Τα
στοιχεία που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ελληνική
Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για το Ακαθάριστο
Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) το δεύτερο τρίμηνο του
2021, αλλά και η πορεία των βραχυχρόνιων δεικτών
οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών,
επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι η μεγέθυνση της
ελληνικής οικονομίας το 2021 θα είναι ιδιαίτερα
ισχυρή, προσεγγίζοντας σε ετήσια βάση ακόμα και
το 7%. Η ανάκαμψη το 2021 αναμένεται να καλύψει
το μεγαλύτερο μέρος από τη βαθιά ύφεση της
οικονομικής δραστηριότητας (-8,2%), που
καταγράφηκε το προηγούμενο έτος εξαιτίας της
πανδημίας. Ωστόσο, η σχετικά γρήγορη επαναφορά
της ελληνικής οικονομίας δεν θα πρέπει να
οδηγήσει σε εφησυχασμό, για τέσσερις κυρίως
λόγους.
Πρώτον, όπως επισημαίνει
το Γραφείο
Προϋπολογισμού του
Κράτους στη Βουλή στην
πρόσφατη έκθεση του (Έκθεση
Β’ τριμήνου 2021), η
ανάκαμψη της οικονομίας
στηρίζεται σε έκτακτους
κυρίως παράγοντες, που
είναι απίθανο να
διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα.
Μεταξύ των παραγόντων
αυτών είναι η γενική
ρήτρα διαφυγής του
Συμφώνου Σταθερότητας
και Ανάπτυξης, που
επέτρεψε τη χωρίς
προηγούμενο επεκτατική
δημοσιονομική πολιτική,
αλλά και το έκτακτο
πρόγραμμα αγοράς
ομολόγων λόγω της
πανδημίας (PEPP) της ΕΚΤ,
που παρείχε στο
χρηματοπιστωτικό σύστημα
άφθονη ρευστότητα.
Επιπλέον, οι
συσσωρευμένες
αποταμιεύσεις των
νοικοκυριών, από την
πλευρά της ζήτησης,
συνέτειναν στην
επιτάχυνση του ρυθμού
μεγέθυνσης. Ωστόσο, οι
αποταμιεύσεις είναι
πεπερασμένες, η
επεκτατική δημοσιονομική
πολιτική θα αναστραφεί
μετά τη λήξη των
έκτακτων μέτρων, ενώ ο
κίνδυνος αναζωπύρωσης
της πανδημίας δεν έχει
ακόμα οριστικά εκλείψει.
Δεύτερον, η ανάκαμψη του
2021 είχε ιδιαίτερα
υψηλό δημοσιονομικό
κόστος, που μπορεί να
επιβαρυνθεί σε
μεσο-μακροπρόθεσμο
ορίζοντα. Αυτό έχει
ιδιαίτερη σημασία για
την ελληνική οικονομία,
καθώς η χώρα έχει το
υψηλότερο δημόσιο χρέος
στην Ευρωζώνη, το οποίο
ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ.
Τα υψηλά δημοσιονομικά
ελλείμματα το 2020 και
το 2021 επιβάρυναν
δυσανάλογα το δημόσιο
χρέος, μεταθέτοντας
ουσιαστικά την
προσπάθεια για τη
σταδιακή μείωσή του στα
πρωτογενή πλεονάσματα
που θα απαιτηθούν μετά
το 2022.
Τρίτον, τα μέτρα
στήριξης της ελληνικής
οικονομίας κατά τη
διάρκεια της
υγειονομικής κρίσης
είχαν μικρότερη
αποτελεσματικότητα από
αυτά των άλλων χωρών της
Ευρωζώνης. Πράγματι, η
Ελλάδα το 2020 είχε την
τρίτη χειρότερη ύφεση
μεταξύ των χωρών της
Ευρωζώνης, και στο
δεύτερο τρίμηνο του 2021
την πέμπτη μεγαλύτερη
ανάκαμψη, μολονότι η
χώρα κατατάσσεται στην
πρώτη θέση αναφορικά με
το ποσοστό των άμεσων
δαπανών (ως προς το ΑΕΠ)
που κινητοποίησε για την
αντιμετώπιση της
πανδημίας. Η μειωμένη
αυτή αποτελεσματικότητα
των δημόσιων παρεμβάσεων
μπορεί κυρίως να
ερμηνευθεί από την πολύ
μεγάλη εξάρτηση της
ελληνικής οικονομίας από
κλάδους που επλήγησαν
δυσανάλογα από την
πανδημία (τουρισμός,
εστίαση κ.ά.), την ατελή
στόχευση των
δημοσιονομικών
παρεμβάσεων, αλλά και
την ιδιαίτερα χαμηλή
ποιότητα στη
διακυβέρνηση των
δημόσιων πόρων που
χαρακτηρίζει τη χώρα μας.
