρμακευτικών εταιρειών
να χρεώνουν αυτό που θα
μπορούσε να αντέξει η
αγορά.
Κατά τα τέλη της
δεκαετίας του 1990,
καθώς τα συστήματα
δημόσιας υγείας σε πολλά
έθνη αγωνίστηκαν για να
αντιμετωπίσουν την
επιδημία του AIDS,
ξέσπασαν διαφωνίες για
τους κανόνες της
Συμφωνίας TRIPS σε όλο
τον κόσμο, βάζοντας τις
κυβερνήσεις των
αναπτυσσόμενων χωρών
εναντίον ισχυρών
φαρμακευτικών εταιρειών
και ορισμένων από τα
πλούσια έθνη όπου
έδρευαν αυτές οι
εταιρείες. Ένας νόμος
της Βραζιλίας του 1996
[12] απέρριψε τα
δικαιώματα ευρεσιτεχνίας
για τα φάρμακα HIV/AIDS
υπέρ της τοπικής
παραγωγής, οδηγώντας τις
Ηνωμένες Πολιτείες να
περάσουν χρόνια
αμφισβητώντας την
Βραζιλία μέσω του ΠΟΕ.
Το 1998, η
μετα-απαρτχάιντ
κυβέρνηση της Νότιας
Αφρικής τροποποίησε έναν
νόμο για να καταστήσει
τα γενόσημα, χαμηλού
κόστους φάρμακα για το
HIV/AIDS πιο εύκολα
διαθέσιμα -μόνο για να
αντιμετωπίσει αγωγές
[13] από 41
φαρμακευτικές εταιρείες.
Η διάσκεψη για το AIDS
στο Ντέρμπαν
σηματοδότησε μια καμπή
στην παγκόσμια κοινή
γνώμη. Η ηθική οργή για
τους θανάτους από AIDS
σε φτωχές χώρες που θα
μπορούσαν να αποτραπούν
αυξανόταν, και η
φαρμακευτική βιομηχανία
και ο ΠΟΕ άρχισαν να
ανταποκρίνονται. Οι
διαδικασίες εναντίον των
κυβερνήσεων της
Βραζιλίας και της Νότιας
Αφρικής απορρίφθηκαν
αμφότερες το 2001 και,
εκείνο το έτος, η ινδική
παραγωγός γενόσημων
φαρμάκων Cipla [14]
άρχισε να προσφέρει την
έκδοση του συνδυασμού
τριών φαρμάκων ART για
350 δολάρια ανά ασθενή
ετησίως. Η υπουργική
συνάντηση του ΠΟΕ στη
Ντόχα του Κατάρ, τον
Νοέμβριο του 2001,
κατέληξε σε μια δήλωση
[15] ότι η Συμφωνία
TRIPS «μπορεί και πρέπει
να ερμηνευθεί και να
εφαρμοστεί κατά τρόπο
που να στηρίζει το
δικαίωμα των μελών του
ΠΟΕ να προστατεύουν την
δημόσια υγεία και, ιδίως,
να προωθεί την πρόσβαση
όλων στα φάρμακα».
Η κρίση του AIDS
δημιούργησε βαθιά
ερωτήματα σχετικά με τον
ρόλο που πρέπει να
διαδραματίσουν τα
δικαιώματα πνευματικής
ιδιοκτησίας στις ωδίνες
μιας παγκόσμιας
υγειονομικής έκτακτης
ανάγκης, και με τις
ευθύνες που έχουν τα
μέλη μιας
διασυνδεδεμένης
παγκόσμιας κοινότητας
έναντι των πιο ευάλωτων
μελών τους. Η σύνοδος
του ΠΟΕ στη Ντόχα ένα
χρόνο μετά την διάσκεψη
του Ντέρμπαν, και με την
διαμάχη σχετικά με τις
ανισότητες όσον αφορά
την πρόσβαση στις
θεραπείες HIV/AIDS στο
μυαλό, έκανε αλλαγές
στην Συμφωνία TRIPS που
έλαβαν περισσότερο υπόψη
τις παγκόσμιες
καταστάσεις έκτακτης
ανάγκης για την δημόσια
υγεία.
