Με τον προβληματισμό για τις πιθανές επιπτώσεις στην
κινεζική και κατ΄ επέκταση την παγκόσμια οικονομία από τις
επιπτώσεις του Κορωναιού, να αυξάνεται. Το Reuters σχολίασε
με χαρακτηριστικό τρόπο πως
πολλές επαρχίες της Κίνας έχουνε περιέλθει σε πολύ δύσκολη
οικονομική κατάσταση, καθώς αντιμετώπιζαν ήδη σημαντική
πτώση των εσόδων τους προτού εκδηλωθεί η επιδημία του
κορωνοϊού. Και όπως σχολιάζει το Reuters, οι κινεζικές αυτές
επαρχίες τώρα βλέπουν να περιορίζεται η δυνατότητά τους να
στηρίξουν την οικονομία. Σύμφωνα με τους προϋπολογισμούς που
δημοσιοποίησαν τον Ιανουάριο, προτού αρχίσει η μετάδοση της
επιδημίας, πάνω από τις μισές περιφέρειες της κινεζικής
ενδοχώρας προεξοφλούν πως το 2020 τα έσοδά τους θα αυξηθούν
λιγότερο από πέρυσι.
Σύμφωνα
πάντα με το Reuters, ειδικά όσον αφορά την επαρχία Χουμπέι,
που είναι το επίκεντρο της επιδημίας, είχε ήδη ανακοινώσει
ότι τα έσοδά της θα μειωθούν φέτος. Αυτό σημαίνει πως
περιορίζονται δραστικά τα περιθώρια της κεντρικής ηγεσίας
της χώρας για μια αναπτυξιακή δημοσιονομική πολιτική και
εκτιμάται πως τόσο οι τοπικές κυβερνήσεις όσο και το Πεκίνο
θα καταφύγουν σε νέες εκδόσεις ομολόγων και δανεισμό.
Σύμφωνα με
τα όσα έγραψε το Reuters, κυβερνήσεις και Αρχές κάθε
επιπέδου επανεξετάζουν τα σχέδιά τους για το τρέχον έτος,
καθώς εργοστάσια και επιχειρήσεις παραμένουν κλειστά στη
χώρα δημιουργώντας, έτσι, άμεσο πρόβλημα σε ό,τι αφορά τις
εισπράξεις φόρων.
Από τους
προϋπολογισμούς για το 2020 που δημοσιοποίησαν 28
περιφέρειες της Κίνας, προκύπτει σαφώς πως επιδεινώνεται η
οικονομική τους κατάσταση.
Οι
μεγαλουπόλεις όπως το Πεκίνο και η Σαγκάη προεξοφλούν πως τα
έσοδά τους θα είναι «περίπου τα ίδια» με εκείνα του 2019,
ενώ περιφερειακά αστικά κέντρα με μεγάλη οικονομική δύναμη,
όπως η Σαντόνγκ και η Τσονγκίνγκ, προβλέπουν μικρή αύξηση
εσόδων 1%.
Στην
κεντρική Κίνα, όμως, πόλεις όπως η Ανχούι, προβλέπουν πτώση
των εσόδων τους κατά 17,5% και το επίκεντρο της επιδημίας, η
περιφέρεια της Χουμπέι, σε μια αρχική εκτίμηση προέβλεπε
μείωση εσόδων περίπου 13%. Οπως επισημαίνει ο Λούις Κούιτζ,
οικονομολόγος της Oxford Economics στο Χονγκ Κονγκ, «δεδομένων
των κινδύνων που απειλούν τώρα την οικονομική ανάπτυξη, θα
ήταν πραγματικά δύσκολο αλλά και παράλογο να προσπαθήσουν οι
κινεζικές αρχές να επιτύχουν τους δημοσιονομικούς στόχους
που είχαν θέσει προτού εκδηλωθεί η επιδημία».
