Η χώρα αντιμετωπίζει ήδη μια σοβαρή οικονομική
ύφεση λόγω της COVID-19, της εκτεταμένης
φτώχειας, και των συγκρούσεων από δεκάδες
ένοπλες ομάδες. Μια νέα πολιτική κρίση ήταν το
τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν.
------------------------
Την 1η Φεβρουαρίου, το
νεοεκλεγμένο κοινοβούλιο
της Μιανμάρ ήταν
προγραμματισμένο να
ορκιστεί για την προσεχή
πενταετή θητεία του.
Όμως, τις πρωινές ώρες
πριν από την τελετή, ο
στρατός της χώρας
κατέλαβε την εξουσία [1]
με πραξικόπημα. Ο
στρατός συνέλαβε γρήγορα
την Σύμβουλο του Κράτους,
Aung San Suu Kyi, την
κορυφαία ηγέτιδα του
έθνους και τον πρόεδρο,
Win Myint, μαζί με έναν
άγνωστο αριθμό βουλευτών
από το κυβερνών κόμμα
της «Εθνικής Ένωσης για
την Δημοκρατία»
(National League for
Democracy, NLD) και
άλλους επικριτές [2] του
στρατού. Ο στρατός
συνέλαβε επίσης
αξιωματούχους και
ακτιβιστές του NLD σε
όλη την χώρα και διέκοψε
προσωρινά τις συνδέσεις
κινητών τηλεφώνων και
Διαδικτύου.
Η Aung San Suu Kyi στην
έδρα του «Εθνικού
Συνδέσμου για την
Δημοκρατία» στην
Γιανγκόν, στη Μιανμάρ,
τον Απρίλιο του 2012.
Minzayar Oo / Panos
Pictures / Redux
Μέσα σε αυτό το κενό
επικοινωνίας, ο στρατός
δημοσίευσε μια
ανακοίνωση ότι είχε
επιβάλει κατάσταση
έκτακτης ανάγκης για
έναν χρόνο, και
εγκατέστησε τον πρώην
στρατηγό Myint Swe,
αντιπρόεδρο και πρώην
επικεφαλής της
στρατιωτικής διοίκησης
της Yangon, ως
αναπληρωτή πρόεδρο. Ο
στρατός ανακοίνωσε
επίσης ότι ο Myint Swe
είχε μεταβιβάσει
νομοθετική, εκτελεστική
και δικαστική εξουσία
στον αρχηγό του στρατού,
Ανώτερο Στρατηγό Min
Aung Hlaing, για όσο
διαρκέσει η έκτακτη
ανάγκη.
Το πραξικόπημα, το πρώτο
στη Μιανμάρ από το 1988,
ήρθε μετά από μέρες
στροβιλιζόμενων φημών
και αναφορών για
επικείμενη στρατιωτική
δράση. Και όπως τα
προηγούμενα
πραξικοπήματα στην χώρα,
δικαιολογήθηκε στο όνομα
της δημοκρατίας: το
σύνταγμα της Μιανμάρ
επιτρέπει στον στρατό να
πάρει την εξουσία
προκειμένου να αποτρέψει
οποιαδήποτε κατάσταση «μπορεί
να διαλύσει την Ένωση ή
να διαλύσει την εθνική
αλληλεγγύη ή που μπορεί
να προκαλέσει απώλεια
κυριαρχίας». Σε αυτήν
την περίπτωση, ο στρατός
προφασίστηκε ότι έπρεπε
να διερευνήσει
ισχυρισμούς νοθείας στις
εκλογές της χώρας στις 8
Νοεμβρίου, στις οποίες
το NLD της Aung San Suu
Kyi κέρδισε μια σαρωτική
νίκη επί του
αντιπροσώπου του στρατού
στις εκλογές, του
Κόμματος Αλληλεγγύης και
Ανάπτυξης της Ένωσης
(Union Solidarity and
Development Party, USDP).
