Τελικά επικράτησε η
οθωμανικού τύπου «ευελιξία» ή αλλιώς κυριάρχησε
η λογική του «διπλωματικού οσφυοκάμπτη». Οι δέκα
δυτικοί πρέσβεις δεν απελάθηκαν από την Τουρκία,
ενώ οι δέκα εμπλεκόμενες δυτικές πρωτεύουσες
αναδιπλώθηκαν εκδίδοντας ανακοίνωση πίστης στα
θεσπισμένα από το άρθρο 41 της Συνθήκης της
Βιέννης περί μη παρέμβασης διπλωματών στα
εσωτερικά κυρίαρχης χώρας. Ο μοναδικός χαμένος
είναι και πάλι ο φυλακισμένος στα κάτεργα του
Ερντογάν, Οσμάν Καβαλά, και η μοναδική ηττημένη,
και πάλι η Δημοκρατία.
Είναι
προφανές πως ο Ταγίπ
Ερντογάν έπαιξε εκ του
ασφαλούς και υπολόγισε
πολύ σωστά τα όρια και
τις αντιδράσεις των «συμμάχων»
του στην υπόθεση αυτή. Ο
«τσαμπουκάς» του, που
εκφράστηκε αστραπιαία με
την προτροπή απέλασης
και των δέκα πρέσβεων
που τόλμησαν να ζητήσουν
εγγράφως την αποφυλάκιση
του πολιτικού
κρατούμενου Οσμάν Καβαλά,
ερμηνεύθηκε λανθασμένα
στην Αθήνα. Οι Έλληνες
δημοσιογράφοι για
πολλοστή φορά υιοθέτησαν
την εύκολη ερμηνεία
πιστεύοντας πως ο
Ερντογάν αυτήν τη φορά
το παράκανε. Ενδεχομένως
να παρασύρθηκαν από τη
στάση της τουρκικής
αντιπολίτευσης, η οποία,
και αυτή, πίστεψε ότι η
Δύση επιτέλους θα
τραβούσε το αυτί του
αμετροεπούς προέδρου της
Τουρκίας. Λάθος. Η Δύση
διεξήγαγε εκ νέου μια
απογραφή των συμφερόντων
της στην Τουρκία, και
κάθε μία από τις δέκα
πρωτεύουσες μέτρησε τον
τζίρο της. Έτσι, λοιπόν,
πρυτάνευσε η αρχή της
ήσσονος αντίδρασης,
τουτέστιν του δόγματος
των πλαγίων ελιγμών με
ελαφρά πηδηματάκια.
Ο
Ερντογάν βγήκε
κερδισμένος, αφού
επέδειξε «εθνικό σθένος»
στην εσωτερική του
πολιτική αγορά, όπου οι
μετοχές του ήταν
πεσμένες την τελευταία
περίοδο. Παράλληλα,
ενίσχυσε το κύρος του
στη γεωγραφική
περιφέρεια στην οποία
απευθύνεται, στον
Καύκασο, στο Ιράν, στο
Κατάρ, στο Ουζμπεκιστάν,
ακόμη και στη Ρωσία, η
οποία χαμογελά σε κάθε
εθνικιστική και
αντινατοϊκή κραυγή του
προέδρου της Τουρκίας.
Ακόμη και η Κίνα
ευχαριστήθηκε, η οποία
προσβλέπει με έντονο
ενδιαφέρον στην
προοπτική οικονομικής
διείσδυσης στην
προβληματική Τουρκία.
Μόνον ο Οσμάν Καβαλά,
αυτός ο άνθρωπος σύμβολο
αντίστασης στον Ταγίπ
Ερντογάν, κατέβασε για
άλλη μία φορά το κεφάλι
μέσα στη μοναξιά του,
αντιλαμβανόμενος ξανά
πως οι διεθνείς
ισορροπίες δεν
καταλαβαίνουν από
δημοκρατικές διαδικασίες
και συναισθηματικές
εξάρσεις.
Γιατί
λοιπόν η Δύση υποχώρησε,
επί της ουσίας, για άλλη
μία φορά μπροστά στον
εκβιασμό του Ερντογάν;
Γιατί η Τουρκία με τη
δραματική υποτίμηση του
εθνικού της νομίσματος,
τον καλπάζοντα
πληθωρισμό της και
κυρίως την υπαγωγή του
κράτους της στην
κατηγορία χώρας-παρία με
κυκλοφορία μαύρου
χρήματος που καταλήγει
ακόμη και σε
χρηματοδότηση της
τρομοκρατίας, γιατί
λοιπόν η Άγκυρα
εξακολουθεί να διαθέτει
τη δυνατότητα να παίζει
παιχνίδια επιρροής και
εκβιασμών με τους
δυτικούς να την
ανέχονται;
Η
γεωγραφία είναι μια
περίεργη συνθήκη και όχι
απλώς μια χωροταξική
πραγματικότητα. Η
γεωγραφία ήταν και είναι
ένα αυτόνομο μέγεθος σε
συνάρτηση με το ιστορικό
timing. Αυτή η διάσταση
φαίνεται να διαφεύγει
από πολλούς δυτικούς
παρατηρητές, οι οποίοι
στα ασφυκτικά όρια του
ορθολογισμού δεν
αντιλαμβάνονται τις
πραγματικές συνθήκες που
ορίζουν και το
περίγραμμα των διεθνών
σχέσεων σε προβληματικές
γεωγραφικές περιοχές.
