Μετά από μια αργή εκκίνηση, ο Trump έχει
επηρεάσει σχεδόν κάθε πτυχή της εξωτερικής
πολιτικής των ΗΠΑ. Και η μέχρι στιγμής ιστορία
δεν εμπνέει. Ο Trump εξατομίκευσε,
ιδιωτικοποίησε και αποθεσμοποίησε την εξωτερική
πολιτική εις βάρος του εθνικού συμφέροντος. Αυτή
η τάση έχει επιταχυνθεί τους τελευταίους μήνες,
με αποκορύφωμα δύο καταστροφικά σφάλματα σε
σχέση με την Ουκρανία και την Συρία.
--------------------
Επί δεκαετίες, αν όχι
αιώνες, οι ακαδημαϊκοί
συζητούν το τι έχει
μεγαλύτερη σημασία στις
διεθνείς υποθέσεις: Οι
δομικές δυνάμεις, όπως η
σχετική ισχύς μεταξύ των
κρατών, ή οι ιδέες και
οι αποφάσεις των
μεμονωμένων ηγετών. Αλλά
τουλάχιστον όσον αφορά
τις Ηνωμένες Πολιτείες,
ο πρόεδρος Donald Trump
μπορεί να βάλει μια άνω
τελεία στην συζήτηση.
Ο Trump σε συγκέντρωση
στο Dallas, τον Οκτώβριο
του 2019. Jonathan Ernst
/ Reuters
Μετά από μια αργή
εκκίνηση, ο Trump έχει
επηρεάσει σχεδόν κάθε
πτυχή της εξωτερικής
πολιτικής των ΗΠΑ. Και η
μέχρι στιγμής ιστορία
δεν εμπνέει. Ο Trump
εξατομίκευσε,
ιδιωτικοποίησε και
αποθεσμοποίησε την
εξωτερική πολιτική εις
βάρος του εθνικού
συμφέροντος. Αυτή η τάση
έχει επιταχυνθεί τους
τελευταίους μήνες, με
αποκορύφωμα δύο
καταστροφικά σφάλματα σε
σχέση με την Ουκρανία
και την Συρία. Στην
διαδικασία, το
αμερικανικό κοινό
υπέφερε, οι σύμμαχοι των
ΗΠΑ έχασαν, και οι
αντίπαλοι των ΗΠΑ
κέρδισαν –κανείς άλλος
περισσότερο από τον Ρώσο
πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
ΚΑΝΕ ΤΟ ΣΩΣΤΟ
Πριν από τρία χρόνια, οι
Ηνωμένες Πολιτείες ήταν
το πιο ισχυρό κράτος του
κόσμου, ικανό να
επηρεάσει τα
αποτελέσματα σε όλες τις
ηπείρους και σε κάθε
περιοχή θεμάτων. Αλλά
από την αρχή της
προεδρίας του, ο Trump
επέλεξε την οπισθοχώρηση.
Ακολούθησε με ζέση το
δόγμα του περί απόσυρσης
[2], εγκαταλείποντας
μέσα σε λίγες μέρες από
την ανάληψη των
καθηκόντων του την
εμπορική συμφωνία 12
εθνών γνωστή ως
Trans-Pacific
Partnership, στην
συνέχεια αποσύρθηκε από
την πυρηνική συμφωνία με
το Ιράν, από την
συμφωνία του Παρισιού
για το κλίμα, και την
Συμφωνία για τις
Πυρηνικές Δυνάμεις Μέσου
Βεληνεκούς
(Intermediate-Range
Nuclear Forces Treaty)
με την Ρωσία. Έκτοτε
έχει απειλήσει να
εγκαταλείψει πολλούς
άλλους πολυμερείς
οργανισμούς και
συμφωνίες.
