Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο
έγραψε στο Social Europe, o Stefan Stanev και τις αλλαγές
στα εργασιακά που πρέπει κατά την άποψη του να κάνει η Uber.
Όπως έγραψε στο άρθρο του,
η διαμεσολάβηση των ψηφιακών
τεχνολογιών μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών έχει αλλάξει
σημαντικά την αγορά εργασίας στον κλάδο παροχής προϊόντων
και υπηρεσιών. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας οδήγησε σε
αύξηση του ανταγωνισμού και ανέδειξε ορισμένες άτυπες μορφές
εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν συμβάσεις εργασίας με
νέους όρους και πολλές φορές παρακάμπτουν το εργατικό δίκαιο.
Σύμφωνα με
την άποψη του, τρανταχτό είναι το παράδειγμα της νομικής
σχέσης μεταξύ Uber και των εργαζομένων της. Μέσω της
πλατφόρμας μπορεί κάποιος να αναζητήσει υπηρεσίες μεταφοράς.
Συγκεκριμένα, η εφαρμογή για το κινητό εντοπίζει την
τοποθεσία του χρήστη και βρίσκει τον πλησιέστερο οδηγό, ο
οποίος έχει συμβληθεί με την εταιρεία. Η Uber χρεώνει τον
χρήστη εκ μέρους του παρόχου της υπηρεσίας μεταφοράς και
ύστερα διοχετεύει ένα μέρος του ποσού στον (μη υπάλληλο)
οδηγό. Παράλληλα, η Uber έχει τη διακριτική ευχέρεια να
αλλάξει τους όρους και τις προϋποθέσεις χωρίς να απαιτεί τη
συναίνεση του οδηγού. Ο οδηγός έχει το δικαίωμα να δεχθεί ή
να απορρίψει το αίτημα, εξυπηρετώντας συνεπώς τους δικούς
του οικονομικούς στόχους.
Μέσω της
εφαρμογής, ο χρήστης μπορεί να βαθμολογήσει τους οδηγούς.
Επομένως, η εταιρεία έχει τον έλεγχο και μπορεί να
απενεργοποιήσει τον λογαριασμό του οδηγού στην περίπτωση που
έχει συγκεντρώσει αρκετές χαμηλές βαθμολογίες.
Εκ πρώτης
όψεως, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι η σχέση μεταξύ
Uber και των οδηγών της εμπίπτει στο αστικό δίκαιο, διότι ο
υπάλληλος είναι ανεξάρτητος από την εταιρεία που ζητάει την
υπηρεσία του. Στην πραγματικότητα, όμως, η οικονομική
δραστηριότητα των οδηγών της Uber δεν είναι ανεξάρτητη,
καθώς η εταιρεία καθορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της
υπηρεσίας. Το επιχειρηματικό μοντέλο της Uber περιλαμβάνει,
μεταξύ άλλων, τη σύνδεση μεταξύ χρηστών και οδηγών, καθώς
και την παροχή μεταφοράς, η οποία προσφέρει έσοδα στην
εταιρεία.
Η σύνδεση
μεταξύ αναζήτησης και παροχής μεταφοράς δεν έχει από μόνη
της οικονομική αξία. Επομένως, θα έπρεπε να εξεταστεί
συνολικά μαζί με την υπηρεσία μεταφοράς. Ως αποτέλεσμα, όπως
έκρινε και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ), η Uber
είναι μια συνηθισμένη υπηρεσία μεταφορών. Η παροχή υπηρεσιών
μεταφοράς περιλαμβάνει συνήθως τη σύναψη μιας ή περισσότερων
συμβάσεων εργασίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σχετική
εταιρεία μπορεί, ανάλογα με τις ανάγκες της, να προσλάβει
εξωτερικούς συνεργάτες, οι οποίοι δεν είναι εργαζόμενοι. Το
κριτήριο που διαφοροποιεί τη σύμβαση εργασίας από μια
σύμβαση με εξωτερικό συνεργάτη είναι ότι στην πρώτη ο
υπάλληλος δεν έχει ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα και
δεσμεύεται από τις απαιτήσεις του εργοδότη και από τους
στόχους της εταιρείας.
Βάσει
προηγούμενων αποφάσεων του ΔΕΕ, υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις
για την εγκυρότητα μιας σύμβασης εργασίας: η ανάληψη μιας
υποχρέωσης για παροχή έργου ή υπηρεσιών με αντάλλαγμα μισθό,
η ενσωμάτωση του εργαζομένου στον οργανισμό του εργοδότη και
η εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη, ο οποίος φέρει
την ευθύνη για την πραγματοποίηση των όρων. Εάν θεωρηθεί ότι
ο εργαζόμενος παρέχει υπηρεσίες που δεν αξίζουν επαρκή μισθό
ή εάν η εργασία του διαρκεί για περιορισμένο χρονικό
διάστημα, τότε πρόκειται για εξωτερικό συνεργάτη. Επίσης,
εάν ο υπάλληλος διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια στη λήψη
αποφάσεων και στην περίπτωση που η δουλειά του δεν ελέγχεται
άμεσα, τότε επίσης πρόκειται για εξωτερικό συνεργάτη.
Η
δραστηριότητα των οδηγών της Uber δεν είναι ανεξάρτητη και
παράλληλα η εταιρεία καθορίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της
υπηρεσίας –το κόστος και την αμοιβή του οδηγού– και ασκεί
έλεγχο στην παροχή της υπηρεσίας, απαιτώντας δηλαδή από τους
οδηγούς να ακολουθήσουν τις επιταγές της. Συνεπώς, η νομική
σχέση μεταξύ της Uber και των οδηγών της θα έπρεπε να
εμπίπτει και να εναρμονίζεται με τους κανόνες του εργατικού
δικαίου.
|