| Ειδήσεις - Αναλύσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | Fundamentalist | Marx - Soros |

 

 
 

Το καθαρτήριο της Αμερικής στη Μέση Ανατολή

 

Τρίτη, 00:01 - 29/10/2019

 

   Share

 

Περίληψη: 

 

Η έντονη εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν επώδυνη και άσχημη για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την περιοχή. Αλλά είναι ο διάβολος που γνωρίζουμε, και έτσι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν εξοικειωθεί με το κόστος που συνδέεται με αυτό. Η απόσυρση, όμως, είναι ο διάβολος που δεν γνωρίζουμε…

 

 

-----------------

 

Όταν ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, μιλά για τη Μέση Ανατολή, συνήθως συνδυάζει φιλοπόλεμες απειλές εναντίον του Ιράν και του Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) με υπερβολικές υποσχέσεις υποστήριξης των περιφερειακών εταίρων των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως το Ισραήλ και η Σαουδική Αραβία. Αλλά η σκληρή ρητορική είναι παραπλανητική: Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκεφτεί κάποιος ότι ο Trump θέλει πραγματικά οι Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν περισσότερο στην περιοχή.

 

 

Φεύγοντας με τζετ: Ένα F-18 στο δρόμο του προς τον Περσικό Κόλπο, τον Μάρτιο του 2017. John Gambrell / ASSOCIATED PRESS
 

---------------------------------------------------------------------

 

Απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν [1], αλλά δεν έδειξε καμία προθυμία για μια σύγκρουση με την Ισλαμική Δημοκρατία. Συνέχισε την υποστήριξη του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στον πόλεμο υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, αλλά αντιστάθηκε στις εκκλήσεις για βαθύτερη στρατιωτική εμπλοκή εκεί. Παρά την υπόσχεσή του για μια «συμφωνία του αιώνα», η πρόταση των ΗΠΑ για την αραβο-ισραηλινή ειρήνη παραμένει στο ράφι. Η υποστήριξή του για ένα «Αραβικό ΝΑΤΟ», μια συμμαχία ασφάλειας μεταξύ της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και των έξι κρατών του Κόλπου, έχει εμποδιστεί από τις βαθύτερες αντιξοότητες μεταξύ των χωρών του Κόλπου. Η ταλαντευόμενη προσέγγισή του στην Συρία έχει προκαλέσει σύγχυση σχετικά με την αποστολή των Αμερικανών στρατιωτών εκεί. Το Υπουργείο Άμυνας έχει αποκλιμακώσει τις στρατιωτικές ικανότητες των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή για να ανακατευθύνει πόρους στις αυξανόμενες απειλές που θέτει η Κίνα και η Ρωσία, αφήνοντας τους εταίρους στην περιοχή να αναρωτιούνται για την δέσμευση της Ουάσινγκτον σχετικά με την ασφάλειά τους. Παρ’ όλη την επιθετική ρητορική, οι πολιτικές του Trump για τη Μέση Ανατολή έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά επιφυλακτικές.

 

Από αυτή την άποψη, ο Trump είναι εντυπωσιακά όπως ο προκάτοχός του. Ο Τραμπ μπορεί να μιλά για τη Μέση Ανατολή διαφορετικά από ό, τι έκανε ο Ομπάμα. Όμως, αμφότεροι φαίνεται να συμμερίζονται την άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες παραείναι εμπλεκόμενες στην περιοχή και πρέπει να διαθέσουν λιγότερους πόρους και λιγότερο χρόνο σε αυτήν. Και υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι ο επόμενος πρόεδρος θα συμφωνήσει. Η μειωμένη όρεξη για εμπλοκή των ΗΠΑ στην περιοχή δεν αντικατοπτρίζει μια ιδεολογική προτίμηση ή ιδιαιτερότητα αυτών των δύο προέδρων, αλλά μια βαθύτερη αλλαγή τόσο στην περιφερειακή δυναμική όσο και στα ευρύτερα συμφέροντα των ΗΠΑ. Παρόλο που η Μέση Ανατολή εξακολουθεί να έχει σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει πολύ μικρότερο αντίκτυπο από ό, τι παλαιότερα.

 

Ωστόσο, η στρατηγική των ΗΠΑ προς τη Μέση Ανατολή δεν έχει προλάβει ακόμη αυτές τις αλλαγές. Συνεπώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται μέσα σε ένα είδος καθαρτήριου της Ανατολής -αρκετά περισπασμένες από περιφερειακές κρίσεις για να στραφούν σε άλλες παγκόσμιες προτεραιότητες, αλλά και μην έχοντας επενδύσει αρκετά για να μετακινήσουν την περιοχή προς μια καλύτερη κατεύθυνση. Αυτή η προσέγγιση του να παίρνεις το χειρότερο από δύο ενδεχόμενα φέρνει βαρύ κόστος. Σπέρνει αβεβαιότητα μεταξύ των εταίρων της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή, γεγονός που τους ενθαρρύνει να ενεργούν με επικίνδυνους και επιθετικούς τρόπους. (Ας δούμε την αναίσχυντη δολοφονία του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi από την Σαουδική Αραβία ή την αιματηρή εκστρατεία της στην Υεμένη [3]). Βαθαίνει την απογοήτευση του αμερικανικού κοινού από την ατελείωτη αναταραχή της περιοχής, καθώς και για τις προσπάθειες των ΗΠΑ να την αντιμετωπίσουν. Εκτρέπει πόρους που διαφορετικά θα μπορούσαν να αφιερωθούν στην αντιμετώπιση μιας αναδυόμενης Κίνας και μιας ρεβανσιστικής Ρωσίας. Και όλο αυτό το διάστημα, παραμένοντας ασαφείς για τα όρια των δεσμεύσεών τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινδυνεύουν να συμπαρασυρθούν σε μια ακόμα σύγκρουση στη Μέση Ανατολή.

