Η
πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που
μετατόπισε την έμφαση από την φορολόγηση των
μελλοντικών εργαζομένων στην αποταμίευση των
τωρινών για τη σύνταξη, έφερε στην επιφάνεια
απόψεις και χαρακτηρισμούς που αξίζει να τους
ξανασκεφτούμε. Το αποταμιευτικό σχέδιο
χαρακτηρίστηκε προδοσία των νέων και πρόσκληση
σε τζόγο λόγω της επένδυσης μέρους των
αποταμιεύσεων σε μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια. Το
ότι οι φτωχότεροι θα μπορούσαν να είναι και να
αποκαλούνται «επενδυτές» χλευάστηκε ως κοροϊδία.
Δεν γνωρίζω αν αυτές οι αντιδράσεις απέδωσαν
επικοινωνιακά ή πολιτικά. Αυτό που γνωρίζω είναι
ότι η καλλιέργεια μιας τέτοιας αντιμετώπισης
προς αποταμιευτικά σχέδια δεν είναι κάτι που
συντελεί στην μακροπρόθεσμη ευημερία των πολιτών
ή που εύκολα θα ξεπεράσουμε ως αντίληψη στο
μέλλον.
Το δημογραφικό πρόβλημα
σημαίνει ότι στο μέλλον
οι εργαζόμενοι νέοι θα
είναι πολύ λιγότεροι σε
αναλογία με τους
συνταξιούχους, ώστε ένα
ανεκτό επίπεδο φόρων να
μπορεί να προσφέρει
αξιοπρεπείς συντάξεις.
Αντί για μια προσδοκία
μελλοντικής
φοροεπιδρομής ή
αλόγιστου δανεισμού, ένα
αποταμιευτικό σύστημα
απευθύνεται στον καλό
νοικοκύρη που δεν θέλει
να γίνει βάρος στα
παιδιά του και
αποταμιεύει για να μη
τους ζητάει χρήματα ή να
τους επιβάλλει χρέη όταν
γεράσει. Σίγουρα,
υπάρχει η αβεβαιότητα αν
θα μαζευτούν αρκετά. Μας
απασχολεί, όμως, η
αβεβαιότητα των
αποδόσεων στις
αποταμιεύσεις
περισσότερο από την
βεβαιότητα της
μελλοντικής σύγκρουσης
με άτομα που δεν
επέλεξαν να είναι
λιγότερα απ’ ό,τι
χρειάζεται για να μας
συντηρήσουν;
Γιατί μιλάμε για
αβεβαιότητα και πώς
διαφοροποιείται από τον
τζόγο; Ιδιαίτερα σε
εποχές μηδενικών
επιτοκίων, αλλά και
εκτός αυτών, η μερική
επένδυση των
αποταμιεύσεων σε
διαφοροποιημένα
χαρτοφυλάκια μετοχών
συμβάλλει ιδιαίτερα στην
αύξηση του κεφαλαίου που
θα έχουμε στην διάθεση
μας στην σύνταξη. Για να
το κάνω χειροπιαστό,
κάποιος που τοποθέτησε
ένα ποσόν σε
συνταξιοδοτικό
λογαριασμό με σημαντική
έκθεση σε μετοχές στις
ΗΠΑ το 1990 (π.χ. δύο
τρίτα) και υπεύθυνη
διαχείριση χωρίς να έχει
εισφέρει τίποτε από τότε,
έχει σήμερα
οκταπλασιάσει το
κεφάλαιο αυτό. Θα τον
αποκαλέσουμε τζογαδόρο ή
υπεύθυνο επενδυτή;
Ανάλογες αποδόσεις
αναμένουν τα ελληνικά
νοικοκυριά που θα
επενδύσουν σε
διαφοροποιημένα
χαρτοφυλάκια που
περιέχουν και ομόλογα
και μετοχές, τόσο
ελληνικές όσο και του
εξωτερικού, και που θα
τα διαχειρίζονται
υπεύθυνοι φορείς.