Σε μια δήλωση μετά το
πραξικόπημα [3] που είχε
κάτι περισσότερο από μια
ομοιότητα με τους
ισχυρισμούς του προέδρου
των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ,
για εκλογική νοθεία στις
προεδρικές εκλογές της
3ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ,
ο στρατός της Μιανμάρ
ισχυρίστηκε ότι «υπήρξε
τρομερή νοθεία στον
κατάλογο των ψηφοφόρων
κατά την διάρκεια των
δημοκρατικών γενικών
εκλογών που έρχονται σε
αντίθεση με την
διασφάλιση μιας σταθερής
δημοκρατίας». Επιπλέον,
ο στρατός πρόσθεσε, «εάν
δεν επιλυθεί αυτό το
πρόβλημα, θα εμποδίσει
τον δρόμο προς την
δημοκρατία».
Εμφανιζόμενος να
προκαταλαμβάνει τα
ευρήματα της «έρευνας»
που υποσχέθηκε να κάνει,
ο στρατός δήλωσε ότι θα
διεξαχθούν νέες εκλογές
σε έναν χρόνο από τώρα
και ότι θα παραδώσει την
εξουσία στο κόμμα που θα
κερδίσει.
Αλλά η εκλογική νοθεία
δεν ήταν αυτό που
εμπόδισε την πορεία της
Μιανμάρ προς την
δημοκρατία. Αντίθετα,
μια μερική -και
καθυστερημένη-
διαδικασία πολιτικής
μεταρρύθμισης είχε
αφήσει τις μακροχρόνιες
πολιτικο-στρατιωτικές
εντάσεις να
κακοφορμίζουν. Οι
στρατιωτικοί ηγέτες της
χώρας είχαν ξεκινήσει οι
ίδιοι τις μεταρρυθμίσεις
μετά τις εθνικές εκλογές
στα τέλη του 2010, οι
οποίες έφεραν στην
εξουσία μια σχεδόν μη
στρατιωτική κυβέρνηση
που άνοιξε τον πολιτικό
χώρο της χώρας και
έφτιαξε γέφυρες προς τις
Ηνωμένες Πολιτείες και
άλλες Δυτικές
κυβερνήσεις. Όμως, οι
στρατηγοί προσπάθησαν να
κρατήσουν τα προνόμιά
τους διατηρώντας την
εξουσία για βέτο σε
συνταγματικά ζητήματα. Η
μονόπλευρη νίκη του NLD
στις εκλογές του
Νοεμβρίου απειλούσε αυτή
την λεπτή ισορροπία
εξουσίας. Αντί να βλέπει
την εξουσία της να
διαβρώνεται περισσότερο,
η στρατιωτική ιεραρχία
φαίνεται να έχει θέσει
το δημοκρατικό πείραμα
σε αναμονή και επέστρεψε
στην στρατιωτική
διακυβέρνηση.
ΜΙΑ ΨΕΥΤΙΚΗ ΑΥΓΗ
Το πραξικόπημα αυτής της
εβδομάδας υπογραμμίζει
τα μειονεκτήματα της
μεταρρυθμιστικής κίνησης
-στην αρχή γρήγορα και
με ευφορία και στην
συνέχεια μερική και με
σταματήματα- που οι από
μακρού χρόνου
κυβερνώντες στρατηγοί
της Μιανμάρ είχαν
ξεκινήσει μετά τις
εκλογές του 2010. Σε
λίγους μήνες, με αρχή τα
μέσα του 2011, η
κυβέρνηση απελευθέρωσε
εκατοντάδες
αντιφρονούντες,
σταμάτησε την λογοκρισία
του Τύπου, επέτρεψε στην
Aung San Suu Kyi να
επανέλθει στην πολιτική
μετά από χρόνια κατ'
οίκον περιορισμού και
ξεκίνησε ειρηνευτικές
συνομιλίες με
περισσότερες από δώδεκα
ομάδες ανταρτών. Αυτή η
διαδικασία μεταρρύθμισης
έφτασε σε ένα ζαλιστικό
κρεσέντο όταν η Aung San
Suu Kyi και το NLD
κέρδισαν μια μεγάλη νίκη
στις εκλογές στις 15
Νοεμβρίου και ανέλαβαν
ηγεσία της κυβέρνησης
στις αρχές του 2016.
