Στα μέσα Αυγούστου συμπληρώθηκε μισός αιώνας
μιας ριζικής αλλαγής στην πορεία πλεύσης της
παγκόσμιας οικονομίας. Η επέτειος πέρασε σχετικά
απαρατήρητη ανάμεσα στην ένταση απο τα πολλαπλά
πύρινα μέτωπα και την εξάπλωση της μετάλλαξης
Δέλτα. Πρόκειται για την απόφαση του τότε
Προέδρου των ΗΠΑ Richard Nixon να αναστείλει την
μετατρεψιμότητα του δολλαρίου σε χρυσό. Σήμανε
ετσι το τέλος του καθεστώτος του Bretton Woods
που ρύθμιζε τις διεθνείς νομισματικές σχέσεις
απο τις ομώνυμες συμφωνίες του 1944. Ηταν
καλοκαίρι του 1971 και η Ελλάδα ζούσε στο
πολιτικό σκοτάδι και στον απόηχο του Γουέμπλεϊ…
Οι διαβουλεύσεις
διεξήχθησαν στο Camp
David με απόλυτη
μυστικότητα απο το
απόγευμα της Παρασκευής
13 μέχρι το βράδι της
Κυριακής 15 Αυγούστου
που ο Nixon ανήγγειλε τα
μέτρα. Κορυφαίοι
συμμετέχοντες ηταν ο
πρόεδρος της FED Arthur
Burns και το οικονομικό
επιτελείο του Nixon που
περιελάμβανε τον John
Connally, υπουργό
οικονομικών. τον
Paul Volcker, αναπληρωτή
υπουργό και μελλοντικό
πρόεδρο της FED που
τιθάσευσε τον πληθωρισμό
την δεκαετία του 80. τον
George Shultz,
επικεφαλής του γραφείου
προϋπολογισμού του
Κογκρέσου και μετέπειτα
υπουργό εξωτερικών του
Ronald Regan. και
τον ελληνικής καταγωγής Peter
G. Peterson, σύμβουλο
διεθνών οικονομικών
υποθέσεων του Nixon, που
αργότερα ίδρυσε τον
επενδυτικό όμιλο
Blackstone και το
Peterson Institute for
International Economics.
Η αποσύνδεση του
δολλαρίου απο τον χρυσό
συνοδεύτηκε από
προτοφανή μέτρα
παγώματος τιμών και
μισθών, καθώς και απο
δασμούς 10% στις
εισαγωγές. Ο στόχος ήταν
διπλός: (α) να
αποτραπούν μαζικές
μετατροπές δολλαρίων σε
χρυσό και κατάρρευση του
νομίσματος. (β)
να αντιμετωπισθούν τα
εσωτερικά προβλήματα του
πληθωρισμού και του
αυξανόμενου εμπορικού
ελλείμματος. Η
κατάρρευση του δολλαρίου
φαινόταν επικείμενη λόγω
του κλονισμού της
εμπιστοσύνης που
επέφεραν, αφενός, η
αύξηση των διεθνώς
διακρατούμενων δολλαρίων
σε σχέση με το απόθεμα
χρυσού των ΗΠΑ και,
αφετέρου, η διάβρωση της
αξίας του νομίσματος απο
τον πληθωρισμό. Ενώ το
1955 τα αποθέματα χρυσού
κάλυπταν το 160% των
διεθνώς διακρατούμενων
δολλαρίων, το 1971 το
ποσοστό αυτό είχε
μειωθεί στο 25%. Η
υπεραφθονία δολλαρίων σε
σχέση με τα αποθέματα
χρυσού οφειλόταν στην
χειροτέρευση του
εμπορικού ισοζυγίου των
ΗΠΑ, με την παράλληλη
εμφάνιση πλεονασμάτων σε
ευρωπαϊκές χώρες και
στην Ιαπωνία, αλλά και
στις σημαντικές
στρατιωτικές δαπάνες και
τη χορηγούμενη εξωτερική
βοήθεια απο τις ΗΠΑ.
To σύστημα του Bretton
Woods είχε φθάσει σε
αδιέξοδο. Το είχε
προβλέψει ήδη από το
1960 ο βελγοαμερικανός
οικονομολόγος Robert
Triffin θέτοντας το
ομώνυμο δίλημμα: Είτε οι
ΗΠΑ θα στηρίζουν το
δολλάριο δημιουργώντας
εξωτερικά πλεονάσματα,
στερώντας όμως ετσι από
την παγκόσμια οικονομία
τα αποθεματικά δολλαρίων
που απαιτούνται για
ταχύρρυθμη ανάπτυξη του
εμπορίου και του ΑΕΠ,
είτε ο κλονισμός της
εμπιστοσύνης απο τα
διευρυνόμενα ελλείμματα
θα οδηγήσει σε
κατάρρευση του
συστήματος…
Η στροφή του 1971
οδήγησε τη παγκόσμια
οικονομία απο το σύστημα
σταθερών συναλλαγματικών
ισοτιμιών, με άξονα το
δολλάριο, σε ενα
καθεστώς κυμαινόμενων
ισοτιμιών. Πολλές χώρες
επέλεξαν πάντως να
περιορίσουν κατά το
δυνατόν τις
συναλλαγματικές
διακυμάνσεις, όπως στο
Ευρωπαϊκό Νομισματικό
Σύστημα και αργότερα
στην Ευρωζώνη, ή
συνδέοντας το νόμισμα
τους με το δολλάριο ή το
ευρώ. Σταδιακά
απελευθερώθηκαν οι
διεθνείς κεφαλαιαγορές
από τους περιορισμούς
στην κίνηση κεφαλαίων
που ίσχυαν επί Bretton
Woods για να
αποθαρρύνεται η
συναλλαγματική
κερδοσκοπία.