Παρ' όλα αυτά, υπήρχαν
κάποιες υπόνοιες
συνέχειας με τις
προηγούμενες διοικήσεις,
τουλάχιστον κατά το
πρώτο έτος της προεδρίας
του Trump. Οι ανώτεροι
υπάλληλοι της εθνικής
ασφάλειας του Trump
έμοιαζαν με εκείνους των
προηγούμενων διοικήσεων
σχετικά με τα
διαπιστευτήρια και την
εμπειρία τους, ειδικά
όταν ο HR McMaster
ανέλαβε ως σύμβουλος
εθνικής ασφάλειας τον
Φεβρουάριο του 2017. Και,
όπως και οι προκάτοχοί
του, ο Trump δεν
απέπεμψε τους χιλιάδες -ίσως
δεκάδες χιλιάδες- μη
κομματικοποιημένους
επαγγελματίες καριέρας
στις δύο δεκάδες
Υπουργεία και Υπηρεσίες
που εμπλέκονται στον
σχεδιασμό και την
εφαρμογή της εξωτερικής
πολιτικής των ΗΠΑ.
Αυτές οι δυνάμεις υπέρ
της συνέχειας -μαζί με
το Κογκρέσο των ΗΠΑ, τα
ανεξάρτητα μέσα
ενημέρωσης, τις
επιχειρηματικές ομάδες
και μη κυβερνητικές
οργανώσεις- διαμόρφωσαν
και συγκράτησαν για
κάποιο χρονικό διάστημα
την εξωτερική πολιτική
της διοίκησης. Οι
επικρίσεις του Trump
σχετικά με τους «ατελείωτους
πολέμους» δεν
μεταφράστηκαν αρχικά
στην απόσυρση στρατιωτών
των ΗΠΑ από το
Αφγανιστάν, το Ιράκ ή
την Συρία. Στην Ασία, η
διοίκησή του ήταν
συστηματικότερη όσον
αφορά την διάγνωση των
απειλών για την
οικονομία και την
ασφάλεια που έχουν τεθεί
από την Κίνα, αλλά αυτή
η μετατόπιση ήταν ήδη σε
εξέλιξη πριν αναλάβει
καθήκοντα και
αντικατοπτρίζει μια
αναδυόμενη συναίνεση των
δύο κομμάτων [των ΗΠΑ].
Ο Τραμπ επιτίμησε το
ΝΑΤΟ, αλλά οι Ηνωμένες
Πολιτείες δεν αποχώρησαν
από την συμμαχία.
Ακόμη και η πολιτική του
Τραμπ για την Ρωσία
αρχικά διέφερε ελάχιστα
από την προσέγγιση του
προέδρου Μπαράκ Ομπάμα
μετά το 2014. Αν και ο
υποψήφιος Τραμπ είχε
εξετάσει την άρση των
κυρώσεων για την Ρωσία
και αναγνώρισε ως νόμιμη
την προσάρτηση της
Κριμαίας από αυτήν,
ενίσχυσε την υποστήριξη
προς το ΝΑΤΟ, και
μάλιστα προχώρησε
περισσότερο από τον
Ομπάμα στην παροχή
θανατηφόρου στρατιωτικής
βοήθειας στην Ουκρανία.
Ο Τραμπ όντως προσέδωσε
μια ευπρόσδεκτη αλλαγή
στην πολιτική των ΗΠΑ
για το Κρεμλίνο με το να
μην συζητά πλέον για
δημοκρατικές
μεταρρυθμίσεις ή
παραβιάσεις ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, αλλά μέχρις
εκεί.
Για τη Μόσχα αυτή η
συνέχιση της πολιτικής
ήταν μια απογοήτευση. Οι
παρένθετοι του Πούτιν
στην ρωσική τηλεόραση
θρήνησαν την αδυναμία
του Trump, την οποία
απέδωσαν στο «βαθύ
κράτος» των ΗΠΑ -ο Τραμπ
ήθελε να κάνει το «σωστό»,
ισχυρίστηκαν, αλλά
περιορίστηκε από τις
συμβατικές ελίτ της
εξωτερικής πολιτικής που
λειτουργούσαν τα επί της
εθνικής ασφάλειας
Υπουργεία του ˙ τους
επαγγελματίες
γραφειοκράτες στο
Υπουργείο Εξωτερικών,
στο Υπουργείο Άμυνας και
στην CIA˙ και τους
ρωσόφοβους στα
αμερικανικά «mainstream»
μέσα μαζικής ενημέρωσης
και στο Δημοκρατικό
Κόμμα.