Όντως θα μετατρέψουμε
τους χαμηλόμισθους
συμπατριώτες μας σε «επενδυτές»
ή τους κοροϊδεύουμε με
αυτόν τον όρο; Τόσο στις
ΗΠΑ όσο και στη Σουηδία,
το συνταξιοδοτικό
σύστημα επέδρασε
αποφασιστικά στην τάση
των νοικοκυριών να
κρατούν μετοχές. Περίπου
5 στα 10 νοικοκυριά στις
ΗΠΑ και 7 στα 10 στη
Σουηδία κρατούν μετοχές,
συνήθως επειδή τις
περιλαμβάνουν στον
συνταξιοδοτικό τους
λογαριασμό. Στην Σουηδία
ακόμη και μέρος των
εισφορών στις Κοινωνικές
Ασφαλίσεις επενδύεται
υποχρεωτικά σε
χαρτοφυλάκιο και όχι
μόνο ο δεύτερος πυλώνας
που πρόσφατα
αποφασίστηκε στην Ελλάδα.
Στις ΗΠΑ και σε άλλες
χώρες, μετοχές
περιλαμβάνονται και σε
ιδιωτικούς
συνταξιοδοτικούς
λογαριασμούς, στον τρίτο
πυλώνα του συστήματος,
με αναβολή είσπραξης
φόρου στα ποσά που
επενδύονται. Αυτό είναι
ένα βήμα που η Ελλάδα
δεν έχει κάνει ακόμη.
Και στους δύο αυτούς
πυλώνες, η βιβλιογραφία
έχει δείξει ότι οι
επενδυτές κάθε άλλο παρά
ως τζογαδόροι
συμπεριφέρονται.
Αγοράζουν και πωλούν
μετοχές που έχουν
τοποθετηθεί στον
συνταξιοδοτικό τους
λογαριασμό σπανιότατα ή
και καθόλου, παρά το
γεγονός ότι
παρατηρούνται υπερβολικά
συχνές συναλλαγές σε
μετοχές από αυτούς που
τις τοποθετούν σε
επενδυτικούς
λογαριασμούς για άλλους
σκοπούς.
Η μετάβαση σε
αποταμιευτικά συστήματα
συντάξεων, όμως, έχει
και σημαντικό αποτέλεσμα
στην κοινωνική συνοχή,
που τόσο χρειαζόμαστε. Η
αποταμίευση μετατοπίζει
το βάρος της
χρηματοδότησής μας από
τους μελλοντικούς νέους
στην δική μας επιλογή
και σύνεση. Η ευρύτερη
κράτηση μετοχών
επιτρέπει στους πολλούς
να ωφελούνται από τα
διαμοιραζόμενα ή
αναμενόμενα κέρδη των
επιχειρήσεων και να
συμμετέχουν στην
χρηματοδότηση νέων
επιχειρήσεων που
συντελούν στην ανάπτυξη.
Η επίτευξη μεγαλύτερων
αποδόσεων και μεγέθυνσης
μέσω των επενδύσεων σε
μετοχές μπορεί να
συμβάλει στην ευημερία,
την θετική αντιμετώπιση
της επιχειρηματικότητας,
που τόσο χρειαζόμαστε
για ανάπτυξη, αλλά και
στην μεγαλύτερη
κοινωνική συνοχή.
