Τα επόμενα χρόνια, μεταξύ των πιο σοβαρών
προβλημάτων, όπως οι ανισότητες, το χρέος, η
ευελιξία της εργασίας, η κλιματική αλλαγή, το δημογραφικό,
κ.λ.π., που θα αντιμετωπίσουν οι ευρωπαϊκές
χώρες, η γήρανση του πληθυσμού, με τα σημερινά
δεδομένα, προδιαγράφεται ότι θα είναι το πιο
σημαντικό πρόβλημα όχι μόνο γιατί επηρεάζει την
βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης
και πρόνοιας αλλά γιατί επηρεάζει σε μεγάλο
βαθμό την ίδια την λειτουργία και αναπαραγωγή
των κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών. Κι αυτό
γιατί, μεταξύ των άλλων, η γήρανση του πληθυσμού
επηρεάζει και μεταβάλλει τις καταναλωτικές και
τις επενδυτικές προτιμήσεις, δεδομένου ότι ένας
γηρασμένος πληθυσμός τείνει σε πιο συντηρητικές
επενδυτικές επιλογές και οικονομικές
δραστηριότητες.
Η παρατήρηση αυτή
σημαίνει ότι, κατά τα
επόμενα χρόνια, θα είναι
δυσκολότερο να
επιτευχθούν υψηλοί
ρυθμοί ανάπτυξης σε
οικονομίες με γηρασμένο
εργατικό δυναμικό (Amlan
Roy (2015) “Why global
demographics matter:
GDP, Debt, inflation and
Asset Prices”, CFA
Institute). Πράγματι,
από την στιγμή που η
γήρανση του πληθυσμού
αποτελεί το φαινόμενο
στο οποίο η ηλικιακή
δομή του πληθυσμού
μετατοπίζεται όλο και
περισσότερο προς τις
μεγαλύτερες ηλικίες, η
αιτία του, κατά βάση,
συνιστά την ταυτόχρονη
μεταβολή δύο
δημογραφικών παραγόντων,
δηλαδή της χαμηλής
γονιμότητας (υπογεννητικότητα)
και της ταυτόχρονης
αύξησης του προσδόκιμου
ζωής.
Έτσι, η μετατόπιση της
ηλικιακής πυραμίδας προς
τις μεγαλύτερες ηλικίες
που προκαλεί το
φαινόμενο της γήρανσης
του πληθυσμού έχει ως
τελικό αποτέλεσμα τη
σταδιακή συρρίκνωση του
πληθυσμού μίας χώρας.
Πράγματι, σύμφωνα με τις
τελευταίες δημογραφικές
προβολές της Eurostat
(EuroPop2019), ο
πληθυσμός της χώρας μας
από 10,7 εκατ. πληθυσμό
το έτος 2020 εκτιμάται
ότι θα μειωθεί στα 8,6
εκατ. το έτος 2070.
Δηλαδή, ο πληθυσμός της
χώρας μας θα μειωθεί
κατά σχεδόν 2,1 εκατ.
άτομα (24,3%).
Σε αυτές τις
δημογραφικές προβολές
λαμβάνεται ως υπόθεση
εργασίας ότι ο δείκτης
γονιμότητας από 1,3
παιδιά ανά γυναίκα σε
ηλικία γονιμότητας το
έτος 2020, θα αυξηθεί σε
1,4 παιδιά το έτος 2025,
θα παραμείνει σε αυτά τα
επίπεδα μέχρι το 2050
και θα αυξηθεί στα 1,5
παιδιά μέχρι το έτος
2070. Ταυτόχρονα το
προσδόκιμο ζωής των
ανδρών θα αυξηθεί κατά 7
έτη (από 79 έτη το 2020
στα 86 έτη το 2070) και
των γυναικών κατά 6 έτη
(από 84 ετών το 2020 σε
90 ετών το 2070).
Έτσι, η χώρα μας το 2030
θα είναι η γηραιότερη
στην Ευρώπη, καθώς
σήμερα βρίσκεται στην
δεύτερη χειρότερη θέση,
μετά την Ιταλία.
Παράλληλα, το 2020 οι
γεννήσεις στη χώρα μας
ήταν 84.767 και οι
θάνατοι 131.084, δηλαδή
η φυσική μεταβολή του
πληθυσμού της χώρας μας
μειώθηκε κατά 46.317
άτομα. Από την ανάλυση
των δημογραφικών
προβολών της χώρας μας
παρατηρείται ότι παρόλο
που ο δείκτης
γονιμότητας αυξάνει στο
επίπεδο των 1,5 παιδιών
ανά γυναίκα σε ηλικία
γονιμότητας, οι
γεννήσεις μειώνονται
συνεχώς, σε βαθμό που οι
εκτιμήσεις αναφέρονται
σε μείωση των γεννήσεων
μέχρι το 2030 στα 75.000
και μέχρι το 2070 στα
67.000 άτομα.
Στην προοπτική αυτή, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή εκτιμά ότι η
τάση αυτή θα συνεχιστεί
με τις υφιστάμενες
δημογραφικές πολιτικές
αντιμετώπισης της
γήρανσης του πληθυσμού
στην χώρα μας. Με άλλα
λόγια, η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, από μία οπτική
των ασκούμενων πολιτικών
δημογραφικής αδράνειας
στην χώρα μας, θεωρεί
ότι η χαμηλή γονιμότητα
(υπογεννητικότητα) και η
συρρίκνωση του πληθυσμού
στην Ελλάδα αποτελεί
αναπόφευκτο γεγονός.