Ο ίδιος ο Πούτιν
αναγνώρισε τις εγχώριες
πολιτικές στις Ηνωμένες
Πολιτείες ως το κύριο
εμπόδιο που απέτρεπε τον
Trump από το να
επιδιώξει ένα λιώσιμο
των πάγων με την Ρωσία.
Δεν έκανε λάθος. Αλλά
αντί για ένα μοχθηρό
βαθύ κράτος που
εργάζεται ενάντια στον
πρόεδρο των ΗΠΑ, ήταν οι
επαγγελματίες της
εθνικής ασφάλειας στην
διοίκησή του,
συμπεριλαμβανομένων των
πολιτικών που ο ίδιος
διόρισε, οι οποίοι
μετρίαζαν μερικές από
τις πιο ακραίες
φιλο-Πουτινικές τάσεις
του Τραμπ.
ΜΙΑ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
ΞΗΛΩΝΕΤΑΙ
Το Κρεμλίνο ίσως, τελικά,
να παίρνει αυτό που
θέλει. Σταδιακά, αλλά
κυρίως πέρσι, ο Trump
διάβρωσε την κανονική
διαδικασία λήψης
αποφάσεων για την εθνική
ασφάλεια,
περιθωριοποίησε τους
επαγγελματίες που
συνήθως διαμορφώνουν και
εκτελούν την εξωτερική
πολιτική των ΗΠΑ, και
τοποθέτησε τα ιδιωτικά
του συμφέροντα και τις
άστοχες προσωπικές
θεωρίες του –συχνά
διαμορφωμένες από
παραπληροφόρηση και
θεωρίες συνωμοσίας- πάνω
απ' όλα τα άλλα. Το
αποτέλεσμα ήταν μια
καταστροφή για τα εθνικά
συμφέροντα των ΗΠΑ και
ένα δώρο για την Ρωσία.
Από τότε που έφυγε ο
McMaster από την
διοίκηση τον Απρίλιο του
2018, εγκαταλείφθηκαν οι
τυποποιημένες
διαδικασίες για την λήψη
αποφάσεων εθνικής
ασφάλειας. Ο Trump
σπάνια παρευρίσκεται
στις συνεδριάσεις του
Συμβουλίου Εθνικής
Ασφάλειας (NSC). Προτιμά
να παίρνει τις δικές του
αποφάσεις, με βάση την
διαίσθηση και τις
προσωπικές προτιμήσεις
και χωρίς συμβουλές από
ειδικούς. Νωρίτερα αυτόν
τον μήνα, ο νέος
σύμβουλος για την εθνική
ασφάλεια, Robert
O'Brien, ανακοίνωσε
σχέδια [3] να μειώσει
σημαντικά το προσωπικό
της NSC και να
αντικαταστήσει πολλά από
τα στελέχη καριέρας του
[οργανισμού] με πολιτικά
διορισμένους.
Το διαβόητο πλέον
τηλεφώνημα του Τραμπ
προς τον πρόεδρο της
Ουκρανίας, Volodymyr
Zelensky, τον Ιούλιο,
αποκάλυψε [4] ακριβώς
πόσο δυσλειτουργικές
έχουν γίνει οι
διαδικασίες στον Λευκό
Οίκο. Εκεί φαίνεται ότι
δεν υπήρχε προηγούμενη
συζήτηση σχετικά με τους
στόχους εθνικής
ασφάλειας που θα έπρεπε
να επιδιωχθούν κατά το
τηλεφώνημα. Ο Trump δεν
διάβασε σημεία προς
συζήτηση που να έχουν
ελεγχθεί από το NSC.