Στο 2021, η ανάπτυξη και
η συνοχή πρέπει να
υπερκεράσουν τους
μικροκομματικούς
υπολογισμούς άλλων
καιρών. Στην δεκαετία
του 1980, η συντηρητική
Thatcher προωθούσε την
κράτηση μετοχών σε
ιδιωτικοποιημένες
εταιρείες και ως μέσο
στήριξης και κοινωνικής
αποδοχής της
βιομηχανικής της
πολιτικής. Τον ίδιο
καιρό, η κυβέρνηση της
Ανατολικής Γερμανίας
παρουσίαζε τις μετοχές
ως όργανο του
καπιταλισμού. Καμιά από
τις δυο κομματικές
προσπάθειες δεν απέδωσε
μακροπρόθεσμα. Αν και η
άμεση κράτηση μετοχών
στις ιδιωτικοποιημένες
εταιρείες αυξήθηκε στη
Μεγάλη Βρετανία, αυτή
δεν επεκτάθηκε σε άλλες
εταιρείες εκείνη την
εποχή. Με την κατάρρευση
του τείχους του
Βερολίνου, οι
Ανατολικογερμανοί
έσπευσαν να αγοράσουν
μετοχές, ανάλογα με τις
οικονομικές τους
δυνατότητες αλλά
αντίστοιχα με τους
Δυτικογερμανούς.
Υπάρχουν στοιχεία, όμως,
που δείχνουν ότι η
προπαγάνδα σε σχέση με
τις μετοχές δεν
ξεχνιέται και επηρεάζει
την συμπεριφορά των
πολιτών πολλά χρόνια
μετά. Φοβάμαι ότι η πολύ
χαμηλή τωρινή συμμετοχή
των Ελλήνων σε μετοχές
δεν αντέχει το βάρος
κομματικών
αντιπαραθέσεων στο θέμα
αρχής και θα έχει
μακροπρόθεσμα αρνητικά
αποτελέσματα.
Αν πρόκειται οι Έλληνες
να ωφεληθούν από την
αναμόρφωση του
ασφαλιστικού προς την
κατεύθυνση της
αποταμίευσης, είτε είναι
ασφαλισμένοι είτε είναι
επιχειρήσεις, πρέπει να
μετατοπίσουμε τη
συζήτηση από τον «τζόγο»
στην επίτευξη
ικανοποιητικών αποδόσεων
για όσο το δυνατόν
περισσότερους και με
βάση τις προτιμήσεις
τους ως προς το ρίσκο.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι
πώς θα βεβαιωθούμε ότι
ακόμη και αυτοί που δεν
έχουν τις γνώσεις και
την εμπειρία των
ομολόγων και των μετοχών
θα ωφεληθούν από αυτή
την απαραίτητη στροφή.
Εδώ, όμως, χρειάζεται η
πολιτεία να προσφέρει
και επενδυτικές επιλογές
που να εφαρμόζονται
αυτόματα και προς το
συμφέρον των πολιτών,
όταν οι ασφαλιζόμενοι
δεν επιθυμούν ή δεν
μπορούν να επιλέξουν
μόνοι τους. Υπάρχει ήδη
σημαντική έρευνα για την
αποτελεσματικότητα αυτών
των αυτόματων επιλογών,
αλλά και
χρηματοοικονομικά
προϊόντα που τις
περιέχουν, π.χ. για να
μειώνουν τον επενδυτικό
κίνδυνο ανάλογα με την
ηλικία. Οι υποβοηθητικοί
αυτοματισμοί, η έγκαιρη
και αξιόπιστη ενημέρωση,
η παροχή ορθών συμβουλών
χωρίς σύγκρουση
συμφερόντων και τέλος η
καλλιέργεια
χρηματοοικονομικής
παιδείας πρέπει να είναι
τα πεδία στα οποία και
οι ειδικοί και οι
πολιτικοί αξίζει να
εστιάσουν τις
προσπάθειες και τον
διάλογό τους στο άμεσο
μέλλον.
Ο
Μιχάλης Χαλιάσος είναι
κάτοχος της Έδρας
Μακροοικονομικών και
Χρηματοοικονομικής στο
Πανεπιστήμιο Γκαίτε της
Φραγκφούρτης, διευθυντής
του πανευρωπαϊκού
δικτύου του CEPR για τη
χρηματοοικονομική
συμπεριφορά των
νοικοκυριών και
σύμβουλος της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας για
τα περιουσιακά στοιχεία
των νοικοκυριών.