Ο τρόπος µε τον
οποίο αντιμετωπίζει το σύνολο της καθ’ ημάς
Δύσης τις προκλήσεις που εγείρονται τα τελευταία
χρόνια σε σειρά από τομείς αναδεικνύει μια
πραγματικότητα. Το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε την
επομένη της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έχει
αγγίξει τα όρια της αποτελεσματικότητάς του.
Σε σημαντικό βαθμό,
ειδικά στην περιοχή
ευθύνης του ΝΑΤΟ, δηλαδή
το μεγαλύτερο μέρος της
Ευρώπης, η αστάθεια
πηγάζει από μία και
μόνον αιτία: από την
απόφαση των ΗΠΑ να
μειώσουν ή να αλλάξουν
ουσιαστικά τον χαρακτήρα
της παρουσίας τους στην
Ευρώπη. Αυτή η
αμερικανική στάση
μεταδίδει κύματα
ανησυχίας (αν όχι τρόμου)
στις ευρωπαϊκές
πρωτεύουσες και κυρίως
στο Βερολίνο, καθώς
καθίσταται σαφές ότι
–για αρκετούς λόγους– η
Ευρώπη καλείται να
συμμετάσχει παραπάνω από
συμβολικά στην ασφάλειά
της. Η νέα κατάσταση
συζητείται αφ’ υψηλού
στις Βρυξέλλες, ωστόσο,
πέρα από τη ρητορική τής
πάντα καλά τοποθετημένης
σε διάφορα PR events
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι
πραγματικές προτάσεις
είναι μάλλον κάποια
παραβρασμένα
συμπεράσματα που
ορισμένες φορές
παραπέμπουν μάλλον στην…
Ψυχογεωγραφική Επιτροπή
Λονδίνου, παρά στην
Κομισιόν.
Πέρα από τον υφέρποντα
ανταγωνισμό Κίνας – ΗΠΑ,
ο οποίος προφανώς αφορά
και την Ευρώπη ως ένα
από τα πολλαπλά πεδία, η
Ε.Ε. αδυνατεί να
διαχειριστεί τις
πραγματικές προκλήσεις
στα εξωτερικά σύνορά της.
Η Λευκορωσία, η οποία
αντιμετωπίζεται ως μακρύ
χέρι της Μόσχας στα
σύνορα με την Ε.Ε.,
ρητορικά και ουσιαστικά
αποτελεί μια εύκολη
υπόθεση. Εντάσσεται στη
γενικότερη κατηγορία των
απειλών που προέρχονται
από τη Ρωσία, εκ των
πραγμάτων αφορούν το
ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, ως εκ
τούτου δεν απαιτείται να
παραχθεί κάποια
πρωτότυπη σκέψη.
Η Ευρώπη,
κατακερματισμένη σε
διαφορετικές απόψεις και
αντιλήψεις όπως είναι,
επιχειρεί να διατηρήσει
ένα στάτους κβο το οποίο
στη πραγματικότητα δεν
υπάρχει. Οσο απλοϊκές
είναι οι θεωρίες περί
παρακμής της Δύσης,
αναλόγως οκνηρές είναι
κι εκείνες που αναθέτουν
την εξεύρεση απαντήσεων
για μετατοπίσεις
ιστορικών διαστάσεων σε
μια κάποια παράθεση
αριθμών με την πίστη για
τη σχεδόν «φυσική»
ανωτερότητα των
κοινωνικών συστημάτων
που λειτουργούν στην
Ευρώπη και στη Βόρεια
Αμερική.
Μπορεί η Ευρώπη να κάνει
αυτή τη στροφή; Ο
δυναμισμός που
επιδεικνύει η Γαλλία
προς αυτή την κατεύθυνση
είναι αξιοζήλευτος,
ωστόσο δεν επαρκεί. Από
κάθε άποψη η «μάχη» για
το μέλλον της Ευρώπης
δίνεται στη Γερμανία,
όσο και αν στο Βερολίνο
δεν θέλουν να το
παραδεχθούν. Ο δρόμος
είναι μακρύς και,
δυστυχώς, δεν έχει ούτε
δεδομένο προορισμό.