 

Το να πει κανείς ότι η Μέση Ανατολή έχει λιγότερη σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν σημαίνει ότι η μειωμένη εμπλοκή των ΗΠΑ θα είναι απαραίτητα κάτι καλό για την περιοχή. Η Μέση Ανατολή βρίσκεται στη μέση της μεγαλύτερης αναστάτωσής της μέσα σε μισό αιώνα, παράγοντας μια ολομέτωπη μάχη ισχύος μεταξύ των μεγάλων παικτών της. Οι κυβερνήσεις της περιοχής, ανήσυχες για το τι σημαίνει η αυξανόμενη αδιαφορία της Ουάσινγκτον για τη Μέση Ανατολή σε σχέση με την σταθερότητά τους, εργάζονται σκληρά για να τραβήξουν τον ηγεμόνα πάλι μέσα. Είναι όμως καιρός η Ουάσιγκτον να θέσει τέρμα σε ευσεβείς πόθους σχετικά με την ικανότητά της να καθορίζει την τάξη με τους δικούς της όρους ή να μετατρέπει ιδιοτελείς και κοντόφθαλμους περιφερειακούς εταίρους σε αξιόπιστους συμμάχους -τουλάχιστον χωρίς να υφίσταται τεράστιο κόστος και μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις. Αυτό σημαίνει να γίνουν κάποιες δύσκολες επιλογές για να δημιουργηθεί μια στρατηγική που θα προστατεύει τα σημαντικότερα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, χωρίς να στείλει τις Ηνωμένες Πολιτείες πάλι μέσα στο καθαρτήριο.

 

ΜΙΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΧΗ

 

Ως απάντηση στον πόλεμο στο Ιράκ, οι Ηνωμένες Πολιτείες επεδίωξαν να μειώσουν τον ρόλο τους στη Μέση Ανατολή. Τρεις παράγοντες έχουν κάνει αυτή την πορεία πιο δελεαστική και πιο πιθανή. Πρώτον, οι διακρατικές συγκρούσεις που απειλούσαν άμεσα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στο παρελθόν έχουν σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από υπο-κρατικές απειλές ασφαλείας. Δεύτερον, άλλες αναδυόμενες περιφέρειες, ιδίως η Ασία, έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία στην παγκόσμια στρατηγική των ΗΠΑ. Και τρίτον, η διαφοροποίηση των παγκόσμιων αγορών ενέργειας έχει αποδυναμώσει το πετρέλαιο ως έναν οδηγό της πολιτικής των ΗΠΑ.

 

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι παραδοσιακές -βασιζόμενες στα κράτη- απειλές ώθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Ο ρόλος αυτός δεν συνεπαγόταν μόνο την σταθερή παροχή ενέργειας στις Δυτικές αγορές, αλλά και την πρόληψη της εξάπλωσης της κομμουνιστικής επιρροής και την συγκράτηση της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, προκειμένου να συμβάλουν στην σταθεροποίηση των φιλικών κρατών. Αυτές οι προσπάθειες ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχείς. Αρχίζοντας την δεκαετία του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες ώθησαν την Αίγυπτο έξω από το φιλοσοβιετικό στρατόπεδο, επέβλεψαν την πρώτη αραβοϊσραηλινή ειρηνευτική συνθήκη, και εδραίωσαν την ηγεμονία τους στην περιοχή. Παρά τις προκλήσεις από το Ιράν μετά την επανάσταση του 1979 και από το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν καθ’ όλη την δεκαετία του '90, η κυριαρχία των ΗΠΑ δεν αμφισβητήθηκε ποτέ στα σοβαρά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες περιόρισαν την αραβοϊσραηλινή διένεξη, αντιστάθμισαν την προσπάθεια του Σαντάμ να κερδίσει έδαφος δια της βίας κατά την διάρκεια του πολέμου του Κόλπου 1990-91, και έχτισαν μια φαινομενικά μόνιμη στρατιωτική παρουσία στον Κόλπο που αποθάρρυνε το Ιράν και κατασίγαζε διαμάχες μεταξύ των αραβικών κρατών του Κόλπου. Χάρη σε όλες αυτές τις προσπάθειες, οι πιθανότητες εσκεμμένου διακρατικού πολέμου στη Μέση Ανατολή είναι ίσως χαμηλότερες τώρα από όσο σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή τα τελευταία 50 χρόνια.

