Στις φιλελεύθερες
αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες, όπου το
νομοθετικό σώμα είναι αποτέλεσμα της έκφρασης
της βούλησης των πολιτών, κάθε ψηφισμένος νόμος
είναι υποχρεωτικός. Δεν επαφίεται στην
διακριτική ευχέρεια του κάθε πολίτη ο σεβασμός
και η εφαρμογή του. Αλίμονο, αν εφαρμόζαμε μόνο
τους νόμους που μας βρίσκουν απολύτως σύμφωνους.
Ο
εμβολιασμός υπήρξε κατ’
αρχήν προαιρετικός.
Υποχρεωτικός κατέστη για
τους υγειονομικούς και
το πλήρωμα της ΕΜΑΚ εξαιτίας
της φύσης του
επαγγέλματος και του
εγγυητικού ρόλου της
ζωής, που αυτές οι δυο
κατηγορίες εργαζομένων
καλούνται να επιτελέσουν.
Το
Συμβούλιο της
Επικρατείας αποφάνθηκε
ότι ο υποχρεωτικός
εμβολιασμός ήταν
σύμφωνος με το Σύνταγμα
τόσο για τους
υγειονομικούς όσο και
για την περίπτωση της
ΕΜΑΚ. Λόγοι δημόσιας
υγείας επέβαλλαν το
αυτονόητο.
Το
2020 το ΣτΕ –σε ανύποπτο
χρόνο σε σχέση με την
εξέλιξη της πανδημίας–
έχει επίσης αποφασίσει
υπέρ της
υποχρεωτικότητας
εμβολιασμού νηπίου,
επειδή αφενός έθετε σε
κίνδυνο τα υπόλοιπα
νήπια και αφετέρου
επειδή δεν μπορούσε να
επωφελείται από το υγιές
περιβάλλον που
εξασφάλιζαν τα υπόλοιπα
εμβολιασμένα νήπια.
Ανάλογη απόφαση που
επικυρώνει τον
υποχρεωτικό εμβολιασμό
των νηπίων έχει εκδώσει
και το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου κατά της
Τσεχίας. Το ΕΔΔΑ
αποφάνθηκε ότι ο
υποχρεωτικός εμβολιασμός
είναι «αναγκαίος σε μία
δημοκρατική κοινωνία…
ακόμη και σε εκείνους
που αισθάνονται λιγότερο
απειλούμενοι από την
νόσο, από την στιγμή που
τίθεται το θέμα της
προστασίας των πλέον
ευάλωτων ατόμων».
Μετά
από σχεδόν δύο χρόνια
πανδημίας, θρηνούμε
μέχρι στιγμής 18.500
νεκρούς. Η
υποχρεωτικότητα
επεκτάθηκε και στους άνω
των εξήντα ετών. Γιατί;
Τα
επιστημονικά δεδομένα
λένε ότι 9 στους 10
Έλληνες που πεθαίνουν
σήμερα είναι άνω των 60
ετών. 7 στους 10
διασωληνωμένους στις ΜΕΘ
ανήκουν στην ίδια
κατηγορία και παραπάνω
από 8 στους 10 δεν έχουν
εμβολιαστεί.
Η
ελλιπής τους προστασία
απέναντι στον ιό οδηγεί
μαθηματικά σε
περισσότερους νεκρούς.
Το 83% των συμπολιτών
μας άνω των 60 έχουν
εμβολιαστεί. Πείστηκαν
με κάποιο τρόπο. Αλλά
μιλάμε για το 17% το
οποίο δεν έχει
εμβολιαστεί ακόμα και το
οποίο είναι πολύ μεγάλο
ποσοστό για να το
αγνοήσει κανείς.
Είναι
αδιαμφισβήτητο ότι η
υποχρεωτικότητα του
εμβολιασμού περιορίζει,
κατ’ αρχήν, ένα
συνταγματικά
κατοχυρωμένο δικαίωμα,
αυτό της προστασίας της
υγείας (ά. 5 παρ. 5 Σ)
και, ως ειδικότερη
έκφανσή του, αυτό στην
σωματική ακεραιότητα (ά.
7 παρ. 2 Σ). Ωστόσο,
κανένα δικαίωμα δεν
ασκείται ανεξέλεγκτα,
ακόμα κι όταν
διατυπώνεται στο
Σύνταγμα ανεπιφύλακτα.
Προκειμένου να καταστεί
ο περιορισμός
συνταγματικός,
επιβάλλεται η ανεύρεση
στο κείμενο του
Συντάγματος ενός
δημοσίου σκοπού, η
επιδίωξη του οποίου να
κρίνεται υπέρτερη της
πλήρους άσκησης του
δικαιώματος που
περιορίζεται. Ο δημόσιος
σκοπός εδώ είναι
προφανής. Πρόκειται για
την προστασία της
δημόσιας υγείας (ά. 21
παρ. 3 Σ), όπως αυτή
εξειδικεύεται από την
απώλεια ανθρώπινων ζωών
και την βιωσιμότητα του
Εθνικού Συστήματος
Υγείας.
Με
την υποχρεωτικότητα και
τη διοικητική κύρωση του
προστίμου ο νομοθέτης
αναβαθμίζει τον
εμβολιασμό για τους 60+
σε προϋπόθεση επιβίωσης,
καθώς η διακινδύνευση
για κάθε πολίτη άνω των
εξήντα και το κοινωνικό
σύνολο εν γένει είναι
πολύ αυξημένη.