Δρομολογήθηκε έτσι η
παγκοσμιοποίηση, οπως
την γνωρίζουμε σήμερα,
ιδιαίτερα μετά την
οικονομική
φιλελευθεροποίηση της
δεκαετίας του 80. Παρά
την κατάρρευση του
Bretton Woods και την
δημιουργία του ευρώ το
δολλάριο παρέμεινε το
κατεξοχήν διεθνές
νόμισμα που συνεχίζει να
παρέχει ισχυρό
στρατηγικό πλεονέκτημα
στην αμερικανική
οικονομία.
Η αλλαγή ρότας έδωσε ισχυρή ώθηση
στο διεθνές εμπόριο που
λειτούργησε σαν μοχλός
ανάπτυξης τόσο στις
προηγμένες όσο και στις
αναδυόμενες οικονομίες.
Οι κυμαινόμενες
ισοτιμίες επέτρεψαν
εξάλλου στις οικονομίες
να προσαρμοστούν
ευκολότερα σε σημαντικές
διαταραχές, όπως τα δύο
ενεργειακά σοκ της
δεκαετίας του 70. Ωστόσο
η κατάρρευση του Bretton
Woods ενίσχυσε την
αστάθεια της παγκόσμιας
οικονομίας, όπως δείχνει
η διευρυμένη συχνότητα
των κρίσεων απο τα μέσα
της δεκαετίας του 70 (γράφημα).
Ταυτόχρονα οι τραπεζικές
κρίσεις κυριάρχισαν σε
σχέση με τις κλασσικές
συναλλαγματικές κρίσεις
των σταθερών ισοτιμιών.
Συχνά οι τραπεζικές
κρίσεις ξεσπούν σαν
συνέπεια αλματώδους
πιστωτικής επέκτασης που
δημιουργεί κερδοσκοπικές
«φούσκες» και
αποδυναμώνει τις
τράπεζες. Η απελευθέρωση
των κινήσεων κεφαλαίων
διευκόλυνε αυτές τις
τάσεις, ιδιαίτερα στις
θεσμικά αδύναμες
αναδυόμενες οικονομίες.
Συνοπτικά, ο ρυθμός
ανάπτυξης της παγκόσμιας
οικονομίας μετά την
κατάρρευση του Bretton
Woods ήταν βραδύτερος
και πιο ασταθής. Είναι
ωστόσο δύσκολο να
διατυπώσει κανείς ένα
εναλλακτικό σενάριο όπου
το Bretton Woods θα είχε
επιβιώσει, και να
αξιολογήσει την πορεία
πλεύσης της παγκόσμιας
οικονομίας μετα το 1971
σε σχέση με το σενάριο
αυτό («what if
scenario»). Η ανάπτυξη
με κεφαλαιακούς ελέγχους
και περιορισμένη
προσφορά δολλαρίων θα
ήταν πιθανώς βραδύτερη,
σύμφωνα με την πρόβλεψη
του «διλήμματος του
Triffin». Πάντως οι
χώρες που έπαιξαν σωστά
και με σύνεση το χαρτί
της παγκοσμιοποίησης
στην μετά Bretton Woods
εποχή (ιδίως στην
Ανατολική Ασία αλλά και
την Ευρώπη) τελικά
ευνοήθηκαν.
O Αριστομένης Βαρουδάκης
είναι Οικονομολόγος,
Πρώην Καθηγητής
Πανεπιστημίου του
Στρασβούργου, πρώην
ανώτερο στέλεχος της
Παγκόσμιας Τράπεζας και
του Ο.Ο.Σ.Α
Πρώτη δημοσίευση Money
Review
Greek Finance Forum
Σχόλια Χρηστών
Trading
σε ελληνικές μετοχές μέσω
της Πλατφόρμας Συναλλαγών Plus 500 (Κάντε Click και
Κατεβάστε την μοναδική πλατφόρμα συναλλαγών, χωρίς καμία
οικονομική υποχρέωση, περιλαμβάνει και λογαριασμό "επίδειξης"
- Demo).