 

Αλλά σήμερα, η κύρια απειλή στη Μέση Ανατολή δεν είναι μια σύγκρουση κράτους προς κράτος, αλλά η αυξανόμενη υπο-κρατική βία που διασχίζει τα σύνορα -μια πρόκληση που είναι πιο δύσκολο να επιλυθεί από το εξωτερικό. Η τρομοκρατία και ο εμφύλιος πόλεμος που μαστίζουν τη Μέση Ανατολή εξαπλώθηκαν εύκολα σε ένα περιβάλλον κρατικής αδυναμίας που επέτρεπε κάτι τέτοιο. Το περιβάλλον αυτό προωθήθηκε από την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ και στην συνέχεια, γενικότερα, από την δυσλειτουργική διακυβέρνηση που οδήγησε στις αραβικές εξεγέρσεις του 2010-12 και τις επακόλουθες κατασταλτικές αντιδράσεις. Τα πιο άγρια καυτά σημεία της περιοχής είναι εκείνα όπου οι δικτάτορες αντιμετώπισαν τις απαιτήσεις των πολιτών τους δια της βίας και τους οδήγησαν να πάρουν τα όπλα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να αλλάξουν θεμελιωδώς αυτό το περιβάλλον που επιτρέπει την τρομοκρατία και το χάος χωρίς να επενδύσουν στην οικοδόμηση κράτους σε ένα επίπεδο πολύ πιο πέρα από αυτό που θα επέτρεπε είτε η αμερικανική κοινή γνώμη είτε οι ευρύτερες θεωρήσεις της εξωτερικής πολιτικής. Και έτσι απλά δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα κάνουν πολλά για να αντιμετωπίσουν την βία ή την αστάθεια στη Μέση Ανατολή.

 

 

Μαχητές υπέρ του Ισλαμικού Κράτους κατά την διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στην επαρχία Raqqa, στην Συρία, στις 30 Ιουνίου 2014. Stringer / REUTERS
 

---------------------------------------------------------------------

 

Κάποιο από το χάος απειλεί απευθείας εταίρους των ΗΠΑ. Η ευαλωτότητα της Ιορδανίας εκτοξεύθηκε το 2014, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι πρόσφυγες έφυγαν για εκεί (γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες αύξησαν την βοήθειά τους στην χώρα). Η κρίσιμη υποδομή της Σαουδικής Αραβίας έχει αποδειχθεί επικίνδυνα εκτεθειμένη (γι’ αυτό και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εμβαθύνει την υποστήριξή τους και εκεί, επίσης). Αλλά σήμερα, οι κύριες απειλές για τους εταίρους είναι εσωτερικές. Στην Ιορδανία, την Σαουδική Αραβία και αλλού, τα δυσλειτουργικά κρατικά οικονομικά συστήματα και οι ανεξέλεγκτες κυβερνήσεις δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες ή τις προσδοκίες μιας μεγάλης, νεαρής, εύλογα υγιούς και παγκόσμια διασυνδεδεμένης γενιάς. Η αλλαγή θα πρέπει να προέλθει από τα ίδια τα αραβικά κράτη και παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να υποστηρίξουν τους μεταρρυθμιστές στις αραβικές κοινωνίες, δεν μπορούν να καθοδηγήσουν αυτό το είδος του μετασχηματισμού από τα έξω.

 

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα προβλήματα αυτά εξακολουθούν να έχουν μεγάλη σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι μπορούν ακόμη να κάνουν πολλά για να τα λύσουν εάν ήταν πρόθυμες να αφοσιωθούν πλήρως. Οι υποστηρικτές αυτής της μαξιμαλιστικής προσέγγισης πιστεύουν ότι με επαρκείς πόρους οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να νικήσουν αποφασιστικά το ISIS και άλλους εξτρεμιστές, να σταθεροποιήσουν και να ανασυγκροτήσουν απελευθερωμένες κοινότητες, και να βάλουν τα θεμέλια μιας διαρκούς ειρήνης, πιέζοντας τα κράτη να αναθεωρήσουν το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ ηγετών και κυβερνώντων. Αυτό το αποτέλεσμα δεν είναι αδύνατο να το φανταστεί κανείς. Αλλά η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, την Λιβύη και την Συρία δείχνει ότι αυτή η πορεία θα είναι πιο δύσκολη από ό, τι φαίνεται αρχικά και ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθεί η εσωτερική πολιτική υποστήριξη για μεγάλες, μακροπρόθεσμες επενδύσεις που θα προϋπέθεταν οι στόχοι αυτοί.

 

Ακόμη και καθώς τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής έχουν γίνει λιγότερο επιδεκτικά σε εποικοδομητική εξωτερική επιρροή, τα παγκόσμια συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν επίσης αλλάξει -ιδίως όταν πρόκειται για την Ασία. Για δεκαετίες, οι Αμερικανοί πολιτικοί συζητούσαν εάν η Κίνα θα μπορούσε να αναπτυχθεί ειρηνικά [4], αλλά η αποσταθεροποιητική συμπεριφορά της χώρας, και ιδιαίτερα η επιμονή της ότι οι γείτονές της αποδέχονται τις εδαφικές της διεκδικήσεις στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας και την Ταϊβάν, οδήγησαν πολλούς να ανησυχούν ότι δεν θα το κάνει. Τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Trump αναγνώρισαν ότι η Ασία έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία για την υψηλή στρατηγική των ΗΠΑ. Όπως το έθεσε ο πρώτος όταν ανακοίνωσε αυτό που έγινε γνωστό ως «στροφή» στην Ασία, «Μετά από μια δεκαετία κατά την οποία πολεμήσαμε δύο πολέμους που μας κόστισαν ακριβά, σε αίμα και πλούτο, οι Ηνωμένες Πολιτείες στρέφουν την προσοχή μας στις τεράστιες δυνατότητες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού». Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, έχει προκαλέσει αυξανόμενη ανησυχία μετά την εισβολή της στην Κριμαία το 2014 και οι φόβοι για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και σταθερότητα έχουν ωθήσει τη Μέση Ανατολή ακόμα πιο κάτω στον κατάλογο των προτεραιοτήτων των ΗΠΑ.

