Η περιπέτεια της διαχείρισης των μνημονίων
από τον Τσίπρα υποτίθεται τελείωσε το καλοκαίρι
του 2018 με την «καθαρή έξοδο». Πολιτική που
αποφασίσθηκε ένα χρόνο πριν και οριστικοποιήθηκε
στις αρχές του 2018. Η «καθαρή έξοδος», μεταξύ
άλλων, καθόριζε και τη στάση της ΕΚΤ απέναντί
μας. Απουσία επενδυτικής διαβάθμισης, οι
ελληνικοί τίτλοι δεν θα ήταν επιλέξιμοι για τα
προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, ούτε οι
τράπεζές μας θα είχαν πρόσβαση στη φθηνή
ρευστότητα της ΕΚΤ. Απέναντι στην ελληνική
επιλογή, οι δανειστές απαίτησαν πολιτική που θα
εγγυάται την αποφυγή τυπικής χρεοκοπίας –
ανεξαρτήτως επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία.
Οπότε προέκυψαν το θηριώδες μαξιλάρι και η
πανάκριβη ανταλλαγή επιτοκίου (interest rate
swap) των διακρατικών δανείων του πρώτου
μνημονίου. Το μεν αφαιρούσε ρευστότητα από την
οικονομία, η δε εξασφάλιζε σταθερότητα στο
κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, σε πολύ υψηλά
επίπεδα όμως. Το πλέγμα των προβλέψεων αυτών
έβαζε βαρίδι στην οικονομία, στραγγάλιζε τις
τράπεζες και δεν επέτρεπε ανάπτυξη πέραν μιας
αναιμικής. Στασιμοχρεοκοπία ονόμασε ευφυώς την
κατάσταση ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Παραδόξως, η «καθαρή
έξοδος» είναι και πάλι
επίκαιρη. Η αγωνία όλων
μας (έπρεπε να) είναι
κατά πόσον θα
επιστρέψουμε, με το
τέλος της συνεδρίασης
του Γενικού Συμβουλίου
της ΕΚΤ την Πέμπτη, στο
πλαίσιο που προδιέγραψαν
οι Τσίπρας – Τσακαλώτος.
Η Ελλάδα έχει αποστεί
από αυτό το πλαίσιο από
την άνοιξη 2020, κατ’
εξαίρεσιν, για την
αντιμετώπιση της
υγειονομικής κρίσης. Ας
δούμε τι αποκόμισε η
Ελλάδα από την αναστολή
των περιορισμών της «καθαρής
εξόδου» – και τι
διακυβεύεται στο
Συμβούλιο της Πέμπτης.
Τα ελληνικά
αξιόγραφα έγιναν δεκτά
στην πανδημική ποσοτική
χαλάρωση, PEPP. Οι
αποδόσεις τους έφθασαν
σε ιστορικά χαμηλά –
ακόμη και σήμερα που
πιέζονται τα ελληνικά
ομόλογα είναι στο 1/3
αυτών του 2018.
Σχεδόν το μισό των
ελληνικών ομολόγων
διακρατείται από το
ευρωσύστημα και επειδή
οι τόκοι επιστρέφουν στο
Δημόσιο, το σχετικό
κόστος εξυπηρέτησης έχει
πέσει σχεδόν στο μισό.
Τα τραπεζικά ενέχυρα
έγιναν αποδεκτά σε ύψος
60 δισ. ευρώ, παρέχοντας
ρευστότητα 47 δισ. ευρώ
στις τράπεζες («κούρεμα»
εγγυήσεων 22%). Πριν από
την εξαίρεση, μόνο 16
δισ. ενεχύρων ήταν
αποδεκτά, παρέχοντας
ρευστότητα 7,6 δισ. ευρώ
(«κούρεμα» εγγυήσεων
53%). Η ρευστότητα
παρέχεται με αρνητικό
επιτόκιο -1%.
Τι σημαίνουν αυτά
για την ελληνική
οικονομία; Το κόστος
δανεισμού –και των
επιχειρήσεων– έχει πέσει
δραστικά. Το πραγματικό
κόστος εξυπηρέτησης του
δημοσίου χρέους έχει
πέσει. Η ρευστότητα των
τραπεζών, σε συνδυασμό
με τα κέρδη από τα
ομόλογα και το αρνητικό
επιτόκιο ΕΚΤ, επέτρεψε
την εφαρμογή πολιτικών
για τη ραγδαία μείωση
των κόκκινων δανείων. Οι
τράπεζές μας μπορούν πια
να ασκούν τραπεζική και
να οδηγήσουν την
ανάπτυξη.
