Με το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε να χαρακτηρίζεται
ιστορικό, με αφορμή τη συμφωνία των G7 για
την επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου 15% ανά χώρα,
αν και θα περιμένουμε να δούμε πως αυτός θα λειτουργήσει,
αφού δεν αποκλείουμε κάποιες χώρες να βρούνε νέα παραθυράκια
παρακάμπτοντας τη συμφωνία των 7 πλουσιότερων χωρών. Ένα
πολύ ενδιαφέρον άρθρο έγραψε στo Bloomberg στα τέλη της
προηγούμενης εβδομάδας ο
Lionel Laurent, σχολιάζοντας με χαρακτηριστικό τρόπο πως
οι πλούσιοι Σουηδοί ήταν από
τους πρώτους οι οποίοι προειδοποίησαν ότι η πανδημία θα είχε
βαρύ κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Όταν "χτύπησε" η
Covid-19, ο βιομήχανος Jacob Wallenberg αντιτάχθηκε σθεναρά
στα δρακόντεια lockdown, φοβούμενος την καταστροφική ανεργία
που θα επέφεραν και την συνακόλουθη κοινωνική αναταραχή.
Αυτή του η θέση συνέπεσε με τη σχετικά "μαλακή" προσέγγιση
της σουηδικής κυβέρνησης στην τήρηση των κοινωνικών
αποστάσεων στην πρώτη φάση της πανδημίας. Η οικονομία και οι
πολιτικές ελευθερίες προστατεύθηκαν, αν και τελικά με κόστος
έναν υψηλότερο αριθμό θανάτων σε σχέση με τις γειτονικές
χώρες, γεγονός που αντιμετωπίστηκε με θυμό από τους
ψηφοφόρους μέχρι και την βασιλική οικογένεια. Η εικόνα της
χώρας ως "ηθικής υπερδύναμης" τραυματίστηκε.
Όπως έγραψε ο αρθρογράφος του
Bloomberg,
σήμερα η οικονομία
επιστρέφει στα προ-πανδημικά επίπεδα, ωστόσο μια νέα
κοινωνικοοικονομική πρόκληση χρήζει αντιμετώπισης: η
ανισότητα.
Οι πλούσιοι Σουηδοί είναι πλέον πλουσιότεροι, με τις
χρηματοπιστωτικές αγορές να έχουν "τρυγήσει" τη ρευστότητα
των κεντρικών τραπεζών και την ανάκαμψη με όχημα τα εμβόλια
να καλπάζει.
Πέντε από τους κορυφαίους δισεκατομμυριούχους της χώρας
πρόσθεσαν συνολικά 18 δισεκατομμύρια δολάρια στη συνολική
τους περιουσία κατά το παρελθόν έτος, σύμφωνα με στοιχεία
του Bloomberg. Η άνοδος των τιμών των ακινήτων βοηθά στη
δημιουργία νέων εκατομμυριούχων, με τις τιμές των πολυτελών ακινήτων
στη Στοκχόλμη να έχουν σημειώσει αύξηση 7,7% σε ετήσια βάση,
σύμφωνα με την Knight Frank (το ποσοστό είναι μεγαλύτερο σε
σχέση με τα αντίστοιχα σε Σαν Φρανσίσκο και Λονδίνο). Ένας
συνδυασμός πλούσιου τεχνολογικού ταλέντου και αυξανόμενων
αποτιμήσεων των νεοφυεών επιχειρήσεων όπως η Klarna Bank
προκαλεί ενθουσιασμό μεταξύ των τραπεζιτών.
Την ίδια στιγμή, ο κλάδος των υπηρεσιών στη Σουηδία περιέκοπτε
θέσεις εργασίας και ο πληθυσμός των μεταναστών που ζουν στη
χώρα δυσκολεύεται να βρει δουλειά. Η ανισότητα, όπως
μετράται από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, είναι
μεγαλύτερη απ’ ό,τι στη δεκαετία του 1980, σύμφωνα με την
κεντρική τράπεζα.
Η έντονη αντίθεση οδηγεί σε ένα πολύ γνωστό "ρεφρέν": την
πιθανότητα επιβολής ενός φόρου μεγάλης περιουσίας.
Η υπουργός Οικονομικών Magdalena Andersson, έχοντας επίγνωση
της ζημίας για το brand της Σουηδίας ως μιας χώρας με
έντονη τάση προς τον εξισωτισμό, με ένα παμπάλαιο και ισχυρό
κράτος πρόνοιας, συζητά την ιδέα επιβολής μιας εισφοράς
στους εκατομμυριούχους.
Η Σουηδία υπήρξε ιστορικά ένας τόπος μεγαλύτερης ισότητας σε
σχέση με τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, ωστόσο πλέον
υπάρχει ένα νέο άγχος γύρω από το θέμα μετά τον Covid. Είναι
σπάνιο να παρατηρεί κανείς ένα τόσο διευρυνόμενο χάσμα
μεταξύ εκείνων που κατέχουν ακίνητα και μετοχές και εκείνων
που δεν το κάνουν, σύμφωνα με την αναλύτρια του Bloomberg
Intelligence, Johanna Jeansson.
Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, ένας ευρείας εφαρμογής φόρος
μεγάλης περιουσίας δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για την
αντιμετώπιση της ανερχόμενης ανισότητας, ανεξάρτητα από το
πόσο πολιτικά ελκυστική μοιάζει αυτή η θεωρία.
Σύμφωνα με
τον
Lionel Laurent, για
τους Σουηδούς, η απογοητευτική πραγματικότητα των φόρων
περιουσίας βρίσκεται ακόμα ζωντανή στη συλλογική μνήμη.
Η χώρα κατήργησε έναν πολύχρονο φόρο περιουσίας στα μέσα της
δεκαετίας του 2000 (μαζί με μια σειρά άλλων βαρών επί του
κεφαλαίου) που ενθάρρυνε τη διαφυγή κεφαλαίων και αποθάρρυνε
τις επενδύσεις.
Στο απόγειο της αποδοτικότητάς τους, τα συνολικά έσοδα από
αυτού του είδους τα μέτρα δεν ξεπέρασαν ποτέ το 0,4% του
ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κατά τη μεταπολεμική περίοδο,
σύμφωνα με ανάλυση της Nordic Tax Journal το 2014.
Λίγο πριν την κατάργησή του, ο φόρος αντιπροσώπευε ένα
καχεκτικό 0,16% του ΑΕΠ ως απόδοση.
Αυτό το απογοητευτικό αποτέλεσμα, το οποίο επαναλήφθηκε και
σε άλλες χώρες, είναι ο λόγος για τον οποίο τέτοιοι φόροι
στους πλούσιους περισσότερο συζητούνται παρά εφαρμόζονται
στον σύγχρονο κόσμο.
Ένας εφάπαξ φόρος αλληλεγγύης λόγω Covid, όπως εκείνος στην
Αργεντινή, μπορεί να φαντάζει πιο αποτελεσματικός - περίπου
2,4 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν συγκεντρωθεί εισπράττοντας
το 5,25% της αξίας των περιουσιακών στοιχείων από τους
πλουσιότερους ανθρώπους της Λατινικής Αμερικής. Ωστόσο ένα
τέτοιο μέτρο θα χρειαζόταν μια πολύ επιδέξια πολιτική "πινελιά"
ώστε να πεισθούν οι πολίτες ότι η κίνηση είναι εφάπαξ και να
διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών ανέπαφη εν μέσω
πανδημίας.
Θα αποτύγχανε επίσης να αντιμετωπίσει θεμελιωδώς τη
μακροπρόθεσμη πρόκληση της ανισότητας στη Σουηδία: η Knight
Frank προβλέπει ότι έως το 2025 ο αριθμός των Σουηδών με
καθαρό πλούτο άνω των 30 εκατομμυρίων δολαρίων θα αυξηθεί
κατά 59%.
Αντίθετα, η κυβέρνηση της Σουηδίας πρέπει να ακολουθήσει μια
πιο "χειρουργική" προσέγγιση και να στοχεύσει μια βασική
αιτία του εισοδηματικού χάσματος, δηλαδή τις διογκωμένες
τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Η ακίνητη περιουσία, για παράδειγμα, απολαμβάνει χαμηλής φορολόγησης, η
οποία μάλιστα έχει ανώτατο όριο. Αυτό ενθαρρύνει τους
επενδυτές να συνεχίσουν να αγοράζουν και πετά εκτός αγοράς
εκείνους που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αγοράσουν σε αυτή
τη φάση. Οι πρόσφατες συστάσεις του ΟΟΣΑ ορθώς υποστηρίζουν
τη μετάβαση μακριά από μια γενναιόδωρη φορολογική
μεταχείριση των ενυπόθηκων δανείων και από τη χαμηλή
φορολογία επί των ακινήτων.
Η έλλειψη φόρου κληρονομιάς στη χώρα χρήζει επανεξέτασης.
Χωρίς έναν τέτοιο φόρο, ο συσσωρευμένος πλούτος θα
μεταφέρεται εύκολα στους Σουηδούς γόνους πλούσιων
οικογενειών, ακριβώς τη στιγμή που η πανδημία έχει
δημιουργήσει επιπλέον εμπόδια σε λιγότερο τυχερούς νεολαίους,
εντείνοντας την ανισότητα π.χ. στο πεδίο της εκπαίδευσης.
Σε μια χώρα στην οποία οι τάξεις των πλούσιων σε περιουσιακά
στοιχεία αυξάνονται, ακόμη και αυτές οι κινήσεις θα
απαιτούσαν πολιτικό θάρρος. Κάπως απογοητευτικά, η Andersson
φαίνεται να αποκλείει την ιδέα της συμπερίληψης της ακίνητης
περιουσίας στον υπολογισμό μιας μελλοντικής φορολογικής
επιβάρυνσης για τους πλούσιους. Οι επίδοξοι Wallenbergs
πιθανόν να βρεθούν μια ημέρα μπροστά σε έναν φουσκωμένο
φορολογικό λογαριασμό, όχι όμως σύντομα.
|