 

Στην συνέχεια, υπάρχει το πετρέλαιο -το καύσιμο που πρωτοτράβηξε τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Μέση Ανατολή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής παραμένει ένα σημαντικό εμπόρευμα για την παγκόσμια οικονομία, αλλά αποδυναμώνεται [4] ως οδηγός της πολιτικής των ΗΠΑ. Ένας λόγος είναι η πιο άφθονη παγκόσμια προσφορά, συμπεριλαμβανομένων νέων εγχώριων πηγών που υποστηρίζονται από τεχνολογίες όπως το fracking. Ένας άλλος, είναι μια ευρέως αναμενόμενη στασιμότητα στην παγκόσμια ζήτηση, καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι ανησυχίες για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου προκαλούν την αποστασιοποίηση των χωρών από τα ορυκτά καύσιμα. Το αποτέλεσμα είναι μια Μέση Ανατολή που είναι λιγότερο κεντρική στις παγκόσμιες ενεργειακές αγορές και λιγότερο σε θέση να ελέγχει την τιμολόγηση -και τις Ηνωμένες Πολιτείες που μπορούν να ανησυχούν λιγότερο για την προστασία της ροής του πετρελαίου από την περιοχή.

 

Πολλά από τα πράγματα που είχαν σημασία για τις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ενεπλάκησαν για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή εξακολουθούν να έχουν σημασία σήμερα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για την προστασία της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας στους μεγάλους θαλάσσιους διαύλους της περιοχής, εμποδίζοντας τους παραγωγούς πετρελαίου ή τους ταραχοποιούς από το να διακόψουν ξαφνικά την ροή, και να περιορίσουν επίδοξους περιφερειακούς ηγεμόνες και άλλους δρώντες εχθρικούς έναντι της Ουάσινγκτον. Το ερώτημα είναι πόσο σημαντικές είναι αυτές οι προτεραιότητες σε σχέση με άλλες, και πόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επενδύσουν σε αυτές. Η απάντηση είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει πιθανώς να εμπλέκονται λιγότερο στην διαμόρφωση της τροχιάς της περιοχής από όσο κάνουν σήμερα.

 

ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

 

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής είχαν δελεαστεί από την ιδέα ότι υπάρχει κάποιο είδος χρυσής τομής για την εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, έλεγε το επιχείρημα, μπορούν κάπως να αναπτύξουν μια στρατηγική που να τις εντάσσει στα πιο κρίσιμα ζητήματα, αλλά να να τους επιτρέψει να αποφεύγουν να ρουφηχτούν στις πιο εσωτερικές μάχες της περιοχής. Σε αυτό το σενάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να μειώσουν την στρατιωτική τους παρουσία, διατηρώντας παράλληλα μια ικανότητα «ορμής», στηριζόμενες περισσότερο στους τοπικούς εταίρους προκειμένου να αποτρέψουν τις απειλές και χρησιμοποιώντας την βοήθεια και τα εμπορικά κίνητρα για την οικοδόμηση συνασπισμών μεταξύ των τοπικών δρώντων για την προώθηση σταθεροποιητικών πολιτικών, όπως η επίλυση συγκρούσεων.

 

 

Ένας μαχητής των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) στην Raqqa, στην Συρία, τον Ιούνιο του 2017. Rodi Said / REUTERS
 

---------------------------------------------------------------------

 

Αλλά αυτή η παραμυθένια προσέγγιση της Ξανθομαλλούσας (Goldilocks) στηρίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι υπάρχει μια τέτοια καθαρά επιχειρησιακή στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Στην πραγματικότητα, οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις [5] στις χώρες του Κόλπου έχουν στρατηγικές επιπτώσεις επειδή δημιουργούν έναν ηθικό κίνδυνο: Ενθαρρύνουν τους ηγέτες της περιοχής να ενεργούν με τρόπους που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν, ασφαλείς έχοντας επίγνωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επενδύσει στην σταθερότητα των καθεστώτων τους. Το 2011, για παράδειγμα, οι Μπαχρεϊνοί και οι Σαουδάραβες κατανόησαν σαφώς το μήνυμα υποστήριξης που έστειλε η ναυτική βάση των ΗΠΑ στο Μπαχρέιν όταν αγνόησαν την αποδοκιμασία του Ομπάμα και συνέτριψαν τις διαδηλώσεις των Σιιτών εκεί. Στην Υεμένη, η υποστήριξη των ΗΠΑ στην στρατιωτική εκστρατεία των Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας δείχνει το πώς η προσφορά βοήθειας μπορεί να θέσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε βαθιά διλήμματα: Οι Ηνωμένες Πολιτείες εμπλέκονται σε αεροπορικές επιθέσεις που σκοτώνουν πολίτες, αλλά οποιαδήποτε πρόταση για να σταματήσουν οι προμήθειες των κατευθυνόμενων βλημάτων ακριβείας αντιμετωπίζεται με την κατηγορία ότι η άρνηση [παροχής] πιο έξυπνων πυρομαχικών στην Σαουδική Αραβία θα μπορούσε μόνο να αυξήσει τις παράπλευρες απώλειες αμάχων. Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να εκπαιδεύσουν, να εξοπλίσουν και να συμβουλεύσουν τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) [6] στον αγώνα κατά του ISIS, αποτελούν ακόμα μια υπενθύμιση ότι καμία από τις εταιρικές σχέσεις της Ουάσινγκτον δεν έχει καθαρά επιχειρησιακές συνέπειες: Η στήριξη των ΗΠΑ προς τις SDF που θεωρούνται από την Άγκυρα ως θυγατρική του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ), έχει κάνει τις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Τουρκία πιο μπερδεμένες από ποτέ.