Η Ελλάδα λαμβάνει τη
χαμηλότερη τιμή στους
δείκτες
αποτελεσματικότητας
διακυβέρνησης μεταξύ των
κρατών-μελών της
Ευρωζώνης, και αυτό θα
δυσχεράνει την επίτευξη
υψηλών ρυθμών
οικονομικής μεγέθυνσης
μακροχρόνια.
Τέλος, οι ρυθμοί
ανάπτυξης τα επόμενα έτη
δεν αρκεί μόνο να είναι
υψηλοί, θα πρέπει
ταυτόχρονα να
περιορίζουν τις ήδη
αυξημένες οικονομικές
και κοινωνικές
ανισότητες και να
διασφαλίζουν την
ισόρροπη ανάπτυξη και
την κοινωνική συνοχή. Η
ανισότητα στην Ελλάδα
αυξήθηκε δραματικά τα
τρία πρώτα έτη
(2010-2012) της
δημοσιονομικής κρίσης
του 2009, για να
διατηρηθεί στο ίδιο
υψηλό επίπεδο για μία
περίπου πενταετία
(2012-2016) και να
αποκλιμακωθεί στη
συνέχεια (2016-2019).
Ορισμένες ενδείξεις με
βάση τα πιο πρόσφατα
στοιχεία για το 2020 (εισοδήματα
2019) δημιουργούν
ανησυχίες για μία νέα
φάση επιδείνωσης της
εισοδηματικής ανισότητας,
αλλά και άλλων
κοινωνικών δεικτών (υλικές
στερήσεις, κίνδυνος
φτώχειας, κοινωνικός
αποκλεισμός κ.ά.). Από
τα αποτελέσματα της
έρευνας εισοδήματος και
συνθηκών διαβίωσης των
νοικοκυριών (EU-SILC)
που ανακοινώνονται από
την ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει ότι
η αποκλιμάκωση της
εισοδηματικής ανισότητας
την περίοδο 2017-2019
φαίνεται να ανακόπτεται
ή και να αντιστρέφεται
ελαφρά με βάση τα
στοιχεία από την
τελευταία διαθέσιμη
έρευνα για το έτος 2020
(ευρέως
χρησιμοποιούμενος
συντελεστής ανισότητας
Gini: 31,1%). Πράγματι,
τα υψηλότερα κλιμάκια
της κατανομής του
διαθέσιμου εισοδήματος
των ελληνικών
νοικοκυριών ενίσχυσαν
ελαφρά το εισοδηματικό
τους μερίδιο έναντι των
πιο φτωχών κλιμακίων.
Με βάση τα στοιχεία της
έρευνας του 2020, το 25%
του πληθυσμού με το
υψηλότερο εισόδημα
κατέχει το 45% του
συνολικού εθνικού
διαθέσιμου εισοδήματος (ποσοστό
ελαφρά αυξημένο σε σχέση
με το 2019), έναντι
μόλις 10,4% που κατέχει
το 25% του πληθυσμού με
το χαμηλότερο εισόδημα (βλ.
ΕΛΣΤΑΤ, 22 Ιουνίου 2021,
Δελτίο Τύπου «Οικονομική
Ανισότητα»). Σχετική
επιδείνωση από το 2020
υποδηλώνουν και άλλοι
κοινωνικοί δείκτες, όπως
είναι το ποσοστό των
ατόμων με υλικές
στερήσεις, που
προσεγγίζει το επίπεδο
διαβίωσης του πληθυσμού.
Ταυτόχρονα, εντείνονται
τους τελευταίους μήνες
οι πληθωριστικές πιέσεις,
οι οποίες επιβαρύνουν
περισσότερο τα φτωχότερα
νοικοκυριά που
καταναλώνουν μεγαλύτερο
ποσοστό του εισοδήματός
τους και επηρεάζονται
περισσότερο από τις
ανατιμήσεις σε είδη
πρώτης ανάγκης. Η πιθανή
διεύρυνση των
οικονομικών και
κοινωνικών ανισοτήτων
που καταγράφεται από τα
πιο πρόσφατα διαθέσιμα
στοιχεία, μπορεί να
θέσει σε κίνδυνο την
κοινωνική συνοχή,
δυσχεραίνοντας έτσι, τα
επόμενα έτη, την
επίτευξη υψηλών ρυθμών
ανάκαμψης της ελληνικής
οικονομίας.
Ο κ. Θεόδωρος Μητράκος
είναι τέως υποδιοικητής
της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε
αρχικά στην Καθημερινή
της Κυριακής.