Η λήψη
αυστηρών μέτρων από την κινεζική κυβέρνηση κατά της Alibaba,
πέρυσι, και της εταιρείας συνεπιβατισμού, Didi, φέτος,
προκάλεσε έντονες ανησυχίες σχετικά με το μέλλον της
τεχνολογίας στη χώρα. Ορισμένοι θεωρούν τις πρόσφατες
κινεζικές κανονιστικές παρεμβάσεις ως μία προσπάθεια της
Κίνας να ασκήσει τον εντατικό έλεγχο που ασκούν οι ΗΠΑ στους
τεχνολογικούς κολοσσούς. Άλλοι το αντιμετωπίζουν ως
προσπάθεια ελέγχου των δεδομένων που, ειδάλλως, θα
εκμεταλλεύονταν οι δυτικές χώρες. Ενώ, άλλοι, όπως είναι
λογικό, το χαρακτηρίζουν προσπάθεια του Κομμουνιστικoύ
Κόμματος της Κίνας να υπενθυμίσει στις μεγάλες κινεζικές
εταιρείες ότι είναι αυτό που συνεχίζει να ασκεί την εξουσία
στη χώρα.
Tα παραπάνω
ανέφερε σε πρόσφατο άρθρο στο Prοject Syndicate
o Daron Acemoglou (Καθηγητής
Οικονομικών στο αμερικανικό Τεχνολογικό Ινστιτούτο
Μασαχουσέτης (MIT) και συν-συγγραφέας (μαζί τον Τζέιμς
Ρόμπινσον) των βιβλίων” Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη: οι
καταβολές της ισχύος, της ευημερίας και της φτώχειας” και “Ο
Στενός Διάδρομος: Κράτη, Κοινωνίες και η Μοίρα της
Ελευθερίας”, προσθέτοντας πως
ωστόσο, οι
ενέργειες της κινεζικής κυβέρνησης αποτελούν μέρος μίας
ευρύτερης τεταμένης σχέσης Κίνας – ΗΠΑ, με πιθανές σοβαρές
επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά τη σταθερή επιδείνωση
των σινο-αμερικανικών οικονομικών και στρατηγικών σχέσεων,
λίγοι πίστευαν ότι η αντιπαλότητα αυτή θα μπορούσε να
μετατραπεί σε γεωπολιτική αντιπαράθεση που θα μοιάζει με
Ψυχρό Πόλεμο. Για ένα διάστημα, οι ΗΠΑ εξαρτώνταν υπερβολικά
από την Κίνα και οι δύο οικονομίες ήταν πολύ στενά
συνδεδεμένες. Τώρα, ωστόσο, κατευθυνόμαστε σε μία εντελώς
διαφορετική ισορροπία.
Τρεις
αλληλένδετοι παράγοντες καθόρισαν τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο πρώτος,
και ίσως ο πιο σημαντικός, ήταν η ιδεολογική αντιπαλότητα. Η
Δύση, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, και η Σοβιετική Ένωση είχαν
εντελώς διαφορετικά οράματα για το πώς θα πρέπει να
οργανωθεί ο κόσμος. Η καθεμία από αυτές τις δυνάμεις
προσπάθησε να διαδώσει το δικό της όραμα, πολλές φορές
χρησιμοποιώντας μέχρι και ειδεχθή μέσα. Υπήρχε, επίσης, μία
στρατιωτική διάσταση, η οποία γίνεται πιο εύκολα αντιληπτή
μέσω του πυρηνικού ανταγωνισμού των δύο αυτών χωρών. Και οι
δύο χώρες ήταν πρόθυμες να εξασφαλίσουν το προβάδισμα στην
επιστημονική, την τεχνολογική και την οικονομική πρόοδο,
καθώς αναγνώριζαν ότι κάτι τέτοιοθα διαδραμάτιζε καθοριστικό
ρόλο για την κυριαρχία τους στον ιδεολογικό και στρατιωτικό
τομέα.