Είναι σοκαριστικό ότι ο
τότε Σύμβουλος Εθνικής
Ασφάλειας, John Bolton,
δεν ενημέρωσε τον
πρόεδρο πριν το
τηλεφώνημα και δεν
άκουσε ούτε καν την
συνομιλία. Εξίσου
ανορθόδοξος, ο υπουργός
Εξωτερικών, Mike Pompeo,
ήταν στην [τηλεφωνική]
γραμμή.
Το τηλεφώνημα του Τραμπ
με τον Τούρκο πρόεδρο,
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν,
στις αρχές Οκτωβρίου,
μετά το οποίο ο
Αμερικανός πρόεδρος
έδωσε το πράσινο φως για
μια τουρκική στρατιωτική
εισβολή στην Συρία,
φαίνεται ότι ακολούθησε
παρόμοιο μοτίβο: Καμία
προηγούμενη συνάντηση
του NSC για τον έλεγχο
της σοφίας της
συναίνεσης με τον
Ερντογάν, καμία
ενημέρωση πριν το
τηλεφώνημα, και καθόλου
σημεία για συζήτηση
προετοιμασμένα από το
προσωπικό του NSC. Το
περίεργο,
αντιεπαγγελματικό και
τελικά αναποτελεσματικό
γράμμα του Τραμπ [5] με
το οποίο απειλεί τον
Ερντογάν, προφανώς δεν
ήταν προϊόν των
κανονικών διαδικασιών
σύνταξης και έγκρισης
του NSC, επίσης.
Άλλα Υπουργεία και
Υπηρεσίες έχουν δει τους
κανόνες και τις
διαδικασίες τους -για να
μην αναφέρουμε την
ακεραιότητά τους- να
βρίσκονται επίσης υπό
προεδρική επίθεση. Ο
πρώτος στόχος του Trump,
ακόμη και πριν από την
ορκωμοσία του, ήταν η
CIA, ακολουθούμενη από
το FBI και την κοινότητα
των [μυστικών]
πληροφοριών ευρύτερα.
Τον Ιούλιο του 2018, ο
Τραμπ βρισκόταν δίπλα
στον Πούτιν στην σύνοδο
κορυφής στο Ελσίνκι και
απέρριψε δημοσίως τα
ευρήματα της κοινότητας
πληροφοριών των ΗΠΑ
σχετικά με την
εκστρατεία παρεμβάσεων
της Ρωσίας στις
προεδρικές εκλογές του
2016.
Ομοίως, ο Trump έχει
βλάψει σοβαρά την
αξιοπιστία και την
ικανότητα του Υπουργείου
Εξωτερικών, υποθέτοντας
ότι μπορεί να κάνει την
σκληρή δουλειά της
διπλωματίας από μόνος
του. Αυτή η προσέγγιση
[6] δεν έχει ακόμη
επιφέρει σαφείς
επιτυχίες στο Αφγανιστάν,
την Κίνα, το Ιράν ή την
Βόρεια Κορέα. Αλλά
έβλαψε τις σχέσεις του
προέδρου με
αξιωματούχους καριέρας
της υπηρεσίας εξωτερικών,
σχέσεις που εντάθηκαν
περαιτέρω από την
απόφασή του να απολύσει
την πρέσβειρα των ΗΠΑ
στην Ουκρανία, Marie
Yovanovitch, βάσει
αθεμελίωτων φημών από
έναν ιδιώτη πολίτη -πιθανότατα
τον προσωπικό δικηγόρο
του Trump, Rudy
Giuliani.