Όμως το αφήγημα του
εκδημοκρατισμού στη
Μιανμάρ δεν ταιριάζει
ποτέ με την
πραγματικότητα επί του
πεδίου. Ενώ πολλοί
Δυτικοί παρατηρητές
είδαν ένα έθνος που
επιτέλους έκανε άλμα
στην σωστή πλευρά της
ιστορίας, οι ηγέτες της
Μιανμάρ εξακολουθούν να
αντιμετωπίζουν τις
συνέπειες της άνω του
ενός αιώνα βρετανικής
αποικιακής κυριαρχίας
και των έξι επόμενων
δεκαετιών εμφυλίου
πολέμου και στρατιωτικής
δικτατορίας. Μεταξύ
αυτών ήταν οι
μακροχρόνιες φυλετικές
και θρησκευτικές
διαιρέσεις της χώρας, οι
οποίες βρήκαν την πιο
τραγική έκφρασή τους
στην σκληρή επίθεση του
στρατού στους
Μουσουλμάνους Ροχίνγκια
της χώρας, και έναν
άλυτο αγώνα εξουσίας
μεταξύ του NLD και του
στρατού. Η τελευταία
σύγκρουση χρονολογείται
από μαζικές διαδηλώσεις
το 1988, τις οποίες ο
στρατός κατέστειλε με
βάναυση βία. Η Aung San
Suu Kyi εμφανίστηκε για
πρώτη φορά ως εξέχουσα
πολιτική προσωπικότητα
κατά την διάρκεια
εκείνων των διαδηλώσεων,
και η διαρκής
δημοτικότητά της
απορρέει σε μεγάλο βαθμό
[4] από το γεγονός ότι
από τότε έχει αντιταχθεί
σθεναρά στην στρατιωτική
κυριαρχία.
Οι μεταρρυθμίσεις που
ξεκίνησαν το 2011
παρέκαμψαν σκόπιμα αυτές
τις μακροχρόνιες
εντάσεις μεταξύ του NLD
και του στρατού. Οι
παράμετροι της «δημοκρατικής
μετάβασης» της Μιανμάρ (όπως
τις ονομάτισαν γρήγορα
πολλοί από τους Δυτικούς
παρατηρητές)
καθορίστηκαν από το
σύνταγμα της χώρας το
2008, ένα έγγραφο που
σχεδιάστηκε ρητά για την
διαφύλαξη της εξουσίας
και των προνομίων του
στρατού. Συνταχθέν από
την στρατιωτική χούντα
και εγκεκριμένο σε ένα
νοθευμένο εθνικό
δημοψήφισμα τον Μάιο του
ίδιου έτους, το σύνταγμα
εξασφάλιζε τον
στρατιωτικό έλεγχο τριών
ισχυρών Υπουργείων και
το ένα τέταρτο των εδρών
στο κοινοβούλιο -ένα de
facto βέτο για τυχόν
τροποποιήσεις του [καταστατικού]
χάρτη. Το σύνταγμα
περιείχε επίσης μια
διάταξη που απαγόρευε
στην Aung San Suu Kyi να
υπηρετήσει ως πρόεδρος,
επειδή κάποτε ήταν
παντρεμένη με ξένο
πολίτη. Αυτές οι
συνταγματικές διατάξεις
ουσιαστικά κλείδωσαν τον
μακροχρόνιο αγώνα μεταξύ
του NLD και του στρατού
στην συνταγματική
αρχιτεκτονική της χώρας.
