Tο σχέδιο του Αμερικανού προέδρου Tζο Μπάιντεν να πάρει
χρήματα από τους πλουσίους και να τα δώσει στους φτωχούς
έχει απήχηση στον λαό. Υποστηρίχθηκε δε από οικονομικούς
συμβούλους, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τις
ανισότητες και να θέσουν ένα τέλος στη φοροαποφυγή εκ μέρους
των επιχειρήσεων.
Όπως είχε σχολιάσει στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας το
Reuters, το πρώτο σημάδι ότι
επιδιώκει να αυξήσει τον φόρο επί των κεφαλαιακών κερδών,
που καταβάλλουν οι έχοντες, ως εργαλείο χρηματοδότησης
κοινωνικών προγραμμάτων, φάνηκε στη διάρκεια της
προεκλογικής εκστρατείας του το 2019. Ο τότε υποψήφιος
βασιζόταν σε στοιχεία από έρευνες πανεπιστημιακών και
ινστιτούτων. Ως πρόεδρος ο Τζο Μπάιντεν κόμισε στον Λευκό
Οίκο τη χορεία των υποστηρικτών της προοδευτικής φορολογίας
ή ενός συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου οι συντελεστές
αυξάνονται εκ παραλλήλου με τα εισοδήματα. Σήμερα οι δικές
τους ιδέες επηρεάζουν τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Οι μετοχές
υποχώρησαν προσωρινά, όταν εκφράστηκε το σχέδιό του για τη
επιχειρούμενη αύξηση στους φόρους των κεφαλαιακών κερδών,
ώστε να καλυφθούν τα κονδύλια του 1 τρισ. δολαρίων σχετικά
με τη μέριμνα των παιδιών, τη νηπιακή αγωγή και την άδεια
μετ’ αποδοχών. Ωστόσο, παρά την αναστάτωση στη Γουόλ Στριτ,
οι προτάσεις Μπάιντεν έχουν σθεναρή στήριξη. Το 62% των
Αμερικανών πιστεύει ότι τα υψηλότερα εισοδήματα πληρώνουν
λιγότερα από όσα τους αναλογούν σε φόρους, σύμφωνα με
δημοσκόπηση της Gallup, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα
εταιρικά κέρδη είναι 69%.
Εάν, λοιπόν, ο Τζο Μπάιντεν είναι ο Ρομπέν των Δασών, ποιοι
είναι οι άνθρωποι που τον ακολουθούν και χαράσσουν την
πολιτική του για φορολογία επί των κερδών; Η πρώτη έμπνευση
ήταν το έργο που είχε εκπονήσει το Ινστιτούτο Φορολογίας και
Οικονομικής Πολιτικής (ΙΦΟΠ), ένα ίδρυμα με παρουσία 40 ετών,
το οποίο παρακολουθεί και καταγράφει όσες επιχειρήσεις δεν
πληρώνουν ομοσπονδιακούς φόρους. Ισχυρίζεται ότι το να
φορολογείται το εισόδημα από τον επενδυθέντα πλούτο με
συντελεστή χαμηλότερο από το εισόδημα, που προέρχεται από
την εργασία, δημιουργεί ανισότητα. Ανάλογη μελέτη έχει
διενεργήσει και η οργάνωση «Αμερικανοί υπέρ της Φορολογικής
Δικαιοσύνης». Στην προεκλογική εκστρατεία Μπάιντεν έγινε
χρήση των στοιχείων του ΙΦΟΠ για να υπολογιστεί πόσα έσοδα
θα αποκομίζονταν, εάν φορολογούντο τα κεφαλαιακά κέρδη επί
εισοδημάτων άνω του 1 εκατ. δολαρίων σε ετήσια βάση. Το
αποτέλεσμα ήταν σημαντικό, διότι ισοδυναμούσε με σχεδόν 800
δισ. δολάρια σε βάθος δεκαετίας.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο Μαρκ Μεϊζούρ, ο οποίος
ανέλαβε αναπληρωματικός γενικός γραμματέας του υπουργείου
Οικονομικών, αρμόδιος για τη φορολογική πολιτική. Ο κ.
Μεϊζούρ είχε διατελέσει διευθυντής του Κέντρου Φορολογικής
Πολιτικής Ούρμπαν – Μπρούκινγκς, ενός ιδρύματος που
δημιουργήθηκε από τους εμπειρογνώμονες περί τα φορολογικά
στις κυβερνήσεις Ρόναλντ Ρέιγκαν, Τζορτζ Μπους και Μπιλ
Κλίντον. Ακόμα ένα πρόσωπο επιρροής αποδείχθηκε και ο
Ντέιβιντ Κάμιν, νυν αναπληρωτής διευθυντής του Εθνικού
Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου και πρώην στέλεχος
της κυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα, όπως και η Λίλι Μπάτσελντερ.
Αμφότεροι ως καθηγητές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου
της Νέας Υόρκης είχαν δημοσιεύσει το 2019 ένα άρθρο, όπου
διατείνονταν ότι χρήζει σοβαρής εξέτασης ένας φόρος επί του
πλούτου ως μέθοδος να αντιμετωπιστούν οι ανισότητες. Τέλος,
όπως χαρακτηριστικά είχαν επισημάνει, «στην αμερικανική
οικονομία οι ανισότητες είναι έντονες και παρατηρείται
περιορισμένη διαγενεακή οικονομική κινητικότητα σε
συσχετισμό με άλλες χώρες υψηλού εισοδήματος, εξ ου και η
χώρα χρειάζεται να αποκομίσει περισσότερα έσοδα – με αυτά θα
αμβλύνει τις ανισότητες, θα χρηματοδοτήσει απολύτως
απαραίτητες νέες υπηρεσίες και επενδύσεις, καθώς και θα
ανταποκριθεί στις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές ανάγκες».
|