Η απόσυρση [μετά από
απόφαση] του Trump των
αμερικανικών
στρατευμάτων από την
Συρία -μια ακόμα απόφαση
που ελήφθη, κατά τα
φαινόμενα, κατά μόνας
και παρορμητικά-
υπονόμευε επίσης την
θέση του Υπουργείου
Άμυνας και την φήμη των
Αμερικανών στρατιωτών
που μάχονται στην Συρία,
μερικοί εκ των οποίων
εξέφρασαν ταπείνωση και
αμηχανία για την
εγκατάλειψη των Κούρδων
συμμάχων τους. Τρία
θεσμικά όργανα που είναι
κρίσιμα για την
εξωτερική πολιτική των
ΗΠΑ -η κοινότητα των
πληροφοριών, το
υπουργείο Εξωτερικών και
το Πεντάγωνο- τώρα έχουν
βαθιά πληγωμένες σχέσεις
με τον πρόεδρο.
Η ΖΗΜΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ
Η επίθεση του Trump στις
συμβατικές διαδικασίες
λήψης αποφάσεων του
επέτρεψε να
προσωποποιήσει και να
ιδιωτικοποιήσει την
εξωτερική πολιτική των
ΗΠΑ, συχνά με τρόπους
που ωφελούν το Κρεμλίνο
περισσότερο από τον
Λευκό Οίκο. Το γεγονός
αυτό ήταν ιδιαίτερα
έντονα και ανησυχητικά
καταφανές κατά το
τηλεφώνημα του προέδρου
με τον Zelensky τον
Ιούλιο, στην διάρκεια
του οποίου ο Trump
πρότεινε να άρει το
πάγωμα της στρατιωτικής
βοήθειας προς την
Ουκρανία και να
συναντηθεί με τον
νεοεκλεγέντα Zelensky
στο Οβάλ Γραφείο. Σε
αντάλλαγμα, ο Trump
ζήτησε από τον Zelensky
να ξεκινήσει νέες
έρευνες σχετικά με
αναπόδεικτους
ισχυρισμούς για διαφθορά
από τον Hunter Biden,
τον γιο του πρώην
αντιπροέδρου Joe Biden,
και ισχυρίστηκε ότι η
Ουκρανία ενεπλάκη στις
προεδρικές εκλογές των
ΗΠΑ το 2016. (Αυτό το
θέμα, αρχικά βασισμένο
σε ανακατασκευασμένο
αντίγραφο του
τηλεφωνήματος,
ενισχύθηκε έκτοτε από
περαιτέρω στοιχεία σε
γραπτά μηνύματα [7]
μεταξύ διπλωματών του
Υπουργείου Εξωτερικών
και Ουκρανών
αξιωματούχων και
μαρτυρίες από
αξιωματούχους των ΗΠΑ
που ασχολούνται με τις
σχέσεις ΗΠΑ-Ουκρανίας).
Με το να μην αναφέρει
καν τις στρατιωτικές
παρεμβάσεις της Ρωσίας
στην Κριμαία και τη
Ντόνμπας κατά την
διάρκεια του
τηλεφωνήματός του με τον
Ζέλενσκι, ο Τραμπ
μπόρεσε να καταστήσει
σαφή την αδιαφορία του
για την κυριαρχία και
την δημοκρατική εδραίωση
της Ουκρανίας. Αυτή
είναι μια νίκη για τον
Πούτιν. Η πολιτικοποίηση
της στρατιωτικής
βοήθειας από τον Trump
αποδυνάμωσε την
προηγούμενη σταθερή
δέσμευση των Ηνωμένων
Πολιτειών για την άμυνα
της Ουκρανίας -άλλο ένα
δώρο στον Πούτιν. Με το
να καταγραφεί και
δημοσιευθεί η
καταδεκτικότητα και η
κολακεία του Zelensky
προς τον Trump στο
σημείωμα επί του
τηλεφωνήματος, έκανε τον
νέο ηγέτη της Ουκρανίας
να φαίνεται αδύναμος -ακόμα
ένα παραδοτέο στον
Πούτιν. Οι επακόλουθες
επανειλημμένες αναφορές
του Trump για την
Ουκρανία ως διεφθαρμένη
έχουν επίσης βλάψει την
φήμη της χώρας ακριβώς
την στιγμή που οι
νεοεκλεγέντες πρόεδρος
και κοινοβούλιο έχουν
την ευκαιρία να
αποκοπούν από την
διαφθορά του παρελθόντος.