Οι βασικοί κανόνες
πνευματικής ιδιοκτησίας
του ΠΟΕ απαιτούν από τον
οργανισμό να παρέχει
προστασία σε διπλώματα
ευρεσιτεχνίας [πατέντες]
για όλες τις
τεχνολογικές καινοτομίες
που πληρούν βασικά
κριτήρια,
συμπεριλαμβανομένων των
φαρμάκων και των
εμβολίων [16]. Αλλά
επειδή τα διπλώματα
ευρεσιτεχνίας
προστατεύουν μονοπωλιακά
δικαιώματα, οδηγούν σε
εγγενή ένταση μεταξύ της
προστασίας της
πνευματικής ιδιοκτησίας
και της ανάγκης
παραγωγής και διανομής
οικονομικά προσιτών
φαρμάκων. Τέτοιες
εντάσεις συνήθως
επιλύονται μέσω της
αδειοδότησης, η οποία
δίνει την δυνατότητα σε
έναν κάτοχο διπλώματος
ευρεσιτεχνίας να
επιτρέπει σε άλλους να
φτιάχνουν ή να
εμπορεύονται το
προστατευόμενο προϊόν -συνήθως
σε μια τιμή και με
κάποια επίβλεψη από τον
κάτοχο του διπλώματος
ευρεσιτεχνίας που να
διασφαλίζει τον ποιοτικό
έλεγχο.
Μερικές φορές, ωστόσο,
μια εταιρεία ή μια
κυβέρνηση μπορεί να
προσπαθήσει και να μην
καταφέρει να αποκτήσει
μια επειγόντως
απαραίτητη άδεια —ας
πούμε, για την παραγωγή
ενός σωτήριου εμβολίου.
Σε μια τέτοια περίπτωση,
βάσει της Συμφωνίας
TRIPS, μια εθνική
κυβέρνηση που
αντιμετωπίζει κατάσταση
έκτακτης ανάγκης για την
δημόσια υγεία μπορεί να
εκδώσει τις λεγόμενες
αναγκαστικές άδειες σε
τοπικές εταιρείες,
επιτρέποντάς τους να
παράγουν προϊόντα που
προστατεύονται από
πατέντες χωρίς την
συγκατάθεση των κατόχων
αυτών των διπλωμάτων
ευρεσιτεχνίας. Σύμφωνα
με την TRIPS, οι
αναγκαστικές άδειες
χορηγούνται μόνο υπό
αυστηρούς όρους [17],
αλλά η αυξανόμενη
εστίαση του ΠΟΕ, μετά
την διάσκεψη της Ντόχα
το 2001, στην ευέλικτη
ερμηνεία των κανόνων για
την κάλυψη των αναγκών
της δημόσιας υγείας
ενθάρρυνε τις
φαρμακευτικές εταιρείες
να επανεξετάσουν την
προσέγγισή τους.
Επιθυμώντας να αποφύγουν
το στίγμα και τον
οικονομικό πόνο της
αναγκαστικής
αδειοδότησης, πολλές
κορυφαίες φαρμακευτικές
εταιρείες, από μόνες
τους, υιοθέτησαν μια πιο
γενναιόδωρη προσέγγιση
για την αδειοδότηση,
οδηγώντας σε σημαντικές
μειώσεις των τιμών των
φαρμάκων. Μέχρι το 2011,
το ετήσιο κόστος της
φαρμακευτικής αγωγής για
το HIV/AIDS στην Αφρική
είχε μειωθεί [18] σε
μόλις 100 δολάρια ανά
ασθενή ετησίως και η
πλειονότητα των ατόμων
που είχαν μολυνθεί από
τον ιό HIV στην
υποσαχάρια Αφρική είχαν
πρόσβαση στην θεραπεία.
ΕΥΕΛΙΞΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ
Τελικά, παρά τα χρόνια
του πόνου και της
σύγκρουσης, οι
προσπάθειες για την
καταπολέμηση του
HIV/AIDS έθεσαν
σημαντικά θεμέλια.
Έφεραν διεθνείς
οργανισμούς, κυβερνήσεις,
ιδιωτικές εταιρείες,
ερευνητικά ιδρύματα και
μη κυβερνητικούς
οργανισμούς σε σχέσεις
συνεργασίας -το ίδιο το
είδος [της σχέσης] που
θα είναι απαραίτητο για
την αποτελεσματική
παραγωγή και διανομή
ενός εμβολίου COVID-19.
Η κρίση του AIDS βοήθησε
να ξεκινήσει μια πιο
ανοιχτή και παραγωγική
συζήτηση σχετικά με το
υψηλό κόστος και τους
κινδύνους της ανάπτυξης,
παραγωγής και διανομής
φαρμάκων. Η κυκλοφορία
ενός νέου φαρμάκου στην
αγορά κοστίζει κατά μέσο
όρο σε μια φαρμακευτική
εταιρεία περίπου ένα
δισεκατομμύριο δολάρια
[19] και η ανάπτυξη
εμβολίων -τα οποία έχουν
μεγαλύτερο ρίσκο και
απαιτούν πιο περίπλοκες
δοκιμές- είναι γενικά
ακόμη πιο ακριβή. Μετά
την κρίση του AIDS,
κυβερνήσεις και διεθνείς
οργανισμοί συνεργάστηκαν
για να βοηθήσουν τους
φαρμακευτικούς εφευρέτες
να αποκλιμακώσουν τα
τεχνικά εμπόδια και να
απορροφήσουν τα ρίσκα.
Μερικοί από αυτούς τους
κινδύνους και τα εμπόδια
προκύπτουν από τους
περιορισμούς της
πνευματικής ιδιοκτησίας,
και οι συνεργατικές
οργανώσεις έχουν
εμφανιστεί για να
βοηθήσουν στην
αντιμετώπισή τους. Ένα
τέτοιο όργανο είναι μια
υποστηριζόμενη από τα
Ηνωμένα Έθνη κοινοπραξία
διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας,
η οποία ιδρύθηκε το 2010
για να επιτρέψει σε
πολλές εταιρείες και
κυβερνήσεις να
μοιράζονται καινοτομίες
και άδειες στην ιατρική.
Βαπτισμένος ως Medicines
Patent Pool και
σχεδιασμένος για να
επιταχύνει την πρόσβαση
σε θεραπείες για το
HIV/AIDS, ο οργανισμός
διεύρυνε πρόσφατα την
εντολή του [20] ώστε να
συμπεριλάβει εμβόλια,
θεραπείες και
διαγνωστικά για να
βοηθήσει την παγκόσμια
ανταπόκριση στην
COVID-19. Τον Απρίλιο,
μια ομάδα επιστημόνων
και δικηγόρων
πνευματικής ιδιοκτησίας
δημιούργησε την Open
COVID Pledge [21], η
οποία ενθαρρύνει
εταιρείες και ερευνητικά
ιδρύματα να διαθέσουν
την πνευματική
ιδιοκτησία τους
προσωρινά δωρεάν για να
χρησιμοποιηθεί για τον
τερματισμό της πανδημίας
COVID-19. Εκείνοι που
κάνουν την δέσμευση,
αποκτούν μια άδεια που
διαρκεί έως έναν χρόνο
αφότου ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ)
κηρύξει το τέλος της
πανδημίας του κορωνοϊού,
οπότε οι εταιρείες
μπορούν να επιστρέψουν
στην κατοχή και την
επιδίωξη εμπορικών
αδειών για την
πνευματική ιδιοκτησία
τους.