 

Οι υποστηρικτές της παραμυθένιας προσέγγισης προτείνουν επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να υποκαταστήσουν την στρατιωτική δέσμευση με την σθεναρή διπλωματία. Ωστόσο, η εμπειρία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, John Kerry, στις διαπραγματεύσεις για τον εμφύλιο πόλεμο στην Συρία, όπου οι προσπάθειές του υπονομεύθηκαν από την απροθυμία του Ομπάμα να εμπλέξει τις Ηνωμένες Πολιτείες, απέδειξαν ότι μια διπλωματία χωρίς δόντια δεν σε φτάνει πολύ μακριά. Οι υποστηρικτές της Ξανθομαλλούσας φαντάζονται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να ξεφύγουν με κάποιο τρόπο από την δυναμική διελκυστίνδα της εμπλοκής στη Μέση Ανατολή, αλλά όλη αυτή η προσέγγιση καταλήγει στο να παρατείνει τον χρόνο μέσα στο καθαρτήριο. Ωστόσο, δεν αρκεί να προτείνουμε απλώς οι Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν λιγότερα στην περιοχή χωρίς να εξηγηθεί το πώς θα μοιάζει αυτό στην πράξη. Είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να μειώσει τον ρόλο της στη Μέση Ανατολή˙ το πώς θα αποκλιμακώσει και με ποια κατάληξη είναι τα κρίσιμα ερωτήματα.

Μια νέα προσέγγιση στην περιοχή θα πρέπει να αρχίσει με την αποδοχή ενός οδυνηρού συμβιβασμού: Ότι αυτό που είναι καλό για τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να μην είναι καλό για τη Μέση Ανατολή. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ και το κοινό φαίνονται ήδη εκπληκτικά άνετοι βλέποντας καταπιεστές Άραβες ηγέτες να εδραιώνουν την εξουσία τους σε ορισμένες χώρες, ενώ σε άλλες βίαιοι εξεγερμένοι εκτοπίζουν πολίτες και καταστρέφουν πόλεις. Αλλά μια υπερδύναμη πρέπει να κάνει δύσκολες επιλογές, δίνοντας προτεραιότητα στις συγκρούσεις και τα ζητήματα που έχουν μεγαλύτερη σημασία για την παγκόσμια στρατηγική της. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια προσέγγιση περίπου «μη εγγίζετε» για το μεγαλύτερο μέρος της Αφρικής, υποστηρίζοντας αντικομμουνιστές αυταρχικούς και πληρεξούσιους σε λίγα μέρη, ακόμη και με κόστος την μακροπρόθεσμη σταθερότητα. Αυτό είχε τρομερές συνέπειες για τον λαό, λόγου χάρη, της Αγκόλα ή του τότε Ζαΐρ (τώρα Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό), αλλά ήταν μια ανεκτή απόφαση για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Το ίδιο ισχύει και για τη Μέση Ανατολή σήμερα.

 

Δεν αρκεί απλώς να τεθούν όρια στις δεσμεύσεις τους˙ οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να κοινοποιήσουν με σαφήνεια τα όρια αυτά σε άλλες χώρες. Σε μια σύνοδο κορυφής στο Camp David το 2015, ο Obama ανησύχησε τους εταίρους του Κόλπου όταν τους είπε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τους προστατεύσουν από τις εξωτερικές απειλές, αλλά δηκτικά αρνήθηκε να αναφερθεί στις αλληλοεξοντωτικές [απειλές]. Ο Ομπάμα είχε δίκιο να θέσει το βάρος στα κράτη του Κόλπου για να αντιμετωπίσουν τις δικές τους εσωτερικές προκλήσεις και να καταστήσει σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν θέση στις περισσότερες περιφερειακές διαμάχες τους. Σήμερα, ομοίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επισημάνουν στους περιφερειακούς εταίρους τους ότι δεν θα υποστηρίξουν μερικά από τα αγαπημένα πολιτικά σχέδιά τους, όπως η προσπάθεια των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων να επαναφέρουν τον Παλαιστίνιο πολιτικό Mohammad Dahlan στην Λωρίδα της Γάζας ή την προσπάθειά τους, μαζί με την Αίγυπτο, να στηρίξουν τον στρατιωτικό διοικητή Χαλίφα Χαφτάρ στην Λιβύη. Η Ουάσιγκτον πρέπει επίσης να θέσει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για το πότε θα ή δεν θα χρησιμοποιεί βία. Πρέπει να διευκρινίσει, για παράδειγμα, ότι θα στοχεύει τρομοκράτες που απειλούν τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τους εταίρους τους, αλλά δεν θα επεμβαίνει στρατιωτικά σε εμφύλιους πολέμους παρά μόνο για να τους περιορίζει (σε αντίθεση με την επίλυσή τους δια της βίας).

