Αν ως GFF κρατάμε μεγάλες επιφυλάξεις κατά πόσο αυτά που
αναφέρονται παρακάτω ισχύουν. Ή καλύτερα θα επιβεβαιωθούνε.
Πολύ ενδιαφέροντα ήτανε τα όσα έγραψε δημοσίευμα του Reuters
και συγκεκριμένα ο Edward Hadas. Όπως λοιπόν σχολίασε ο
αρθρογράφος του διεθνούς πρακτορείου, όταν
είχε πρωτοεμφανιστεί, πριν από περίπου οκτώ μήνες, η ιδέα
φορολόγησης της περιουσίας των Αμερικανών είχε βρει απήχηση
κυρίως στα άκρα του Δημοκρατικού Κόμματος. Οχι πλέον. Μία
από τις σημαντικότερες υποστηρίκτριες της πρότασης είναι η
γερουσιαστής της Μασαχουσέτης Ελίζαμπεθ Γουόρεν, η οποία
ηγείται του αγώνα για να κατακτήσει το προεδρικό χρίσμα των
Δημοκρατικών, όπως και ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, ο
οποίος υποστηρίζει επίσης τον φόρο στους πλουσιότερους
Αμερικανούς. Και ακολουθεί από κοντά ο λαός. Περίπου το 60%
των ψηφοφόρων που πήρε μέρος σε εθνική δημοσκόπηση του
Πανεπιστημίου Κουίνιπακ, τον Απρίλιο, υποστήριξε τη
φορολόγηση ατομικής περιουσίας άνω των 50 εκατ. δολαρίων. Σε
δημοσκόπηση των New York Times κατά τη διάρκεια του
καλοκαιριού τα δύο τρίτα των Αμερικανών υποστήριξαν την ιδέα,
περιλαμβανομένης της πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικανών.
Όπως
έγραψε το Reuters, η ενίσχυση των δύο Δημοκρατικών
υποψηφίων στην κούρσα για το χρίσμα, τη στιγμή που η
διαδικασία παραπομπής με το ερώτημα της καθαίρεσης ενδέχεται
να περιορίσει τις πιθανότητες επανεκλογής του Τραμπ, καθιστά
όλο και περισσότερο πιθανή την υιοθέτηση φόρου στην
περιουσία μετά τις εκλογές του 2020. Η πολιτική απήχηση του
φόρου εγείρει τρία βασικά ερωτήματα: τι είδους φόρος είναι
αυτός, αν μπορεί να επιβληθεί πρακτικά και αν θα έπρεπε να
επιβληθεί. Η βασική ιδέα πίσω από τον φόρο στην περιουσία
είναι απλή: Υπολογίστε τα καθαρά περιουσιακά σας στοιχεία,
αφαιρέστε ένα μεγάλο ποσό, ας πούμε 50 εκατ. δολάρια και
γράψτε ένα τσεκ στην κυβέρνηση με το υπόλοιπο 2% με 8%.
Επαναλάβατε τον επόμενο χρόνο. Σε ορισμένους αυτό φαντάζει
ως κυβερνητική υπερβολή, δεδομένου πως είχε ήδη φορολογηθεί
το εισόδημα με βάση το οποίο χτίστηκε η περιουσία. Ωστόσο,
οι υποστηρικτές της ιδέας φορολόγησης της περιουσίας έχουν
ένα καλό αντεπιχείρημα. Οι περισσότεροι Αμερικανοί πληρώνουν
ήδη φόρο με βάση την αξία ενός είδους περιουσιακού στοιχείου,
την οικία τους. Ο φόρος στην περιουσία απλώς επεκτείνει τον
φόρο των ακινήτων στο σύνολο της περιουσίας των πλουσίων.
Καλή η θεωρία, αλλά θα λειτουργήσει ο φόρος στην πράξη; Ο
Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών και σύμβουλος της
χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας επί χρόνια υποστηρίζει ότι
ήταν τόσο εύκολο να παρακαμφθεί ο φόρος στην περιουσία όταν
είχε εφαρμοστεί στη Δανία και στη Σουηδία, ώστε τελικά
εγκαταλείφθηκε.
Ωστόσο, σε
έκθεση για τον ΟΟΣΑ από το 2018 η Σάρα Πέρετ καταλήγει στο
συμπέρασμα, παρόμοιο με αυτό του Σάμερς, ότι ο φόρος απέτυχε
χάρη στους φορολογικούς παραδείσους. Η Πέρετ εξηγεί ότι οι
κυβερνήσεις αποδέχθηκαν τις στρατηγικές φοροαποφυγής, διότι
το πολιτικό κλίμα ήταν υπέρ της μείωσης της φορολογίας των
πλουσίων. Αν, όμως, αλλάξει η διάθεση της κοινής γνώμης,
τότε ενδέχεται να αλλάξει και το φορολογικό σύστημα. Οπως
ανακάλυψαν τα τελευταία χρόνια οι Ελβετοί τραπεζίτες, οι
μεγάλες χώρες σε γενικές γραμμές τα καταφέρνουν όταν
παίρνουν στα σοβαρά τη συλλογή φόρων. Οπότε ο φόρος στην
περιουσία είναι απλός, και πιθανώς μπορεί να επιβληθεί.
Οπότε απομένει η δυσκολότερη ερώτηση: θα πρέπει να επιβληθεί;
Η απάντηση εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς ηθικά
το θέμα, από το πώς θα πρέπει να διανέμεται ο πλούτος.
Τέτοια ερωτήματα περί δικαιοσύνης είναι τελικά φιλοσοφικά,
ωστόσο η οικονομική ανάλυση θα μπορούσε να βοηθήσει
πολιτικούς και πολίτες να κρίνουν. Για παράδειγμα, οι
οικονομολόγοι πιθανότατα μπορούν να καθησυχάσουν όσους
φοβούνται πως ο φόρος στην περιουσία θα αποτρέψει τους
ανθρώπους από το να εργάζονται σκληρά.
Ο φόρος
αρχίζει να «πονάει» όταν τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία
ανέρχονται στα 32 εκατ., όπως προτείνει ο Σάντερς ή στα 50
εκατ. που προτείνει η Γουόρεν, οπότε δεν θα περιοριστεί η
οικονομική φιλοδοξία ουδενός. Αλλωστε, κάποτε οι ΗΠΑ
επέβαλαν πολύ υψηλότερους φόρους στους πλουσίους.
|