Θα αποθαρρυνθούν οι
φαρμακευτικές εταιρείες
από την ανάπτυξη
εμβολίου εάν δεν
προσβλέπουν σε
μονοπωλιακά δικαιώματα
ευρεσιτεχνίας; Ένας
τρόπος για να
αντισταθμιστούν αυτά τα
αντικίνητρα θα μπορούσε
να είναι η προσφορά
σημαντικών οικονομικών
βραβείων [22] για όσους
επινοούν ένα εμβόλιο.
Για όσους ανησυχούν για
την ανισότητα παρ’ όλες
τις καλύτερες
καινοτομίες και
προθέσεις, οι
αναγκαστικές άδειες
εξακολουθούν να είναι
διαθέσιμες ως έσχατη
λύση και η ύπαρξή τους,
όπως και αυτή της
Συμφωνίας TRIPS του ΠΟΕ
γενικότερα, παρέχει
ασφάλεια στους πολλούς
παίκτες που
συνεργάζονται τώρα για
την παραγωγή και εν
τέλει διανομή ενός
εμβολίου ή θεραπείας
COVID-19. Οι εφευρέτες
μπορούν να είναι
σίγουροι ότι τα
δικαιώματά τους θα
προστατευθούν, ενώ οι
φτωχότερες χώρες μπορούν
να βασίζονται στην
διαθεσιμότητα θεραπειών
διάσωσης με αναγκαστική
άδεια, εάν αποτύχουν όλα
τα άλλα.
Τα εμβόλια και τα
αντι-ιικά είναι η
καλύτερη ελπίδα για τον
τερματισμό αυτής της
πανδημίας και η
αποτελεσματική ανάπτυξη
και διανομή τους θα
απαιτήσει παγκόσμια
συνεργασία σε πρωτοφανή
κλίμακα. Ο συντονισμός
αυτών των προσπαθειών
απαιτεί από τις
εταιρείες και τις
κυβερνήσεις να
συνεργαστούν σύμφωνα με
τους κανόνες του ΠΟΕ.
Όπως δείχνει η παγκόσμια
εμπειρία κατά την
διάρκεια της επιδημίας
του AIDS, η επιτυχής
αντιμετώπιση μιας
παγκόσμιας απειλής για
την δημόσια υγεία
απαιτεί περισσότερες,
όχι λιγότερες,
επενδύσεις στην
πολυμέρεια. Κατά την
διάρκεια της τρέχουσας
κρίσης, ο κόσμος πρέπει
να βασίζεται στον ΠΟΕ
για να διατηρήσει
ανοιχτές τις κρίσιμες
αλυσίδες εφοδιασμού, να
αποτρέψει τις χώρες από
την απαγόρευση εξαγωγών
ή την συσσώρευση [των
φαρμάκων], και να
παρέχει ένα ευέλικτο
πλαίσιο για το εμπόριο
και την συνεργασία. Ήδη
οι ηγέτες του ΠΟΕ, του
ΠΟΥ και του G-20 καλούν
τις κυβερνήσεις να
συνεργαστούν για να
διασφαλίσουν την
αποτελεσματική και
δίκαιη παγκόσμια διανομή
των εμβολίων, φαρμάκων
και άλλων καινοτομιών
που θα χρειαστούν για
την αντιμετώπιση της
COVID-19. Ο κόσμος
πρέπει να ελπίζει ότι οι
κυβερνήσεις θα λάβουν
υπόψη τους την έκκληση.
Η JENNIFER HILLMAN είναι
ανώτερη συνεργάτις στο
Council on Foreign
Relations και καθηγήτρια
Πρακτικής στο Νομικό
Κέντρο του Πανεπιστημίου
Georgetown. Υπηρέτησε
στο εφετείο του
Παγκόσμιου Οργανισμού
Εμπορίου από το 2007 έως
το 2011 και ως Επίτροπος
στην Επιτροπή Διεθνούς
Εμπορίου των Ηνωμένων
Πολιτειών από το 1998
έως το 2007.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).