Δεν προκαλεί έκπληξη το
γεγονός ότι το NLD
προσπάθησε να προωθήσει
μια ατζέντα
συνταγματικής
μεταρρύθμισης μετά την
ιστορική νίκη του το
2015. Οι προσπάθειές του
κορυφώθηκαν στις αρχές
του περασμένου έτους,
όταν η υπό την ηγεσία
του NLD κυβέρνηση
πρότεινε ένα σύνολο
συνταγματικών
τροποποιήσεων [5] με
σκοπό τον περιορισμό ή
την ανάκληση των ειδικών
δυνάμεων και προνομίων
του στρατού. Το
Κοινοβούλιο απέρριψε
συνοπτικά [6] όλες τις
προτεινόμενες
τροπολογίες -αφού ο
στρατός επικαλέστηκε την
ίδια την αρνησικυρία που
το NLD είχε επιδιώξει να
ανακαλέσει.
Τότε, τον Νοέμβριο, το
NLD κέρδισε μια ηχηρή
νίκη στις γενικές
εκλογές, προφανώς
κλονίζοντας την
εμπιστοσύνη του στρατού
στην ικανότητά του να
αποτρέψει την
συνταγματική
μεταρρύθμιση. Η Aung San
Suu Kyi και το NLD
κέρδισαν το 83% των
διεκδικούμενων
κοινοβουλευτικών εδρών.
Αντίθετα, το
υποστηριζόμενο από τον
στρατό USDP κατόρθωσε
ένα μηδαμινό 7%. Σε όλη
την χώρα, τα ανώτερα
μέλη του USDP -πολλοί
από αυτούς πρώην
στρατιωτικοί διοικητές-
έχασαν τις
κοινοβουλευτικές τους
έδρες˙ το NLD εισχώρησε
ακόμη και σε περιοχές
που είχαν προηγουμένως
θεωρηθεί ως οχυρά του
USDP.
Ωστόσο, δεδομένων των
ισχυουσών συνταγματικών
διασφαλίσεων, δεν είναι
σαφές εάν ή σε ποιο
βαθμό το NLD θα μπορούσε
να απειλήσει τα προνόμια
του στρατού. Ο αρχηγός
του στρατού, Min Aung
Hlaing, τώρα ο de facto
κυβερνήτης της χώρας,
εδώ και καιρό έτρεφε
προεδρικές φιλοδοξίες
[7] και έχει
προγραμματιστεί για
υποχρεωτική
συνταξιοδότηση τον
Ιούλιο, όταν θα γίνει 65
ετών. Είναι πιθανό ότι
θα επεδίωκε μια εκτός
νομιμότητας πορεία προς
την εξουσία, ανεξάρτητα
από το αποτέλεσμα των
εκλογών του Νοεμβρίου.
Όπως είπε ένας ξένος
διπλωμάτης στο [8]
Reuters υπό την
προϋπόθεση της ανωνυμίας
του, «Δεν υπήρχε δρόμος
για αυτόν ώστε να
αναλάβει ηγετικό ρόλο σε
αυτήν την κυβέρνηση με
τα μέσα που προσφέρει το
σύνταγμα». Είναι επίσης
πιθανό ότι ο στρατός
είχε επενδύσει τόσο πολύ
στους ισχυρισμούς του
για εκλογική νοθεία που
ένιωθε ότι δεν θα
μπορούσε να υποχωρήσει
χωρίς σημαντική απώλεια
γοήτρου. Όποια κι αν
είναι η περίπτωση, η
μεγάλη νίκη του NLD και
τα εκλογικά πλήγματα του
USDP φαίνεται ότι έφεραν
ξαφνικά σε κορύφωση τις
μακροχρόνιες εντάσεις
μεταξύ του NLD και του
στρατού.
«ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ
ΕΛΕΓΞΕΙ ΤΟ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ
ΜΕΤΑ»
Η ανάληψη της Μιανμάρ
από τον στρατό αποτελεί
ένα δίλημμα για την
διοίκηση του προέδρου
των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Αφενός, η επίθεση των
στρατηγών στην
δημοκρατική διαδικασία
της χώρας απαιτεί ισχυρή
απάντηση από την
Ουάσινγκτον. (Η
εκπρόσωπος του Λευκού
Οίκου, Τζεν Ψάκι, έχει
ήδη εκδώσει μια δήλωση
προτρέποντας «τον στρατό
και όλα τα άλλα κόμματα
να τηρήσουν τους
δημοκρατικούς κανόνες
και το κράτος δικαίου,
και να απελευθερώσουν
εκείνους που κρατούνται
σήμερα» και απειλώντας
ότι «θα υπάρξει δράση»
εναντίον εκείνων που
εμποδίζουν την
δημοκρατική μετάβαση της
Μιανμάρ). Από την άλλη
πλευρά, η κινεζική
κυβέρνηση θα επιδιώξει
να αξιοποιήσει
οποιαδήποτε τριβή μεταξύ
της Μιανμάρ και της
δημοκρατικής Δύσης,
προωθώντας την συνήθη
γραμμή της ότι αυτό που
συνέβη ετούτη την
εβδομάδα στην Γιανγκόν
είναι «εσωτερική υπόθεση».
(Πολλά από τα κράτη-μέλη
της Ένωσης Χωρών της
Νοτιοανατολικής Ασίας
[Association of
Southeast Asian Nations,
ASEAN] έχουν ήδη
ακολουθήσει την ίδια
γραμμή).
Επιπλέον, η ιστορία
δείχνει ότι πρόσθετες
Δυτικές κυρώσεις
εναντίον των ηγετών του
πραξικοπήματος είναι
απίθανο να τους πείσουν
να αλλάξουν πορεία. Το
Υπουργείο Οικονομικών
των ΗΠΑ έχει ήδη
τοποθετήσει τον [9] Min
Aung Hlaing στην λίστα
των Ειδικά
Προσδιορισμένων Πολιτών
(Specially Designated
Nationals) το 2019 για
τον ρόλο του στην
εθνοκάθαρση των
Μουσουλμάνων Ροχίνγκια.
Έχει λίγα να χάσει από
τις πρόσθετες τιμωρίες
και πιθανότατα
στοιχηματίζει ότι οι
Δυτικές δυνάμεις θα
αποφύγουν να επιβάλουν
πιο εκτεταμένες κυρώσεις
φοβούμενες ότι κάτι
τέτοιο θα ωθήσει την
χώρα του πιο κοντά στην
Κίνα. Εν πάση περιπτώσει,
οι στρατιωτικοί ηγέτες
της Μιανμάρ έχουν
μακρόχρονο ιστορικό
υπομονετικής
αντιμετώπισης των
οικονομικών κυρώσεων και
των εμπορικών
απαγορεύσεων, ακόμη και
όταν τέτοια μέτρα
καταστρέφουν τον λαό της
χώρας τους.
Ό, τι κι αν συμβεί τις
επόμενες εβδομάδες και
μήνες, τα προβλήματα της
Μιανμάρ φαίνεται ότι θα
επιδεινώνονται. Όπως
σχολίασε ο ιστορικός της
Μιανμάρ, Thant Myint-U,
μετά το πραξικόπημα, η
χώρα αντιμετωπίζει ήδη
μια σοβαρή οικονομική
ύφεση λόγω της COVID-19,
της εκτεταμένης φτώχειας,
και των συγκρούσεων από
δεκάδες ένοπλες ομάδες.
Μια νέα πολιτική κρίση
ήταν το τελευταίο πράγμα
που χρειαζόταν. «Οι
πόρτες μόλις άνοιξαν σε
ένα πολύ διαφορετικό
μέλλον», έγραψε στο
Twitter [10]. «Έχω την
αίσθηση ότι δεν θα
μπορέσει κανείς να
ελέγξει πραγματικά το τι
θα ακολουθήσει».
Ο SEBASTIAN STRANGIO
είναι συντάκτης
Νοτιοανατολικής Ασίας
στο The Diplomat και
συγγραφέας του βιβλίου
με τίτλο In the Dragon’s
Shadow: Southeast Asia
in the Chinese Century.
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).