 

Δεδομένου ότι οι λιγότερο εμπλεκόμενες Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αφήσουν περισσότερη δουλειά για την ασφάλεια της Μέσης Ανατολής σε εταίρους τους στην περιοχή, πρέπει να ξανασκεφτούν τον τρόπο με τον οποίο θα συνεργάζονται μαζί τους. Για παράδειγμα, ο αμερικανικός στρατός αρέσκεται να μιλά για μια προσέγγιση «με, μαζί και μέσω» (“by, with, and through”) στην συνεργασία με τοπικούς εταίρους -δηλαδή στρατιωτικές «επιχειρήσεις που καθοδηγούνται από τους εταίρους μας, κρατικούς ή μη κρατικούς, με ενεργοποιητική υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες ή συμμαχιών υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και μέσω συμφωνιών μεταξύ των Αρχών των ΗΠΑ και συνεργατών», όπως εξήγησε ο στρατηγός Joseph Votel, διοικητής της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ, σε ένα άρθρο του στο Joint Force Quarterly [7] το 2018. Αλλά αυτό το μοντέλο λειτουργεί μόνο αν οι εταίροι επί του πεδίου μοιράζονται τις προτεραιότητες της Ουάσινγκτον. Δείτε το καταδικασμένο πρόγραμμα του Υπουργείου Άμυνας για να εκπαιδεύσει και να εξοπλίσει τους επαναστάτες στην Συρία. Δικαιολογημένα δύσπιστη ως προς τους εταίρους αυτούς, φοβούμενη ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πόλεμο με τον Μπασάρ αλ-Άσαντ, η Ουάσιγκτον δεν ήταν πρόθυμη να παράσχει εξελιγμένη υποστήριξη. Και παρόλο που οι μαχητές είχαν την εντολή να δώσουν προτεραιότητα στην επίθεση κατά του ISIS έναντι των δυνάμεων του καθεστώτος που βομβάρδιζαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, άλλαξαν πορεία όταν η Τουρκία εισέβαλε στην Αφρίν και άρχισαν να μάχονται τους Τούρκους, σταματώντας την εκστρατεία εναντίον του ISIS αλλού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δούλεψαν καλά με τις κουρδικές πολιτοφυλακές για την καταπολέμηση του ISIS στην βορειοανατολική Συρία -αλλά μόλις ο Τραμπ εξέφρασε την επιθυμία του να αποσύρει τις δυνάμεις των ΗΠΑ, οι αντάρτες άρχισαν να διερευνούν την σύναψη μιας συμφωνίας με την Δαμασκό.

 

Είναι επίσης ζωτικής σημασίας οι Ηνωμένες Πολιτείες να αποδεχθούν τα όρια των εταίρων τους και να τους δουν έτσι όπως πραγματικά είναι, με τα ελαττώματά τους και με όλα τους. Μερικές φορές, αυτοί οι εταίροι δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις ασφάλειας χωρίς άμεση βοήθεια από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να αποδεχτούν ότι εάν η προσπάθεια είναι επιτακτική για τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να κάνει την δουλειά η ίδια. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν περάσει δεκαετίες προσπαθώντας να οικοδομήσουν μια συμμαχία ασφάλειας μεταξύ των κρατών του Κόλπου. Ακόμα και πριν ξεκινήσει η τρέχουσα ρήξη του Κόλπου [5], αυτή η προσπάθεια είχε αρχίσει να εκτροχιάζεται, με πολλές χώρες να επιτρέπουν το αμοιβαίο μίσος να παρεμποδίζει μια προσπάθεια συνεργασίας έναντι του Ιράν. Τώρα που το Μπαχρέιν, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν αποκλείσει το Κατάρ, η συμμαχία αυτή μοιάζει ακόμα περισσότερο σαν ένα απίθανο όνειρο.

 

Μια ξεκάθαρης ματιάς προσέγγιση προϋποθέτει επίσης την αποδοχή ότι η Κίνα ή η Ρωσία (ή και οι δύο) πιθανότατα θα κερδίσουν περισσότερο έδαφος στη Μέση Ανατολή καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποσύρονται. Τα καλά νέα είναι ότι καμιά από αυτές τις δυνάμεις δεν είναι πιθανό να κάνει μια πραγματική προσπάθεια για περιφερειακή ηγεμονία. Μέχρι στιγμής, η Κίνα [8] εδραιώθηκε στην περιοχή, παρακάμπτοντας με προσοχή πολλαπλές συγκρούσεις, επιδιώκοντας φιλίες και εμπορικές σχέσεις, ενώ απέφευγε προσεκτικά να πάρει το μέρος [κάποιας πλευράς] σε οποιαδήποτε αντιπαλότητα. Οι χονδροειδείς απόψεις περί ισχύος και χρήματος που είναι εμφανείς στην εμπλοκή της Ρωσίας στην Συρία, όπου μισθοφόροι που συνδέονται με το Κρεμλίνο έχουν αγωνιστεί υπέρ του Assad και έχουν αποκομίσει πλούσια πετρελαϊκά κέρδη, υποδηλώνουν ότι οι περιφερειακές κυβερνήσεις θα αντιμετωπίσουν ένα αυστηρό quid pro quo (αντάλλαγμα) από τη Μόσχα, όχι το είδος της αξιόπιστης συνεργασίας που έχουν παράσχει παραδοσιακά οι Ηνωμένες Πολιτείες. Βάζοντας την Συρία στην άκρη, ο ρόλος της Ρωσίας [9] στην περιοχή ήταν παρόμοιος με αυτόν της Κίνας: Εκμεταλλευόμενες δωρεάν τις εγγυήσεις ασφάλειας των ΗΠΑ, ενώ χρησιμοποιούν την διπλωματία και τους εμπορικούς δεσμούς για να κάνουν φίλους όσο το δυνατόν ευρύτερα χωρίς να προσφέρουν μοναδικές εγγυήσεις σε κανένα [εμπλεκόμενο] μέρος. Δεδομένων των σχετικά περιορισμένων φιλοδοξιών της Κίνας και της Ρωσίας και του πόσο καλά οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέδειξαν το τεράστιο κόστος του να είναι ο περιφερειακός διαχειριστής ασφάλειας, η Ουάσινγκτον πρέπει να είναι σε θέση να διατηρήσει την υπεροχή της ισχύος στη Μέση Ανατολή, ακόμη και μετά την απόσυρση. Ωστόσο, αν ένας από τους βασικούς εταίρους ή [ένα από τα βασικά[ συμφέροντά της απειληθούν, θα πρέπει να είναι έτοιμη να αλλάξει πορεία.