Η Κίνα δεν
έχει υπερβεί το όριο του 3% του ΑΕΠ που έχει θέσει για το
δημοσιονομικό έλλειμμα τουλάχιστον από το 2009. Τον Μάρτιο
πρόκειται να ανακοινώσει τον νέο επίσημο στόχο. Προ δύο
ημερών, άλλωστε, το Πεκίνο υποσχέθηκε να προχωρήσει σε νέα
μέτρα τόνωσης της οικονομίας διά στόματος του υπουργού
Οικονομικών, Λιου Κουν, που σε άρθρο του στην επίσημη
εφημερίδα της κινεζικής ηγεσίας τόνισε πως θα μειώσει τους
φόρους στις επιχειρήσεις και θα περιορίσει τις περιττές
δαπάνες της κυβέρνησης.
Στο μεταξύ,
αναμένεται να αυξηθούν οι πτωχεύσεις κινεζικών επιχειρήσεων,
που ήδη είναι πολλές τα τελευταία χρόνια. Η πολιτική μείωση
του χρέους του προέδρου Σι έχει οδηγήσει σε αυστηρότερους
κανόνες στις χορηγήσεις πιστώσεων, με αποτέλεσμα πολλές
επιχειρήσεις να μην μπορούν να δανειστούν και να
δυσκολεύονται να αποπληρώσουν παλαιότερα χρέη.
Στη
διάρκεια του 2019 πτώχευσαν 150 εταιρείες, σημειώνοντας
αύξηση από το αμέσως προηγούμενο ρεκόρ του 2018, όταν είχαν
φτάσει οι πτωχεύσεις εταιρειών τις 120. Το περασμένο έτος,
το 80% των πτωχεύσεων αφορούσε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα.
Τώρα ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s Investors
προβλέπει ότι 40 με 50 εταιρείες θα κάνουν στάση πληρωμών
για πρώτη φορά το 2020.
Σύμφωνα πάντα με τα όσα έγραψε το Reuters,
οι εξαγωγικές επιχειρήσεις της Γερμανίας θα πληγούν από την
επιδημία του κορωνοϊού στην Κίνα, που έχει προκαλέσει
προβλήματα στην παγκόσμια αλυσίδα προσφοράς. Στην εκτίμηση
αυτή καταλήγει η μηνιαία έκθεση της γερμανικής ομοσπονδιακής
τράπεζας που σκιαγραφεί μια αρκετά δυσοίωνη εικόνα της
γερμανικής οικονομίας. Σύμφωνα με την Bundesbank, η επιδημία
του κορωνοϊού αποτελεί καθοριστικό κίνδυνο για τη Γερμανία,
καθώς η Κίνα είναι καίρια αγορά για τα γερμανικά προϊόντα.
Η κινεζική
είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για τις βιομηχανίες της
Γερμανίας μετά τις ΗΠΑ, με πωλήσεις που ανέρχονται περίπου
σε 100 δισ. ευρώ ετησίως. Οπως τονίζει η Bundesbank, «μια
προσωρινή μείωση της συνολικής ζήτησης μπορεί να οδηγήσει σε
πτώση των εξαγωγών της Γερμανίας». Διευκρινίζει, άλλωστε,
ότι «η παγκόσμια αλυσίδα προσφοράς μπορεί να διαρραγεί
εξαιτίας των μέτρων ασφαλείας, ενώ σε κάποιες περιοχές
μπορεί να σημειωθεί κυκλοφοριακή συμφόρηση που θα καθυστερεί
τις παραδόσεις». Εκτιμά, πάντως, πως η εγχώρια ζήτηση και ο
κατασκευαστικός κλάδος θα εξακολουθήσουν να στηρίζουν τη
μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης. Παράλληλα, από την ίδια
έκθεση της Bundesbank προκύπτει πως στα τέλη του περασμένου
έτους η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία περιήλθε σε
στασιμότητα.
Οι
εκτιμήσεις και οι προειδοποιήσεις της Bundesbank απηχούν
ανάλογες επισημάνσεις που έδωσε στη δημοσιότητα την
περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
|