Έτσι, εξαντλεί τις
επισημάνσεις της στην
αντιμετώπιση της
γήρανσης του πληθυσμού
μόνο από την άποψη της
οικονομικής πλευράς,
εστιάζοντας, κατά βάση,
στην διαχείριση των
παρενεργειών της
γήρανσης του πληθυσμού
με την μείωση των
κοινωνικών δαπανών.
Όμως, η σοβαρότητα από
κάθε άποψη (πληθυσμιακή,
αναπτυξιακή, κοινωνική,
γεωοικονομική,
γεωπολιτική) του
δημογραφικού προβλήματος
στην Ελλάδα, επιβάλλει
τον άμεσο και κατά
προτεραιότητα σχεδιασμό
επιθετικών πολιτικών
αντιμετώπισης της
υπογεννητικότητας και
της γήρανσης του
πληθυσμού, προκειμένου
να ανακοπεί ή
τουλάχιστον να
περιοριστεί κατά την
τρέχουσα και κατά τις
επόμενες δεκαετίες ο
ρυθμός μείωσης του
πληθυσμού στην χώρα μας.
Στην κατεύθυνση αυτή
επιβάλλεται τόσο ο
ποσοτικός προσδιορισμός
των επιδιωκόμενων στόχων,
όσο και η
συγκεκριμενοποίηση του
περιεχομένου μίας
επιθετικής δημογραφικής
πολιτικής, με την έννοια
ότι θα επιδιώκει και θα
αξιολογείται η
βραχυπρόθεσμη και
ουσιαστική αντιμετώπιση
των βασικών αιτίων της
υπογεννητικότητας στην
χώρα μας.
Πράγματι, σύμφωνα με την
έρευνα (ΕΚΠΑ, 2019 και
HOPEgenesis, 2019) ως
βασικά, μεταξύ των άλλων,
αίτια της υπογεννητικότητας καταγράφονται:
α) η αβεβαιότητα στον
εργασιακό χώρο, β) η
διαθεσιμότητα, η
πρόσβαση και η ποιότητα
των δημόσιων υπηρεσιών
υγείας και γ) το επίπεδο
του οικογενειακού
εισοδήματος (σημαντική
οικονομική υποστήριξη
κατά την γέννηση,
αυξανόμενη ανάλογα με
τον αριθμό των παιδιών)
των νέων ζευγαριών.
Κατά συνέπεια, ο
ποσοτικός προσδιορισμός
(υπόθεση εργασίας) ενός
αισιόδοξου στόχου
αύξησης των γεννήσεων
από 85.000 (2020- 1,3
παιδιά ανά γυναίκα σε
ηλικία γονιμότητας) σε
120.000 γεννήσεις (1,85
παιδιά ανά γυναίκα σε
ηλικία γονιμότητας) τον
χρόνο με την υλοποίηση
των προαναφερόμενων
προτάσεων δημογραφικής
πολιτικής είναι κατά τις
εκτιμήσεις μας εφικτός
και επιβεβλημένος,
προκειμένου να αμβλυνθεί,
κατά την δεκαετία
2023-2032, το αρνητικό
ισοζύγιο
γεννήσεων-θανάτων στην
χώρα μας. Έτσι, στην
προοπτική αυτή, σύμφωνα
με τους υπολογισμούς μας,
ο πληθυσμός της χώρας
μας θα διαμορφωθεί το
2070 στο επίπεδο των 9,9
εκατ. ατόμων και όχι των
8,6 εκατ. ατόμων όπως
εκτιμάται με τα σημερινά
δεδομένα από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αυτό σημαίνει ότι ο
πληθυσμός στην Ελλάδα
μέχρι το 2070 θα μειωθεί
κατά 800.000 άτομα και
όχι κατά 2,1 εκατ. άτομα
όπως υπολογίζεται με τα
σημερινά δεδομένα. Το
ίδιο, ο ποσοτικός
προσδιορισμός (υπόθεση
εργασίας) ενός λιγότερου
αισιόδοξου στόχου
αύξησης των γεννήσεων
από 85.000 (2020-1,3
παιδιά ανά γυναίκα σε
ηλικία γονιμότητας) σε
108.000 γεννήσεις (1,65
παιδιά ανά γυναίκα σε
ηλικία γονιμότητας) τον
χρόνο, σύμφωνα με τους
υπολογισμούς μας, με την
εφαρμογή των
προαναφερόμενων
προτάσεων δημογραφικής
πολιτικής, θα συμβάλλει
στην διαμόρφωση του
πληθυσμού στην Ελλάδα το
2070 στο επίπεδο των
9,550 εκατ. ατόμων. Έτσι
ο πληθυσμός στην υπόθεση
αυτή εργασίας θα μειωθεί
κατά 1,150 εκατ. άτομα
και το δημογραφικό
όφελος της χώρας μας θα
είναι της τάξης των
950.000 ατόμων.
Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης
είναι Ομότ. Καθηγητή
Παντείου Πανεπιστημίου
και ο Βασίλειος Γ.
Μπέτσης Δρ. Παντείου
Πανεπιστημίου