Με το μεγάλο
ερώτημα να έχει να κάνει με την επόμενη ημέρα της παγκόσμιας
οικονομίας μετά την πανδημία. Ένα ζήτημα στο οποίο πάρα
πολλές έχουμε αναφερθεί τον τελευταίο καιρό και λογικά θα
λέγαμε, αφού πέρασε ένας
χρόνος με πρωτοφανείς ενέσεις ρευστού στην παγκόσμια
οικονομία και οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες αρχίζουν να
αποσύρουν σταδιακά τα μέτρα τόνωσης των νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων. Και όπως χαρακτηριστικά έγραψε το Reuters, κι
αυτό υποχρεώνει τις οικονομίες και τις διεθνείς
κεφαλαιαγορές να αρχίσουν και πάλι να πορεύονται με τις
δικές τους δυνάμεις. Πάντως, αυτό δεν δείχνει να δυσαρεστεί
τους πάντες. Από τον Μάρτιο του 2020 οι κεντρικές τράπεζες
και οι κυβερνήσεις έχουν πλημμυρίσει τις αγορές με σχεδόν 27
τρισ. δολάρια, ήτοι το ένα τρίτο του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ,
όπως υπολογίζει η εταιρεία επιχειρηματικών συμβούλων
CrossBorder Capital. Εκτοτε, οι τιμές των μετοχών των
επιχειρήσεων σε διεθνή κλίμακα έχουν ενισχυθεί κατά 85%, η
οικονομική ανάπτυξη ανακτά τον βηματισμό της από την
κατάρρευση που υπέστη πέρυσι λόγω πανδημίας, σε μία περίοδο
που ο πληθωρισμός αυξάνεται. Ορισμένοι οικονομολόγοι
επισημαίνουν ότι το να εξακολουθήσει η ροή ρευστού με τον
περυσινό ρυθμό, υπάρχει κίνδυνος να κάνει μεγάλη ζημιά παρά
καλό. Παρά ταύτα, το ρευστό πλεονάζει και είναι και φθηνό.
Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι στα τέλη Μαρτίου το 82% των
κεντρικών τραπεζών ακολουθούσε χαλαρή νομισματική, εν
συγκρίσει με το 88% του Ιανουαρίου, όπως εκτιμά η
CrossBorder.
Τον
Απρίλιο, πάντως, η Τράπεζα του Καναδά άρχισε να
αναδιπλώνεται, μειώνοντας τις αγορές περιουσιακών στοιχείων
και αποστέλλοντας το μήνυμα ότι ενδεχομένως θα προχωρήσει σε
αύξηση επιτοκίων το 2022. Στη δε Τράπεζα της Αγγλίας ελήφθη
προ ημερών η απόφαση να περιοριστεί η διοχέτευση ρευστού
στον οικονομικό μηχανισμό, ενώ η Oμοσπονδιακή Τράπεζα των
ΗΠΑ (Fed) πιθανώς να αρχίσει να ελαττώνει τις αγορές
ομολόγων έως και την εκπνοή του έτους. Με άλλα λόγια, η
αύξηση της ρευστότητας έχει ήδη φθάσει στο αποκορύφωμά της
και αρχίζει να φθίνει. Συνολικά μιλώντας, τα χρήματα από τις
κεντρικές τράπεζες και τα ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,
που κατευθύνθηκαν στην οικονομία, στις ΗΠΑ, την Κίνα, την
Ευρωζώνη, την Ιαπωνία και τη Βρετανία ξεπέρασαν το 28,8% του
ΑΕΠ το 2020, αλλά σήμερα φθάνουν αντιστοίχως σε ποσοστό
18,5%, όπως υπολογίζει ο Στιβ Ντόζι, υπεύθυνος για τη
μακροοικονομική στρατηγική στην Pictet Asset Management. Και
συμπληρώνει πως «η αιτία πίσω από αυτό είναι κυρίως η Κίνα,
διότι μείωσε κατά το ήμισυ τη ρευστότητα από τα επίπεδα
ρεκόρ της περασμένης εβδομάδας».
Τα δε
κρατικά μέτρα στήριξης υποχωρούν, όπως και οι περιορισμοί.
Κατά τον υπεύθυνο στρατηγικής της JPMorgan, Νικόλαο
Πανυγηρτζόγλου, οι συνήθεις δείκτες υπερβάλλουσας
ρευστότητας δείχνουν πως αυτή περιστέλλεται: πρώτον, η
αύξηση στην προσφορά χρήματος ως προς το ΑΕΠ εξασθενεί,
αντιστρέφοντας την τάση του 2020, και, δεύτερον, οι
επενδύσεις μεγάλων οίκων σε ρευστό σε συσχετισμό με τις
τοποθετήσεις τους σε μετοχές και ομόλογα είναι χαμηλότατες.
|