Με
τον Καύκασο σε
αποσταθεροποιητική
τροχιά εν τω συνόλω του,
με τον Λίβανο σε
κατάσταση υπαρξιακής
αποσύνθεσης με
δραματικές
γεωστρατηγικές
επιπτώσεις, με τη Λιβύη
σε προοπτική
πολυδιάσπασης, την
Αλγερία σε αντικειμενικό
κίνδυνο ανατροπής, τη
Συρία σε ολοκληρωτική
επαναχάραξη του χάρτη
και το Ισραήλ σε μόνιμο
πολεμικό προσανατολισμό
προς το Ιράν, η Τουρκία
και η Αίγυπτος αποτελούν
τα μείζονα «κλειδιά» στο
παζλ της διαχείρισης
κρίσεων.
Η
Τουρκία ανήκει στο ΝΑΤΟ.
Η Αίγυπτος βρίσκεται υπό
αναμφισβήτητη επιρροή
των ΗΠΑ και σε
συνεννόηση με τη
Σαουδική Αραβία, αλλά
διατηρεί και άριστη (σε
αυτή τη φάση) σχέση με
το Παρίσι. Η Τουρκία
συνομιλεί, ωστόσο, με
αντιδυτικές δυνάμεις,
οπότε μπορεί να
διαδραματίσει ρόλο
διαμεσολαβητή ή και «μαντατοφόρου».
Η Τουρκία, όπως και η
Αίγυπτος, εμπλέκεται
στις προαναφερθείσες
συγκρούσεις με έμμεσο ή
άμεσο τρόπο. Με λίγα
λόγια, οι δύο αυτές
χώρες είναι χρήσιμα, αν
όχι απαραίτητα, «εργαλεία»
στη διαχείριση της
μόνιμης πια κρίσης στην
Ανατολική Μεσόγειο και
στη Βόρειο Αφρική.
Στην
Αθήνα, την τελευταία
περίοδο ιδιαίτερα –και
πάντως σίγουρα από τότε
που ολοκληρώθηκε η
εικόνα τουλάχιστον ως
προς το συνολικό
πρόγραμμα εξοπλισμών–
άρχισαν να εμφανίζονται
παράγοντες και να
ακούγονται φωνές οι
οποίες, υιοθετώντας
μαξιμαλιστικές κραυγές,
ομιλούν για «γεωστρατηγικό»
ρόλο της Ελλάδος στο
πλαίσιο της Συμμαχίας,
της ΕΕ, των
ελληνοαμερικανικών
σχέσεων, του
ελληνογαλλικού μετώπου.
Αν ήταν μόνον αποτέλεσμα
κρίσης μεγαλομανίας, θα
ήταν μικρό το κακό. Αλλά
να εκλαμβάνεται η
αμυντική συμφωνία με τις
ΗΠΑ, ή ακόμη και εκείνη
με τη Γαλλία, ως
εφαλτήριο ριζικής
αναβάθμισης του
γεωστρατηγικού ρόλου της
χώρας είναι μάλλον
υπερβάλλουσα μεγαλομανία.
Ενδεχομένως και «κρίση
μικρομεγαλίας». Όταν δε
η κρίση αυτή ορίζεται
και με συντεταγμένες
όπως από το Σαχέλ έως
την Ουκρανία, τότε
ενδεχομένως θα έπρεπε να
ανησυχήσουμε. Κυρίως
όταν επισήμως και από
τους πλέον μετριοπαθείς
χώρους υπολογίζεται πως,
με την έξοδο από την
περίοδο Covid, λίγο-πολύ
σε έναν χρόνο δηλαδή, η
προοπτική εκτόξευσης του
ελληνικού χρέους αγγίζει
το 205% του ΑΕΠ. Είναι
λυπηρό να ασχολείται
κανείς με τόσο αρνητικής
ενέργειας στοιχεία.
Είναι προφανώς αντίθετο
με την κυριαρχούσα
εικόνα μιας γενικότερης
χαλαρότητας. Ωστόσο, μια
αναφορά στα πραγματικά
μεγέθη προκαλεί κάποια,
έστω και μερική,
προσγείωση στην
πραγματικότητα. Η Ελλάδα
δυστυχώς εξακολουθεί υπό
τις παρούσες συνθήκες να
είναι μια υπερχρεωμένη
χώρα με περιορισμένες
αντικειμενικά
δυνατότητες θεαματικής
ανατροπής των δεδομένων.