 

ΤΙ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

 

Αυτές οι συστάσεις συνεπάγονται όλες την αποδοχή του τι δεν έχει σημασία για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Υπάρχουν όμως προβλήματα στη Μέση Ανατολή που εξακολουθούν να αφορούν σημαντικά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκείνοι που προτιμούν η Ουάσινγκτον να αποχωρήσει από την περιοχή υποτιμούν εντελώς το πόσο επικίνδυνο θα μπορούσε να είναι το κενό ισχύος που θα προκύψει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σημαντικά συμφέροντα στην περιοχή για να προστατεύσουν.

 

Ένα από αυτά είναι να διατηρηθεί η ελευθερία ναυσιπλοΐας για το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ και για την παγκόσμια εμπορική κίνηση μέσω των μεγάλων θαλάσσιων περασμάτων της Μέσης Ανατολής -των στενών του Hormuz, των στενών του Bab el Mandeb και του καναλιού του Suez. Ευτυχώς, αυτή είναι μια παγκόσμια προτεραιότητα. Εκτός του ίδιου του Περσικού Κόλπου, τα παράκτια κράτη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη σε ολόκληρη την Ασία και την Ευρώπη συμμερίζονται τον στόχο της Ουάσινγκτον. Οι κινεζικές ναυτικές δυνάμεις συμμετείχαν στις προσπάθειες κατά της πειρατείας στο Κέρας της Αφρικής και το κινεζικό ναυτικό έχτισε πρόσφατα την πρώτη του υπερπόντια βάση [10] για να υποστηρίξει αυτήν την αποστολή στο Τζιμπουτί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την Κίνα να συμμετάσχει στην 33μελή Ομάδα Εργασίας Συνδυασμένων Θαλάσσιων Δυνάμεων 151 (Combined Maritime Forces and Combined Task Force 151) που καταπολεμά την πειρατεία στον κόλπο του Άντεν και στα ανοικτά των ανατολικών ακτών της Σομαλίας, για να διασφαλίσει ότι οι δραστηριότητες της Κίνας επικεντρώνονται στην κοινή θαλάσσια ασφάλεια. Αυτό θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να στηριχθούν περισσότερο σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της πειρατείας. Παρ’ όλα αυτά, το να πράξει έτσι θα έφερνε το δικό του κόστος -ιδιαίτερα καθώς η Κίνα προσπάθησε να ξαναγράψει τους κανόνες για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στην περιοχή της.

 

 

Ομάδα έρευνας και κατάληψης από το αντιτορπιλικό καθοδηγούμενων πυραύλων USS Jason Dunham επιθεωρεί μια παραδοσιακή βάρκα (dhow) που μεταφέρει φορτίο με πάνω από 1.000 παράνομα όπλα στον Κόλπο του Άντεν, τον Αύγουστο του 2018. U.S. Navy / REUTERS


---------------------------------------------------------------------

 

Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας εξακολουθεί να αποτελεί μια προτεραιότητα. Για να ασφαλίσουν τον αμερικανικό λαό, συμπεριλαμβανομένων των δυνάμεων των ΗΠΑ που σταθμεύουν στο εξωτερικό, και τους σημαντικότερους εταίρους των ΗΠΑ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αποτρέψουν νέες απειλές από το να αναδυθούν στη Μέση Ανατολή. Όπως και η διοίκηση Ομπάμα, η διοίκηση Trump έδωσε έμφαση στην ανάγκη να μειωθεί το επίπεδο συμμετοχής των ΗΠΑ στις προσπάθειες για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αλλά αυτή η προσέγγιση έχει τα όριά της. Η Ουάσινγκτον πρέπει να αναγνωρίσει ότι οι εταίροι της αναπόφευκτα θα επιτρέψουν ή ακόμη και θα ενθαρρύνουν τις δραστηριότητες τρομοκρατικών ομάδων, εάν αυτός ο τρόπος ευθυγραμμίζεται με τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά τους. Το Κατάρ, για παράδειγμα, αποδείχθηκε πρόθυμο να συνεργαστεί με εξτρεμιστικές ομάδες που, το λιγότερο, παρέχουν βοήθεια σε τρομοκρατικές ομάδες με διεθνείς φιλοδοξίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν όλα όσα κάνουν οι συνεργάτες τους, και να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην αποθάρρυνση των σχέσεών τους με τρομοκρατικές ομάδες που θα μπορούσαν να επιδιώξουν επιχειρήσεις πέρα από την άμεση γειτονιά τους ή να αποκτήσουν δυνατότητες που να αλλάζουν το παιχνίδι.

 

Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να ενδιαφέρονται να δουν τους κύριους εταίρους τους -όσο ατελείς κι αν είναι- σταθερούς και ασφαλείς, και θα πρέπει να σταθμίσουν ανάλογα τις επενδύσεις τους στην συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας και της οικονομικής βοήθειας. Η Ουάσινγκτον πρέπει επίσης να διασφαλίσει ότι τα προβλήματα στη Μέση Ανατολή δεν θα μεταδίδονται σε γειτονικές περιοχές (ένα μάθημα από τον πόλεμο της Βοσνίας στην δεκαετία του 1990 που ξέχασαν οι πολιτικοί όταν αντιμετώπισαν τον πόλεμο στην Συρία). Η πρόληψη της εξάπλωσης των συγκρούσεων δεν σημαίνει την έναρξη πλήρους κλίμακας στρατιωτικών παρεμβάσεων. Αλλά μερικές φορές θα απαιτηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες να περιορίσουν ενεργά τις μάχες και να συμμετάσχουν σε καταναγκαστική διπλωματία σχεδιασμένη να φέρει τους εμφύλιους πολέμους ταχύτερα σε ένα τέλος.