Το τίμημα της
καθαρής εξόδου ήταν βαρύ.
Τουλάχιστον δύο χρόνια
αναιμικής ανάπτυξης.
Είναι ειρωνεία της
Ιστορίας: ο κορωνοϊός
έσωσε την ελληνική
οικονομία από τα βαρίδια
της αντιμνημονιακής
ιδεοληψίας και την έβαλε
σε πορεία ταχείας
ανάπτυξης. Οχι ο ιός,
βέβαια, αλλά οι
παρεμβάσεις της ΕΚΤ και
οι εξαιρέσεις που
δόθηκαν. Ας μην
υποτιμάμε τη βαρύτητα
των αποφάσεων. Σε καμιά
περίπτωση δεν ήταν
αυτονόητες, ούτε εύκολες
για την ΕΚΤ. Το μαρτυρεί
άλλωστε η απόσταση των
δύο μηνών (Μάρτιος –
Μάιος 2020) ανάμεσα στην
κατ’ εξαίρεσιν
επιλεξιμότητα των
ομολόγων και του waiver
για τα τραπεζικά ενέχυρα.
Κατ’ ακολουθίαν, οι
αποφάσεις που θα ληφθούν
την Πέμπτη και θα
αφορούν την Ελλάδα, δεν
είναι βέβαιο προς τα πού
θα κλίνουν. Η διαρροή
προς Bloomberg πως δεν
θα ενταχθούν τα ελληνικά
ομόλογα στο «κανονικό»
πρόγραμμα ποσοτικής
χαλάρωσης, APP, ήταν
κεραμίδα για τους
αισιόδοξους και διέψευσε
όσους καλλιεργούσαν
προσδοκίες. Πρέπει να
γίνει συνείδηση σε όλους
πως η επιστροφή στο
πλαίσιο «καθαρής εξόδου»
θα είναι τροχοπέδη για
την ανάπτυξη. Ελπίζουμε
ο Στουρνάρας να τα
καταφέρει πάλι.
Για να είμαστε
δίκαιοι με τους Τσίπρα –
Τσακαλώτο, η αξιωματική
αντιπολίτευση του 2018
έστερξε στην καθαρή
έξοδο. Η μόνη διαθέσιμη
εναλλακτική πολιτική
ήταν η πιστοληπτική
γραμμή από τον ESM, για
την οποία ο τότε αρχηγός
της αξιωματικής
αντιπολίτευσης είχε
δηλώσει «εμείς δεν τη
ζητήσαμε ποτέ». Η
πιστοληπτική γραμμή του
ESM μεταφέρει τη
φερεγγυότητα του
δανειστή στον
δανειζόμενο. Είναι
συμβατή με την πολιτική
της Ν.Δ. του 2018 η
άρνηση κάθε συζήτησης
για την πανδημική
πιστοληπτική γραμμή του
ESM – 2% του ΑΕΠ 2019,
3,8 δισ. ευρώ, με σχεδόν
μηδενικό επιτόκιο χωρίς
καμιά δέσμευση πέραν της
ενισχυμένης εποπτείας,
στην οποία ήδη είμαστε
μέχρι το καλοκαίρι 2022
και επιλέξιμες δαπάνες
αναδρομικά από τον
Φεβρουάριο 2020. Ως
κυβέρνηση πια η Ν.Δ.
καταθέτει τον δικό της
αντιμνημονιασμό.
Μπορούμε να υποθέσουμε
πως η αγωνία του
Στουρνάρα, όταν θα
ζητάει ειδική
αντιμετώπιση για την
Ελλάδα, είναι η πιθανή
τοποθέτηση κάποιου από
τους άλλους 18
κεντρικούς τραπεζίτες: «Γιατί
δεν παίρνετε τη γραμμή
του ESM, ώστε να
μετέχετε ισότιμα σε όλα
χωρίς να χρειάζονται
εξαιρέσεις;».
* Ο κ. Γιώργος
Προκοπάκης είναι
σύμβουλος επιχειρήσεων.
** Το άρθρο αυτό
δημοσιεύτηκε αρχικά στην
Καθημερινή.