Το
επόμενο διάστημα θα διαπιστώσουμε πώς θα
αντιδράσουν οι οικονομίες.
Ηταν ωραία
όσο κράτησε. Αλλά δεν ήταν μια, όπως λέμε,
κανονικότητα. Οι τράπεζες φτιάχτηκαν ως
αποταμιευτικοί οργανισμοί που προσφέρουν
αποδόσεις μέσω των τόκων στους καταθέτες. Αυτά
τα χρήματα στη συνέχεια τα επενδύουν σε άλλους
ανθρώπους και εταιρείες, χρεώνοντας αντίστοιχα
και αυτούς με επιτόκια και κάπως έτσι λειτουργεί
η οικονομία. Τα τελευταία χρόνια συμβαίνουν
αφύσικα πράγματα. Τα επιτόκια σε μεγάλους
οικονομικούς σχηματισμούς όπως η ευρωζώνη είναι
αρνητικά, σχεδόν από το 2014. Δηλαδή οι τράπεζες
των χωρών μελών στις περισσότερες περιπτώσεις
πρόσφεραν αρνητικά ή σταθερά επιτόκια,
αποθαρρύνοντας τους καταθέτες – πελάτες τους να
τους εμπιστευτούν τα χρήματά τους. Ο στόχος ήταν
να ξοδέψουν αυτά τα χρήματα ή να τα επενδύσουν.
Στις πιο πολλές περιπτώσεις αυτό δεν γίνονταν.
Γιατί απλά δεν μπορεί κανένας να υποχρεώσει
κάποιον άλλον, να κάνει κάτι που δεν θέλει.
Οπότε κρατούσαν τα χρήματα «κάτω από τα στρώματα».
Οι τράπεζες με τη σειρά
τους, «γυρνούσαν την
πλάτη» στον παραδοσιακό
τους πελάτη, καθώς είχαν
άφθονη ρευστότητα με
τεχνητό τρόπο από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα. Τη ρευστότητα
αυτή επιχειρούσαν να τη
διοχετεύσουν στην
οικονομία αναζητώντας
βιώσιμα επενδυτικά
σχέδια, χωρίς όμως να
παίρνουν το ανάλογο
επενδυτικό ρίσκο, όπως
παραδοσιακά έκαναν οι
τράπεζες. Με αυτό τον
τρόπο τα
χρηματοπιστωτικά
ιδρύματα σε χώρες όπως η
Ελλάδα απομακρύνθηκαν
από την κανονική
τραπεζική λειτουργία,
καθώς ούτε καταθέσεις
μπορούσαν να
προσελκύσουν ούτε
επενδυτικά ρίσκα να
πάρουν.
Αυτή η αφύσικη κατάσταση
δείχνει να τελειώνει.
Και πολύ κράτησε. Η
οικονομική ιστορία έχει
δείξει ότι αυτού του
είδους τα μέτρα που
είναι χρήσιμα για να
ξεπεραστεί μια δύσκολη
περίοδος, πρέπει να
είναι προσωρινά. Δεν
μπορούν να κρατούν για
μεγάλα διαστήματα.
Αλλιώς το προσωρινό και
η στρέβλωση γίνεται
κανονικότητα,
προκαλώντας μεγαλύτερα
προβλήματα.
Τα αρνητικά επιτόκια
εφαρμόστηκαν για να
συγκρατήσουν τα δημόσια
χρέη που είχαν πάρει την
ανιούσα, μετά την
προηγούμενη κρίση του
2008-2009. Από τότε
έχουν περάσει 13-14
χρόνια. Αν ήταν παιδί θα
τελείωνε το γυμνάσιο και
εμείς (στην ευρωζώνη)
ακόμα εφαρμόζουμε μέτρα.
Κι όμως τα εθνικά χρέη
παντού στην ευρωζώνη
έχουν αυξηθεί. Η Ελλάδα
είναι από μόνη της μια
περίπτωση, αλλά υπάρχουν
χώρες με χρέος άνω του
100% του ΑΕΠ όπως η
Γερμανία, που την
πληρώνουν οι επενδυτές
για να τη δανείσουν. Κι
αυτό το λέμε οικονομία.
Ξοδεύουμε περισσότερα
από όσα κερδίζουμε και
τα παιδιά μας – και τα
παιδιά τους – θα
επιβαρυνθούν με την
αποπληρωμή όλων των
χρεών. Ως γνωστόν, εμείς
στην Ελλάδα το
γνωρίζουμε καλά, τα
αυξανόμενα χρέη
προσφέρουν μόνο
προσωρινή ανακούφιση,
αλλά εξασφαλίζουν
μακροπρόθεσμη δυστυχία.
Το «τρένο οπότε φεύγει
από τον σταθμό» κατά
πάσα πιθανότητα από τον
επόμενο μήνα και οι
εκτιμήσεις είναι ότι η
ΕΚΤ θα προχωρήσει ίσως
και σε δύο αυξήσεις των
επιτοκίων εντός του
2022, φέρνοντας το
βασικό επιτόκιό της στο
μηδέν. Το πρόβλημα είναι
ότι το μισό του
παγκόσμιου χρέους με
αρνητική απόδοση
εκφράζεται σήμερα σε
ευρώ. Αυτό θα τελειώσει.
Οι χώρες θα βρεθούν με
επιτοκιακές επιβαρύνσεις
οι οποίες ως γνωστόν
πληρώνονται από τους
προϋπολογισμούς.
Το επόμενο διάστημα θα
διαπιστώσουμε πώς θα
αντιδράσουν οι
οικονομίες. Πόσο έτοιμες
θα είναι να
αντιμετωπίσουν τη νέα
κατάσταση που
διαμορφώνεται. Το
κρίσιμο θα είναι ο
ρυθμός ανάπτυξης που θα
μπορεί να επιτευχθεί.
Εχω την εντύπωση ότι η
επιστροφή των καταθέσεων
στο τραπεζικό σύστημα
δεν θα αρκεί για την
ανάκαμψη της οικονομίας.
Αν δεν αρθούν όλοι αυτοί
οι υπερ-κανόνες που
έχουν δημιουργηθεί στο
ευρωσύστημα, κάνοντας το
τραπεζικό σύστημα
γραφειοκρατικό και
αφιλόξενο σε επενδυτές,
το πρώτο διάστημα μετά
την αύξηση των επιτοκίων
θα είναι δύσκολο…