Γράψτε μια ακόμα νίκη
για τον Πούτιν.
Και αυτή η λίστα δεν
περιλαμβάνει τις ζημιές
στις ίδιες τις Ηνωμένες
Πολιτείες: Η προσπάθεια
του Trump να
χρησιμοποιήσει τα
χρήματα των
φορολογουμένων για την
επιδίωξη ιδιωτικών
στόχων αμαυρώνει την
φήμη των Ηνωμένων
Πολιτειών ως ηγέτη του
ελεύθερου κόσμου. Οι
διαδικασίες μομφής που
πυροδοτήθηκαν από το
τηλεφώνημα θα αποσπούν
την κυβέρνησή του από
την δέσμευσή της σε
κρίσιμα ζητήματα
εξωτερικής πολιτικής που
αφορούν την Κίνα, το
Ιράν, την Βόρεια Κορέα
και την Βενεζουέλα.
Οι λανθασμένες
μονομερείς αποφάσεις του
Trump στην Συρία έχουν
επίσης βοηθήσει τον
Πούτιν: Η Μόσχα
επωφελείται από τις
εντάσεις εντός του ΝΑΤΟ
που προκάλεσε η τουρκική
επίθεση εναντίον των
Κούρδων. Οι Κούρδοι, από
την πλευρά τους,
στρέφονται προς τον Σύρο
αυταρχικό Μπασάρ
αλ-Άσαντ και τον Πούτιν
στην απελπισμένη
αναζήτηση ενός νέου
προστάτη. Γενικότερα, η
υποχώρηση των ΗΠΑ στην
Συρία ενίσχυσε τους
άλλους εχθρούς των ΗΠΑ -τον
Assad, την Χεζμπολάχ, το
Ιράν και το Ισλαμικό
Κράτος (ή ISIS)- και
αποθάρρυνε τους
εγγύτερους συμμάχους των
Ηνωμένων Πολιτειών στην
περιοχή. Η Ουάσινγκτον
φαίνεται τώρα
αναξιόπιστη σε μια εποχή
που η Μόσχα τοποθετεί
τον εαυτό της ως
εναλλακτικό μεσίτη
ισχύος στην περιοχή -όχι
μόνο στους Κούρδους αλλά
στους Σαουδάραβες, τους
Τούρκους και τους
Ισραηλινούς.
Μια τυποποιημένη
διαδικασία για την
διαμόρφωση και την
εκτέλεση της εξωτερικής
πολιτικής των ΗΠΑ θα
είχε προβλέψει αυτούς
τους κινδύνους και θα
εργαζόταν για να τους
εξουδετερώσει. Μια
τέτοια διαδικασία δεν
υπάρχει πλέον,
επιτρέποντας σε ένα
άτομο να αφήσει τα
προσωπικά του συμφέροντα
και τις λανθασμένες
παρορμήσεις του να
αναμορφώνουν ριζικά την
εξωτερική πολιτική των
ΗΠΑ. Στις δύο
μεγαλύτερες αρένες της
αμερικανο-ρωσικής
σύγκρουσης την τελευταία
δεκαετία -την Ουκρανία
και την Συρία- ο Τραμπ
μόλις παρέδωσε στον
Πούτιν και στους
συμμάχους του μεγάλες
νίκες, χωρίς μάχη και
χωρίς να λάβει τίποτα ως
αντάλλαγμα.
Ο MICHAEL McFAUL είναι
διευθυντής του
Ινστιτούτου Διεθνών
Σπουδών Freeman Spogli
στο Πανεπιστήμιο
Στάνφορντ και συγγραφέας
του βιβλίου με τίτλο
From Cold War to Hot
Peace: An American
Ambassador in Putin’s
Russia [1]. Από το 2012
έως το 2014, υπηρέτησε
ως πρέσβυς των ΗΠΑ στην
Ρωσία.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).