Η
πολύ πρόσφατη
τεχνολογική και
επιχειρησιακή αναβάθμιση
της ελληνικής
αποτρεπτικής δυνατότητας
των αμυντικών
δυνατοτήτων της καλύπτει
οριακά τις
επιχειρησιακές ανάγκες
της χώρας ως προς τη
διασφάλιση ενός ήδη
εκτεταμένου γεωγραφικού
χώρου. Οι όποιες
εμπλοκές, έστω και
θεωρητικά, εκτός αυτού
του χώρου δεν μπορεί
παρά να παραπέμπουν σε
επικίνδυνες ακροβασίες
παραλογισμού. Επί
παραδείγματι: Ήδη η
προοπτική πόντισης ενός
καλωδίου μεταφοράς
ηλεκτρικής ενέργειας από
την Αίγυπτο έως την
Κρήτη, όπως συμφωνήθηκε,
προκαλεί ή θα προκαλέσει
μείζονα εμπλοκή, η οποία
θα φέρει σε αντιπαράθεση
το Κάιρο με την Άγκυρα.
Πρόκειται για έμπρακτη
αντιπαράθεση μεταξύ της
ελληνοαιγυπτιακής
συμφωνίας μερικού
ορισμού των εκατέρωθεν
ΑΟΖ και της
τουρκολιβυκής συμφωνίας
ορισμού των δικών τους
ζωνών οικονομικής
εκμετάλλευσης.
Η
ιστορική αναδρομή
διδάσκει ότι οι όποιες
διαφορές μεταξύ Αιγύπτου
και Τουρκίας κατέληγαν
πάντα σε νέο κύκλο
στενής συνεργασίας και
αλληλοκατανόησης. Αυτήν
την περίοδο οι διμερείς
τους σχέσεις είναι
πρωτοφανώς τεταμένες,
αλλά δεν βαίνουν
επιδεινούμενες. Αυτή η
φάση προβλέπεται να
διαρκέσει μεσοπρόθεσμα,
και πάντως όχι
περισσότερο από όσο θα
διαρκέσει η κυριαρχία
του Ταγίπ Ερντογάν. Η
βελτίωση του κλίματος
μεταξύ Καΐρου και
Άγκυρας θα έχει ασφαλώς
επιπτώσεις στα μερικώς
συμφωνηθέντα μεταξύ
Ελλάδας και Αιγύπτου.
Προς τι όμως όλες αυτές
οι ανησυχίες;
Η
πολύ πρόσφατη αλληλουχία
γεγονότων καταδεικνύει
ότι από το 1996 και την
κομβική υπόθεση των
Ιμίων έως και το
περυσινό καλοκαίρι,
οπότε Ελλάδα και Τουρκία
έφθασαν στο παρά πέντε
μιας ένοπλης σύγκρουσης,
είναι η Άγκυρα που
αναζητά άλλοθι ή
πρόσχημα προκειμένου να
εγγράψει στον μακρύ
κατάλογο των
αναθεωρητικών της
αιτιάσεων άλλο ένα
κεφάλαιο. Το περυσινό
καλοκαίρι, αλλά και
πρόσφατα ανατολικά της
Κρήτης, κατέστη σαφές
πως η Άγκυρα επιζητεί
ένα, έστω και
περιορισμένο χρονικά,
ένοπλο επεισόδιο.
Η
ελληνική πλευρά απέφυγε
μέχρι στιγμής να
προσφέρει στην Τουρκία
το άλλοθι ή το πρόσχημα.
Δεν είναι ούτε η ώρα
ούτε και το timing
άσκησης κριτικής ή
κατάθεσης ερωτημάτων για
την τακτική που
ακολουθεί η Αθήνα.
Είναι ωστόσο το ακριβές
timing να τεθεί το
ερώτημα για το εάν και
κατά πόσον είναι
δικαιολογημένη η σχεδόν
καθημερινή επίδειξη,
μέσω των ΜΜΕ, υπέρμετρης
αισιοδοξίας, ακόμη και
βεβαιότητας, ότι
αλλάζουν ή έχουν αλλάξει
ήδη οι συσχετισμοί επί
του πεδίου με την
Τουρκία. Δεν θα ήταν
καθόλου σώφρων μια
τέτοια προσέγγιση ούτε
θα ήταν παραγωγική η
καλλιεργούμενη
βεβαιότητα πως, την
κρίσιμη ώρα, ΗΠΑ, Γαλλία,
Αίγυπτος και Ισραήλ θα
προστάτευαν αποφασιστικά
και στο πεδίο τα
κυριαρχικά δικαιώματα
της Ελλάδας. Ούτε τα
γραπτά κείμενα, ούτε η
παράδοση, ούτε κυρίως η
γεωπολιτική συγκυρία θα
δικαιολογούσαν μια
τέτοια εικόνα, που
προσομοιάζει με
επικίνδυνη φαντασίωση.