 

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ

 

Τελικά, η διαρκής σταθερότητα και ασφάλεια για τη Μέση Ανατολή θα προέλθει μόνο εάν η σχέση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων αλλάξει. Αυτό θα απαιτήσει πιο διαφανείς, ευαίσθητες, υπεύθυνες και συμμετοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες θα δώσουν στους πολίτες έναν λόγο να πιστέψουν στο σύστημα, αντί να τους ενθαρρύνουν να το παρακάμψουν μέσω της διαφθοράς, να το αφήσουν πίσω τους μέσω της μετανάστευσης ή να προσπαθήσουν να το διαλύσουν με την βία.

 

Αλλά αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να καθοδηγηθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες χωρίς πολύ περισσότερα «καρότα και μαστίγια» από όσα η Ουάσινγκτον είναι διατεθειμένη να αναπτύξει. Αντί γι’ αυτό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να υποστηρίξουν όσους προτείνουν εποικοδομητικές λύσεις και εργάζονται για να διαμορφώσουν το περιβάλλον στο οποίο οι τοπικοί φορείς θα κάνουν τις δικές τους επιλογές για την αναδιάταξη της περιοχής. Αυτό το έργο θα μπορούσε να περιλαμβάνει και άλλους που συμμετέχουν στην σταθερότητα στη Μέση Ανατολή -για παράδειγμα την Ευρώπη. Ωστόσο, στο προσεχές μέλλον, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δεχτούν ότι η Μέση Ανατολή πιθανότατα θα παραμείνει βυθισμένη στην δυσλειτουργικότητα και ότι οι εταίροι των ΗΠΑ θα υποκύπτουν όλο και λιγότερο τις προτιμήσεις της Ουάσινγκτον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει επίσης να εγκαταλείψουν την παραμυθένια προοπτική μιας συμφωνίας από διαπραγμάτευση που θα τερματίσει την ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, και να συμβιβαστούν στο να περιορίζουν τις χειρότερες παρορμήσεις και των δύο πλευρών, καθώς θα αντιλαμβάνονται την δύστροπη εγχώρια πολιτική. Η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν δεν έθεσε τέρμα στην αποσταθεροποιητική συμπεριφορά του Ιράν ούτε περιόρισε μόνιμα τις πυρηνικές του φιλοδοξίες. Ωστόσο, προσέφερε -και προσφέρει- σημαντικούς και επαληθεύσιμους περιορισμούς στην ιρανική πυρηνική δραστηριότητα για σημαντικό χρονικό διάστημα, καλύτερα από όσο μπορεί να αναμένεται από τον κατάλογο απαιτήσεων του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike Pompeo, που υποστηρίζεται από την «μέγιστη πίεση». Οι ΗΠΑ θα πρέπει να επιστρέψουν στην συμφωνία και να συνεχίσουν τις προσπάθειες να απωθήσουν την κακή συμπεριφορά του Ιράν τόσο από μόνες τους όσο και με τους εταίρους του.

 

Η έντονη εμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν επώδυνη και άσχημη για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την περιοχή. Αλλά είναι ο διάβολος που γνωρίζουμε, και έτσι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ έχουν εξοικειωθεί με το κόστος που συνδέεται με αυτό. Η απόσυρση, όμως, είναι ο διάβολος που δεν γνωρίζουμε, και έτσι ο καθένας αντιτίθεται ενστικτωδώς σε αυτή την θέση. Αυτό, επίσης, θα είναι επώδυνο και άσχημο για τη Μέση Ανατολή, αλλά σε σύγκριση με την διατήρηση της ίδιας πορείας, θα είναι λιγότερο για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήρθε η ώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες να ξεκινήσουν το δύσκολο έργο της εξόδου τους από το καθαρτήριο.

 

Η MARA KARLIN είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Σχολής Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και ανώτερη συνεργάτις του Ιδρύματος Brookings. Υπήρξε αναπληρώτρια βοηθός υπουργός του Υπουργείου Άμυνας για την Στρατηγική και την Ανάπτυξη Δυνάμεων από το 2015 έως το 2016.

 

Η TAMARA COFMAN WITTES είναι ανώτερη συνεργάτις στο Πρόγραμμα Εξωτερικής Πολιτικής στο Ινστιτούτο Brookings. Υπήρξε αναπληρώτρια βοηθός υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις Υποθέσεις Εγγύς Ανατολής από το 2009 έως το 2012.

 

Foreign Affairs

 

http://www.foreignaffairs.gr/articles/72508/mara-karlin-kai-tamara-cofman-wittes/to-kathartirio-tis-amerikis-sti-mesi-anatoli?page=show

 

https://www.foreignaffairs.com/articles/middle-east/2018-12-11/americas-middle-east-purgatory

 

Greek Finance Forum

 

 

Σχόλια Χρηστών

 
 

 

 

 

 

 

 
 
   

   

Trading σε ελληνικές μετοχές μέσω της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης" - Demo). 

Λήψη τώρα!

 © 2016-2017 Greek Finance Forum

Αποποίηση Ευθύνης....