Όπως έγραψε
πριν από μερικές ημέρες σε ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον άρθρο
του ο
Mohamed A. El-Erian
πρόεδρος του Queens’ College - Cambridge University και
επικεφαλής σύμβουλος στο Global Development Council του
πρώην προέδρου των ΗΠΑ Μπάρακ Ομπάμα), μετά
την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι
κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες στις προηγμένες
οικονομίες δεσμεύθηκαν ότι δεν θα αφήσουν ποτέ ξανά το
τραπεζικό σύστημα να κρατήσει όμηρο την πολιτική, πόσω
μάλλον να απειλήσει την οικονομική και κοινωνική ευημερία.
Δεκατρία χρόνια αργότερα, εκπλήρωσαν εν μέρει μόνο αυτή τη
δέσμευση. Ενα άλλο μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος
κινδυνεύει τώρα να καταστρέψει την ανθεκτική, χωρίς
αποκλεισμούς και βιώσιμη ανάκαμψη από το τρομερό σοκ της
Covid-19.
Δεδομένων
των μεγεθών που υπάρχουν, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός
ότι οι κεντρικές τράπεζες συγκεκριμένα προχωρούν πολύ
προσεκτικά αυτό το διάστημα, φοβούμενες ότι θα διαταράξουν
τις χρηματοπιστωτικές αγορές με τρόπο που θα υπονόμευε την
οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία.
Η
μακροχρόνια εξελισσόμενη αλληλεξαρτώμενη σχέση των κεντρικών
τραπεζών με τον χρηματοπιστωτικό τομέα φαίνεται ότι οδήγησε
τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής να πιστεύουν ότι δεν είχαν
άλλη επιλογή από το να απομονώσουν τον τομέα από τη σκληρή
πραγματικότητα της πανδημίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια
ακόμη πιο εντυπωσιακή αποσύνδεση μεταξύ της Wall Street και
της Main Street και έδωσε μια επιπλέον ανησυχητική ώθηση
στην ανισότητα του πλούτου. Κατά τους 12 μήνες έως τον
Απρίλιο του 2021, ο συνδυασμένος πλούτος των
δισεκατομμυριούχων στην ετήσια παγκόσμια λίστα του
περιοδικού «Forbes» αυξήθηκε κατά 5 τρισεκατομμύρια δολάρια,
σε 13 τρισεκατομμύρια δολάρια. Και ο παγκόσμιος πληθυσμός
δισεκατομμυριούχων αυξήθηκε κατά περίπου 700 από το
προηγούμενο έτος, φθάνοντας στο υψηλό όλων των εποχών – πάνω
από 2.700 άτομα. Δεν θα ήταν συνετό οι υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής απλώς να ελπίζουν για το καλύτερο – δηλαδή, έναν
τύπο χρηματοοικονομικού από μηχανής θεού όπου μια ισχυρή και
γρήγορη οικονομική ανάκαμψη εξαργυρώνει την τεράστια αύξηση
του χρέους, της μόχλευσης και της αποτίμησης περιουσιακών
στοιχείων.
Αντ’ αυτού,
πρέπει να δράσουν τώρα για να μετριάσουν την υπερβολική
ανάληψη κινδύνων του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό πρέπει να
περιλαμβάνει τον περιορισμό και τη μείωση του χρέους. Την
επιβολή ισχυρότερων κριτηρίων καταλληλότητας σε μεσάζοντες
deals. Την ενίσχυση της αξιολόγησης, της εποπτείας και της
ρύθμισης των μη τραπεζικών ιδρυμάτων. Και μείωση των
φορολογικών πλεονεκτημάτων των επενδυτικών κερδών. Αυτά τα
βήματα, τόσο μεμονωμένα όσο και συλλογικά, δεν αποτελούν από
μόνα τους πανάκεια για ένα επίμονο και αυξανόμενο πρόβλημα.
Αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για περαιτέρω καθυστέρηση.
Οσο περισσότερο αφήνουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής την
τρέχουσα κατάσταση, τόσο μεγαλύτερη είναι η απειλή για την
οικονομική και κοινωνική ευημερία και τόσο μεγαλύτερος είναι
ο κίνδυνος να ξεσπάσει μια ακόμη κρίση.
|