Είναι να
τρομάζει κανείς καθώς όσο περισσότερο φαίνεται
να αποκτά ο άνθρωπος μια οικουμενική συνείδηση
των προβλημάτων και βαθμιαία να μεταβάλλεται σε
μέλος μιας παγκόσμιας κοινότητας, τόσο φαίνεται
να επιστρέφει σε μια συνοικιακή αντίληψη των
πραγμάτων.
Θα τη χαρακτήριζε κανείς
ως μια ιδιότυπη «ζώνη
αγνότητας» που επιτρέπει
σε ένα ολόκληρο σώμα να
προσβάλλεται, να
δηλητηριάζεται, να
δοκιμάζεται με λογής
δραματικές περιπέτειες,
μια ορισμένη όμως
περιοχή του να παραμένει
αμόλυντη και ανεπηρέαστη
από οτιδήποτε συμβαίνει
γύρω του. Και αν υπήρξε
μια τέτοια ζώνη αφορά σε
εποχές που η υποκρισία
τουλάχιστον σε θέματα
ηθικής λογαριαζόταν
προτιμητέα σε σχέση με
μια ειλικρίνεια
οπωσδήποτε πιο λυτρωτική
γενικότερα για τις ζωές
των ανθρώπων.
Μοιάζουν φαινομενικώς
άσχετα μεταξύ τους τα
καταγγελλόμενα
περιστατικά, αλλά όσο
και αν τοποθετούνται σε
μιαν απόσταση το
λιγότερο είκοσι χρόνων
ανάμεσά τους, διαφέρουν
τόσο όσο δυο σταγόνες
νερό. Για χρόνια στην
είσοδο του Δήμου Δάφνης,
όπως ερχόσουν από την
οδό Βουλιαγμένης, στο
ύψος μιας μικρής
πλατείας υπήρχε μια
πινακίδα όπου διάβαζες
με τεράστια μαύρα
γράμματα: «Αποπυρηνικοποιημένη
περιοχή». Δεν μπορεί να
ξέρει κανείς σε ποιον
βαθμό λειτούργησε
αποτρεπτικά η
υπογράμμιση της Δάφνης
ως αποπυρηνικοποιημένης
περιοχής και σε ένα
ενδεχόμενο -όπως δεν
αποκλείεται να
παρουσιάστηκε μέσα στα
χρόνια της πολυετούς
παρουσίας της πινακίδας
– να είχε κινδυνεύσει η
Αττική με την
εγκατάσταση μιας
πυρηνικής μονάδας, αλλά
η Δάφνη διαφύλαξε την
προνομιούχα απομόνωσή
της.
Θα ήταν ανακουφιστικό να
μάθαινε κανείς πως έχει
συμβεί κάτι αντίστοιχο,
όσο και αν ταυτόχρονα
δεν μπορείς να μη
σκεφτείς πώς θα ήταν
δυνατόν μια πρωτεύουσα ή
ένα λεκανοπέδιο να έχει
μεταβληθεί σε ένα
πυρηνικό Κούγκι και μια
περιοχή να έχει
παραμείνει ανέπαφη
επειδή κάτι τέτοιο
υπήρξε απόφαση ενός
δημοτικού συμβουλίου.
Οταν η εγχώρια και η
διεθνής επικαιρότητα «τρέχουν»
με χίλια, φαίνεται ως
ένα βόλεμα το να
αρπάζεται κανείς από
περιστατικά που έχουν
συμβεί πριν από είκοσι,
δέκα, πέντε ή και έναν
ακόμη χρόνο προκειμένου
να γράψει το εβδομαδιαίο
του άρθρο. Θα μπορούσε
λοιπόν να χαρακτηριστεί
ακόμη και υπεκφυγή ο
σχολιασμός της «αποπυρηνικοποιημένης
ζώνης» του Δήμου Δάφνης,
αν δεν συνδυαζόταν με
ένα άλλο περιστατικό που
συνέβη μόλις πριν από
δύο μήνες.
Ηταν η κατηγορηματική
δήλωση ενός μεσήλικα
στις τηλεοράσεις, με
αφορμή μια ομάδα
ανήλικων νεαρών σε ένα
βόρειο προάστιο της
πρωτεύουσας που για
άγνωστους λόγους
ξυλοκόπησε άγρια έναν
συμμαθητή της. Απορούσε
ο πενηνταπεντάχρονος
κάτοικος του προαστίου
πώς είναι δυνατόν να
συμβαίνει κάτι τέτοιο σε
μια περιοχή «που δεν
είχε παρουσιάσει κανένα
αντίστοιχο κρούσμα στο
παρελθόν». Για να
συμπεράνει πως «επρόκειτο
μάλλον για παιδιά που
είχαν μεταναστεύσει στο
βόρειο προάστιο από τις
δυτικές συνοικίες της
Αθήνας».
Πόσα καντάρια αφέλειας ή
βλακείας χρειάζεται πια
να διαθέτεις ώστε να
πιστεύεις πως ο κόσμος
μπορεί να θεωρείται ως
κάτι τόσο
στεγανοποιημένο ώστε να
συνορεύουν χωρίς να
αλληλοεπηρεάζονται οι «γειτονιές
των αγγέλων» με τις «γειτονιές
των διαβόλων», οι τίμιοι
με τους ανέντιμους, οι
βλάκες με τους έξυπνους,
οι έκδοτοι με τους
ηθικολόγους.
Είναι να τρομάζει κανείς
καθώς όσο περισσότερο
φαίνεται να αποκτά ο
άνθρωπος μια οικουμενική
συνείδηση των
προβλημάτων και βαθμιαία
να μεταβάλλεται σε μέλος
μιας παγκόσμιας
κοινότητας, τόσο
φαίνεται να επιστρέφει
σε μια συνοικιακή
αντίληψη των πραγμάτων.
Σαν να πιστεύει πως αν
λύσει το οποιοδήποτε
πρόβλημα στη γειτονιά
του, η λύση θα αφορά και
στο ίδιο ακριβώς
πρόβλημα που θα έχει
παρουσιαστεί στη
γειτονική του περιοχή,
στη γειτονική του πόλη,
ή στη γειτονική του χώρα.
Εγραψε βέβαια κάποτε ο
Ρίλκε πως «αν ο καθένας
καθαρίσει το κατώφλι του
σπιτιού του, σε λίγο η
πόλη θα λάμψει ολόκληρη».
Αντιλαμβανόμαστε όμως
όλοι μας πως η ουσία και
η προοπτική της ρήσης
αυτής ήταν τελείως
διαφορετικές σε σχέση με
το σκεπτικό τού
οποιουδήποτε επιμένει να
ζει μέσα σε έναν
ενοποιημένο τεχνολογικά
απέραντο κόσμο, σαν να
υπάρχει μόνος του,
απομονωμένος πάνω σε μια
στενή λωρίδα γης.