Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο έγραψαν οι Toralf Pusch και
Arne Heise του Social
Europe, σχολιάζοντας πως κατά τη δεκαετία μετά το
τέλος της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το ποσοστό εργασίας στη
Γερμανία αυξάνεται συνεχώς. Οι αποδοχές των εργαζομένων
αυξήθηκαν, ακόμη και αυτών που δεν καλύπτονταν από
συλλογικές συμβάσεις. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις, βάσει του
κατώτατου μισθού των 8,50 ευρώ που θεσμοθετήθηκε το 2015,
σημειώθηκαν σε εργαζομένους με χαμηλά προσόντα και σε
εργαζομένους στην ανατολική Γερμανία. Παράλληλα, υπήρξε και
μία ελάχιστη σχεδόν ανεπαίσθητη αύξηση του ποσοστού ανεργίας,
η οποία ενδέχεται να σχετίζεται με τη θεσμοθέτηση του
κατώτατου μισθού. Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός
ότι όλο και περισσότεροι υποστηρίζουν την αύξηση του
κατώτατου στα 12 ευρώ την ώρα.
Σύμφωνα με την άποψη του Social Europe, πριν από πέντε
χρόνια, η συζήτηση σχετικά με τη θεσμοθέτηση του κατώτατου
είχε κινηθεί διαφορετικά, διότι ορισμένοι προειδοποιούσαν
έντονα ότι θα οδηγήσει σε τεράστια μείωση του ποσοστού
απασχόλησης. Ορισμένοι επιφανείς οικονομολόγοι εκτιμούσαν
ότι θα απειληθούν μεταξύ 425.000 και 910.000 θέσεων εργασίας,
άλλοι ότι θα καταργηθούν 570.000 θέσεις.
Πώς είναι δυνατόν οι εκτιμήσεις καταξιωμένων Γερμανών
οικονομολόγων να είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα;
Οικονομολόγοι της γερμανικής επιτροπής που ασχολείται με τον
κατώτατο μισθό τονίζουν σε πρόσφατο άρθρο τους ότι οι
προβλέψεις βασίζονταν σε ένα αυστηρό μοντέλο, υποθέτοντας
ότι υπάρχει τέλειος ανταγωνισμός στην αγορά και δεν θα
γίνονται προσλήψεις, λόγω αύξησης των μισθών. Επιπλέον, οι
προβλέψεις αντικρούονταν με εμπειρικές έρευνες, οι οποίες
απέδειξαν ότι ο αντίκτυπος της θεσμοθέτησης του κατώτατου
μισθού θα είναι μικρός ή ακόμη και ανεπαίσθητος στο ποσοστό
απασχόλησης.
Ωστόσο, οι ίδιες έρευνες δεν συμπεριέλαβαν το αποτέλεσμα της
αύξησης του κατώτατου στη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών. Η
ζήτηση μπορεί να ενισχυθεί, για παράδειγμα, εάν οι
χαμηλόμισθοι ξοδεύουν για κατανάλωση το μεγαλύτερο ποσοστό
των επιπλέον εισοδημάτων τους, το οποίο προκύπτει από την
αύξηση του κατώτατου μισθού. Κατά τρόπο έμμεσο και άμεσο
αυξάνονται οι πωλήσεις των προϊόντων.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του κατώτατου μισθού έχει
επίσης οδηγήσει στην άνοδο των τιμών, η οποία μπορεί να
στραγγαλίσει τη ζήτηση. Στην περίπτωση των τροφίμων, των
οποίων οι τιμές επηρεάζονται αρκετά από την αύξηση του
κατώτατου και αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μερίδιο των
δαπανών από τα νοικοκυριά, οι τιμές δεν επηρεάζουν τη ζήτηση,
διότι οι καταναλωτές θα εξακολουθούν να αγοράζουν τα βασικά
αγαθά ανεξάρτητα από την τιμή τους.
Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η σταθερότητα της ζήτησης
ανεξαρτήτως από τη διακύμανση των τιμών και παράλληλα η
υψηλότερη κατανάλωση από τους χαμηλόμισθους εργαζομένους
οδήγησαν σε ελάχιστη μείωση του ποσοστού απασχόλησης, παρότι
αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός (υπολογίζουμε ότι καταργήθηκαν
27.000 θέσεις εργασίας).
Τα πρώτα τρία χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του κατώτατου
μισθού, η ακαθάριστη αξία που προστέθηκε στις βιομηχανίες με
χαμηλόμισθους εργαζομένους αυξήθηκε με ρυθμό ταχύτερο σε
σχέση με ολόκληρη τη γερμανική οικονομία, ενώ προηγουμένως ο
ρυθμός ήταν πολύ χαμηλότερος. Προφανώς, οι βιομηχανίες που
επηρεάζονται έντονα από τον κατώτατο μισθό παρουσίασαν
μεγαλύτερα έσοδα.
Γενικά, η θεσμοθέτηση του κατώτατου μισθού στη Γερμανία ήταν
μία επιτυχία. Η ελάχιστη μείωση του ποσοστού απασχόλησης
αντισταθμίστηκε από την αξιοσημείωτη αύξηση στις αποδοχές
των χαμηλόμισθων. Η σχετική αύξηση των τιμών σε αρκετά
προϊόντα από βιομηχανίες που επηρεάζονται από τον κατώτατο
μισθό, φαίνεται να είναι διαχειρίσιμη, δεδομένου του χαμηλού
ρυθμού αύξησης των τιμών. Επομένως, υπάρχουν αρκετοί λόγοι
ώστε να αυξηθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός, τουλάχιστον
στα 12 ευρώ την ώρα.
|