Παρόλο που
οι Σοβιετικοί δεν κατάφεραν να σημειώσουν την επιτυχία των
ΗΠΑ στον οικονομικό τομέα, κατάφεραν να σημειώσουν από νωρίς
μερικές νίκες στο τεχνολογικό και στρατιωτικό πεδίο. Η
επιτυχής εκτόξευση του δορυφόρου Sputnik ήταν ένα σημαντικό
γεγονός που «ταρακούνησε» τις ΗΠΑ.
Οι έντονες
αντιπαλότητες, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου,
οφείλονταν, κυρίως, στο ότι οι σχέσεις ΗΠΑ και Σοβιετικής
Ένωσης ήταν τεταμένες. Οι επενδύσεις και οι τεχνολογικές
εξελίξεις στις ΗΠΑ δεν έφταναν στους Σοβιετικούς (πλην
μερικών περιπτώσεων μέσω κατασκοπείας), όπως φτάνουν στην
Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλλά τώρα,
οι εχθροπραξίες των Σινοαμερικανών, που επιδεινώθηκαν από
την ασυνάρτητη διπλωματία του Ντόναλντ Τραμπ, θυμίζουν
αρκετά τις αντιπαραθέσεις κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Το
ιδεολογικό χάσμα, το οποίο δεν υπήρχε καν σαν σκέψη πριν από
20 χρόνια, είναι πλέον σαφές, με τη Δύση να εξυμνεί τις
αρετές της δημοκρατίας (όποιες κι αν είναι αυτές), ενώ η
Κίνα προωθεί με αυτοπεποίθηση το αυταρχικό της μοντέλο σε
όλο τον κόσμο, ειδικά στην Ασία και την Αφρική.
Ταυτόχρονα,
η Κίνα άνοιξε νέα στρατιωτικά μέτωπα, κυρίως στη Θάλασσα της
Νότιας Κίνας και στα Στενά της Ταϊβάν. Και, φυσικά, την
τελευταία δεκαετία, ο οικονομικός και τεχνολογικός
ανταγωνισμός έχει κλιμακωθεί, με τις δύο πλευρές να
καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι βρίσκονται σε έναν υπαρξιακό
αγώνα, με σκοπό να επιτύχουν την κυριαρχία στην τεχνητή
νοημοσύνη. Ίσως το ότι και οι δύο χώρες εστιάζουν στην
τεχνητή νοημοσύνη να αποβεί λάθος, ωστόσο, δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι η γνώση σωστής χρήσης των ψηφιακών τεχνολογιών,
της βιοεπιστήμης, των προηγμένων ηλεκτρονικών και των
ημιαγωγών είναι υψίστης σημασίας.
Ορισμένοι
παρατηρητές χαιρέτισαν αυτή τη νέα αντιπαλότητα, πιστεύοντας
ότι θα δώσει στη Δύση έναν σαφώς καθορισμένο κοινό σκοπό. Η
«στιγμή Σπούτνικ », εξάλλου, ήταν αυτή που ώθησε την
κυβέρνηση των ΗΠΑ να επενδύσει σε υποδομές, την εκπαίδευση
και τις νέες τεχνολογίες. Μια παρόμοια αποστολή για τη
δημόσια πολιτική, σήμερα, μπορεί να αποφέρει πολλά οφέλη.
Πράγματι, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ήδη αρχίσει να
πλαισιώνει τις επενδυτικές προτεραιότητες των ΗΠΑ στο
πλαίσιο της Σινο-αμερικανικής αντιπαλότητας.
Είναι
αλήθεια ότι πολλές από τις επιτυχίες της Δύσης κατά τη
διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οφείλονταν στο ότι οι ΗΠΑ και η
Κίνα ήταν τελείως διαφορετικές. Το μοντέλο σοσιαλδημοκρατίας
της Δυτικής Ευρώπης θεωρήθηκε μία καλή εναλλακτική λύση στον
σοβιετικό αυταρχικό σοσιαλισμό. Παρομοίως, η ανάπτυξη που
είχε ως κινητήριο δύναμη την αγορά στη Νότια Κορέα και την
Ταϊβάν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απειλή του
κομμουνισμού, η οποία ανάγκασε τις αυταρχικές κυβερνήσεις να
αποφύγουν την υπερβολική καταπίεση, να προβούν σε γεωργικές
μεταρρυθμίσεις και να επενδύσουν στην εκπαίδευση.