Η
σωματική ακεραιότητα των
λίγων υποχωρεί μπροστά
στην εξασφάλιση της
υγείας του συνόλου. Στο
σύνολο δε αυτό δεν
περιλαμβάνονται μόνο
όσοι κινδυνεύουν να
νοσήσουν από covid, αλλά
όλοι ανεξαιρέτως που για
οποιονδήποτε λόγο θα
χρειαστούν ένα επαρκές
σύστημα υγείας.
Πρόκειται για απαίτηση
που τοποθετείται πέρα
και πάνω από την
πανδημία, αφού και οι
υπόλοιπες ασθένειες ή τα
ατυχήματα δεν έχουν
ξαφνικά εξαλειφθεί, αλλά
μπορούν να οδηγήσουν σε
νοσηλεία, χειρουργείο ή
σε ΜΕΘ.
Φυσικά, η ύπαρξη και
μόνο ενός υπέρτερου
δημοσίου σκοπού δεν
αρκεί. Απαιτείται,
επιπλέον, να τηρείται η
αρχή της αναλογικότητας,
δηλαδή ο περιορισμός να
είναι πρόσφορος,
αναγκαίος και stricto
sensu αναλογικός. Ως
προς την προσφορότητα,
δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι οι εμβολιασμένοι δεν
νοσούν τόσο βαριά όσο οι
ανεμβολίαστοι και οι
πιθανότητες να εισαχθούν
σε ΜΕΘ είναι πολύ
περιορισμένες.
Το
μέτρο, εκτός από
πρόσφορο, ήταν και
αναγκαίο. Κι αυτό γιατί
ηπιότερα μέτρα ελήφθησαν,
αλλά αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά.
Δεν επιβλήθηκε γενική
υποχρέωση εμβολιασμού.
Ακόμα και οι άνω των
εξήντα δεν αποκλείστηκαν
συλλήβδην από την
κοινωνική ζωή της χώρας.
Το όφελος που προκύπτει
από τον εμβολιασμό των
άνω των εξήντα είναι
σαφώς μεγαλύτερο από τη
ζημία.
Η
Πολιτεία δεν δικαιούται
να νίπτει τας χείρας της
όταν έχουμε εκατό
νεκρούς τη μέρα. Ούτε
βέβαια, όταν έχει
λιγότερους. Η πρόβλεψη
του προστίμου των 100
ευρώ υπενθυμίζει ότι, αν
εσύ δεν ενδιαφέρεσαι για
τη ζωή σου, η Πολιτεία
οφείλει να το κάνει. Αν
συνεχίσεις να φέρεσαι
ανεύθυνα προς τον εαυτό
σου και το κοινωνικό
σύνολο, υπάρχει ένα
τίμημα. Ξεκινάει από τα
100 ευρώ τον μήνα και
μπορεί να φτάσει μέχρι
τη ζωή σου. Ή τη ζωή του
διπλανού σου. Αν είναι
επιλογή σου ο θάνατος, η
Πολιτεία οφείλει να
λάβει όλα τα μέτρα για
την προστασία του
καθενός ξεχωριστά, αλλά
και της δημόσιας υγείας
εν συνόλω.
Έχουμε συνηθίσει τον
θάνατο σαν κοινωνία και
σαν πολιτικό σύστημα που
φέρεται ανεύθυνα
απέναντι στον κοινό
εχθρό. Συζητούμε για το
πρόστιμο αντί για το
τίμημα της απώλειας της
ζωής. Κάτι δείχνει αυτό
για τις αξίες μας σαν
κοινωνία και την αξία
της συναίνεσης.
Εν
όψει μετάλλαξης Όμικρον
(ποιος ξέρει ποια ακόμη
έπεται) και χειμώνα
επιβάλλεται η σταδιακή
επέκταση του
υποχρεωτικού εμβολιασμού
και σε άλλες ηλικίες
πέραν των 60+, ακόμα
στην εστίαση, την
εκπαίδευση και τα σώματα
ασφαλείας. Είναι δυνατόν
όσοι πηγαίνουν στα
εστιατόρια να είναι
υποχρεωτικά
εμβολιασμένοι, αλλά οι
εργαζόμενοι να μην είναι;
«Χρειαζόμαστε
τώρα δραστικά μέτρα. Η
Αριστερά στέκεται στο
πλευρό της επιστήμης και
ζητεί για αυτό την
επιβολή lockdown και
γενικής υποχρέωσης
εμβολιασμού των ενηλίκων
ως μέσο αντιμετώπισης
της πανδημίας»,
αναφέρεται στην απόφαση
του Προεδρείου της
Αριστεράς στην Γερμανία.
«Η υποχρέωση εμβολιασμού
δεν μπορεί πλέον να
σπάσει το τέταρτο κύμα
της πανδημίας, είναι
όμως ως έσχατη λύση ένα
αποφασιστικό εργαλείο
για να εμποδίσουμε
επόμενα κύματα και να
σώσουμε ανθρώπινες ζωές».
Το
παρόν αποτελεί προϊόν
μυθοπλασίας… για τα
ελληνικά δεδομένα. Τα
πρόσωπα, τα ονόματα και
οι καταστάσεις είναι
φανταστικά και
οποιαδήποτε ομοιότητα
είναι συμπτωματική και
δεν ανταποκρίνεται στην
πραγματικότητα.
Πραγματικότητα, όμως, θα
καταστεί σύντομα το
ηθικό δίλημμα των
γιατρών για το ποιος θα
ζήσει και ποιος θα
πεθάνει.