Στη Μεγάλη Βρετανία έφτασε ήδη το πλήρωμα του
χρόνου ώστε να αναδειχθεί το έλλειμμα του Brexit
στις πραγματικές του διαστάσεις, όχι μόνο σε
κοινωνικοπολιτικό επίπεδο –όπου η διάσπαση του
κοινωνικού ιστού εξαιτίας της πόλωσης, της
εσωστρέφειας και, σε ένα βαθμό, της ξενοφοβίας
είχε γίνει ευρέως αντιληπτή ήδη από την εποχή
του δημοψηφίσματος για το Brexit–, αλλά και με
αμιγώς οικονομικούς όρους, με αφορμή τα
πρωτοφανή εμπόδια που θέτει πλέον στην
καθημερινότητα των ανθρώπων η έξοδος από την Ε.Ε.
«Ο βασιλιάς είναι γυμνός» – αρχίζουν να το
αντιλαμβάνονται πια όλοι.
Από τους καλοκαιρινούς
μήνες ήδη είχαν αρχίσει
να αδειάζουν τα ράφια
στα σούπερ μάρκετ, ενώ
με σοβαρές καθυστερήσεις
γίνονταν οι παραδόσεις
προϊόντων από
ηλεκτρονικά καταστήματα.
Πλέον «στέρεψαν» και τα
πρατήρια καυσίμων σε όλη
τη χώρα, παρά την
αφθονία στα διυλιστήρια,
ενώ έξω από πρατήρια που
διαθέτουν ακόμη καύσιμα
σχηματίζονται ουρές
χιλιομέτρων, που φθάνουν
πολλές φορές έως
κεντρικούς οδικούς
άξονες, προκαλώντας
κυκλοφοριακό χάος, αλλά
ακόμη και διενέξεις
μεταξύ των πολιτών, που
σε κάποιες περιπτώσεις
οδήγησαν και σε
βιαιοπραγίες. «Σκηνές
αποκάλυψης», έγραψε
χαρακτηριστικά η
Telegraph, ενώ η
κυβέρνηση, με κινήσεις
που περισσότερο
φανερώνουν πανικό παρά
βοηθούν ώστε να τον
αποτρέψουν, ανέστειλε
την εφαρμογή του δικαίου
του ελεύθερου
ανταγωνισμού –ώστε να
επιταχύνει τις σχετικές
διαδικασίες– και έχει
stand by τον στρατό,
ώστε να συνδράμει στη
διανομή στα πρατήρια,
ίσως και στη διατήρηση
της έννομης τάξης γύρω
από αυτά, εάν η
κατάσταση χειροτερεύσει.
Ο λόγος που συμβαίνουν
όλα αυτά: η έλλειψη
περίπου 100.000 οδηγών
φορτηγών που απαιτούνται
υπό κανονικές συνθήκες
ώστε να επιστρέψουν οι
παραδόσεις των σχετικών
αγαθών στην κανονικότητα.
Πού οφείλεται όμως η
έλλειψη αυτή; Σε έναν
σημαντικό βαθμό, στο
γεγονός ότι οδηγοί από
την Ε.Ε. αποτελούν
ζωτικό κομμάτι του
ευρύτερου χώρου· με βάση
στατιστικά στοιχεία του
2019, αντιπροσωπεύουν το
13% του συνόλου των
οδηγών οχημάτων
μεταφοράς (και των
χειριστών κινητών
μηχανημάτων) στη Μεγάλη
Βρετανία. Μετά το Brexit,
όμως, πολλοί από τους
οδηγούς αυτούς δεν ζουν
πλέον στη χώρα (πάνω από
200.000 πολίτες της Ε.Ε.
επέστρεψαν στα
κράτη-μέλη της μετά το
2019), ενώ άλλοι οδηγοί
από την Ε.Ε. αδυνατούν
να έλθουν στη Μεγάλη
Βρετανία τώρα, λόγω του
νέου καθεστώτος
μετανάστευσης που είναι
σε ισχύ από τον
Ιανουάριο του 2021 και
το οποίο σχεδόν
αποκλείει τη δυνατότητα
μόνιμης εγκατάστασης σε
εργαζομένους με ετήσιο
εισόδημα μικρότερο των
26.500 στερλινών τον
χρόνο, ενώ θέτει
αυστηρούς όρους ακόμη
και για εργαζομένους οι
οποίοι αμείβονται πάνω
από το όριο αυτό.
Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη
και η απεγνωσμένη κίνηση
της κυβέρνησης να
προσφέρει 5.000 άδειες
παραμονής (βίζα) σε
οδηγούς βαρέων οχημάτων
(για τρεις μήνες μόνο)
φαίνεται να πέφτει
γρήγορα στο κενό,
ειδικότερα σε μια
χρονική στιγμή που είναι
πολύ ευκολότερο για τους
οδηγούς αυτούς να
αναζητήσουν εργασία σε
χώρες της Ε.Ε., όπου
επίσης υπάρχει ανάγκη. Η
ελευθερία μετακίνησης
των εργαζομένων στην Ε.Ε.
καθιστά, με άλλα λόγια,
την Ενωση πολύ πιο
ελκυστική προοπτική για
αυτούς. Αντιστρόφως,
εξελίσσεται σε «Νέμεση»
για τη βρετανική
κυβέρνηση, η οποία
συνεχίζει να επιζητεί
λύσεις «α λα καρτ»,
αδυνατώντας να
υιοθετήσει πρακτικές που
να μην είναι πλήρως
ευθυγραμμισμένες με το «σκληρό»
Brexit.
Αποδεικνύεται έτσι στην
πράξη, για άλλη μια φορά,
ότι το οικοδόμημα του
Brexit στηρίζεται σε
σαθρά θεμέλια και ότι οι
εμπνευστές του
προέκριναν προσωπικές
πολιτικές φιλοδοξίες και
έναν άκρατο λαϊκισμό
παρά το συμφέρον της
χώρας. Ούτε ο πλέον
απαισιόδοξος αναλυτής
των κοινωνικοπολιτικών
εξελίξεων που οδήγησαν
τελικά στο Brexit θα
εκτιμούσε ίσως ότι θα
βιώναμε τόσο σύντομα, με
τόσο δραματικό τρόπο, το
άσχημο πρόσωπο αυτού
στην καθημερινότητά μας.
Ενώ και το μέλλον είναι
δυσοίωνο, από τη στιγμή
που αντίστοιχα κενά
σύντομα θα ανακύψουν σε
άλλους τομείς της
οικονομίας, όπου οι
πολίτες της Ε.Ε.
προσέφεραν εξίσου
σημαντικό έργο, όπως η
εστίαση ή οι αγροτικές
εργασίες.
Η μετανάστευση από την
Ε.Ε. αποτέλεσε «αποδιοπομπαίο
τράγο» για τους
Βρετανούς
Ευρωσκεπτικιστές εδώ και
δεκαετίες, οι οποίοι
συχνά απαξίωσαν τη
συνεισφορά των πολιτών
της Ε.Ε. στην οικονομία.
Εσπειραν ανέμους, τώρα
θερίζουν θύελλες.
Ολα αυτά σε μια χώρα που
παραδοσιακά αποτέλεσε
φάρο ελευθερίας, άσκησης
δημοκρατίας και ατομικών
δικαιωμάτων, σε δύσκολες
περιόδους για την Ευρώπη.
* Ο κ. Δημήτρης
Γιαννουλόπουλος είναι
καθηγητής στο
Goldsmiths, University
of London. Το άρθρο αυτό
δημοσιεύτηκε αρχικά στην
Καθημερινή της Κυριακής.