Ωστόσο, τα
πιθανά οφέλη μίας νέας στιγμής Sputnik είναι πιο σημαντικά
από τις επιπτώσεις των κακών σχέσεων Κίνας – ΗΠΑ. Στη
σημερινή εποχή, η παγκόσμια συνεργασία είναι υψίστης
σημασίας. Η αντιπαλότητα με την Κίνα, παρόλο ζωτικής
σημασίας για την υπεράσπιση της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο,
δεν είναι η μοναδική προτεραιότητα της Δύσης. Η κλιματική
αλλαγή αποτελεί, επίσης ,πολιτιστική απειλή και θα
καταστήσει αναγκαία τη στενή συνεργασία Κίνας-ΗΠΑ.
Επιπλέον,
οι σχολιαστές τείνουν σήμερα να υποβαθμίζουν το τεράστιο
κόστος του Ψυχρού Πολέμου. Εάν η Δύση στερείται πλέον
αξιοπιστίας όταν υποστηρίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη
δημοκρατία – όπως και το Χονγκ Κονγκ αλλά και η Κίνα – αυτό
δεν οφείλεται μόνο στις καταστροφικές στρατιωτικές
παρεμβάσεις στη Μέση Ανατολή. Κατά τα έτη σύγκρουσης ΗΠΑ-
Σοβετρικής Ένωσης, η Δύση ανέτρεψε δημοκρατικά εκλεγμένες
κυβερνήσεις στο Ιράν (1953) και τη Γουατεμάλα (1954),
υποστήριξε βάραβαρους δικτάτορες όπως τον Ζοζέφ Μομπούτου
στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και τον Αουγκούστο Πινοσέτ
στη Χιλή.
Είναι
εξίσου λάθος να πιστεύουμε ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ενίσχυσε τη
διεθνή σταθερότητα. Αντιθέτως, ο πυρηνικός ανταγωνισμός και
η ακραία πολιτική που ακολουθούσαν και οι δύο πλευρές
προετοίμασε το έδαφος για πόλεμο. Η κρίση των πυραύλων της
Κούβας δεν ήταν η μόνη φορά που οι ΗΠΑ και οι Σοβιετικοί
έφτασαν τόσο κοντά σε μία ανοιχτή σύγκρουση (και σε«αμοιβαία
εγγυημένη καταστροφή»). Πολύ κοντά σε τέτοιου είδους
σύγκρουση έφτασαν και το 1973, κατά τη διάρκεια του πολέμου
του Γιομ Κιπούρ το 1983, όταν τα σοβιετικά συστήματα
έγκαιρης προειδοποίησης έστελναν ψευδείς συναγερμούς σχετικά
με την εκτόξευση διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων των ΗΠΑ,
όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Το
στοίχημα, σήμερα, είναι να επιτευχθεί ένα μοντέλο ειρηνικής
συνύπαρξης που θα επιτρέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ των
ασυμβίβαστων οραμάτων του κόσμου και της συνεργασίας σε
γεωπολιτικά και κλιματικά ζητήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι η
Δύση πρέπει να αποδεχθεί τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων της Κίνας ή να εγκαταλείψει τους συμμάχους της
στην Ασία, αλλά ούτε πρέπει να πέσει σε μία παγίδα τύπου
Ψυχρού Πολέμου. Η άσκηση μιας ηθικής εξωτερικής πολιτικής
είναι ακόμη εφικτή, ειδικά εάν οι δυτικές κυβερνήσεις
επιτρέψουν στις κοινωνίες των πολιτών τους να ελέγξουν τις
καταχρήσεις της Κίνας και στο εσωτερικό της, αλλά και στο
εξωτερικό.
|