Οταν έγινε γνωστή η επιτυχημένη εκτόξευση από
την Κίνα ενός νέου υπερηχητικού πυραύλου, ικανού
να φέρει πυρηνικές κεφαλές, αρκετοί έσπευσαν να
κάνουν τον παραλληλισμό με κάτι που συνέβη πριν
από περίπου 65 χρόνια: την εκτόξευση από τη
Σοβιετική Ενωση του δορυφόρου Sputnik (που έχει
δώσει το όνομά του και στο ρωσικό εμβόλιο κατά
του κοροναϊού), η οποία έσπειρε στις Ηνωμένες
Πολιτείες τον τρόμο, εγείροντας το ενδεχόμενο
της ήττας στον αδυσώπητο αγώνα για την κατάκτηση
του Διαστήματος και για την απόκτηση
τεχνολογικής υπεροχής.
Με τον τρόπο αυτόν δε,
οι ίδιοι φρόντισαν να
ενισχύσουν με ένα ακόμα
επιχείρημα τη θεωρία η
οποία μοιάζει να
κερδίζει έδαφος το
τελευταίο διάστημα: ότι
η ανθρωπότητα βρίσκεται
στα πρόθυρα ενός νέου
Ψυχρού Πολέμου, στον
οποίο αυτή τη φορά οι
ΗΠΑ θα έχουν απέναντί
τους την Κίνα, η οποία
αποτελεί την
αδιαμφισβήτητη
ανερχόμενη υπερδύναμη
και ενισχύει την
παρουσία της παντού.
Πόσο κοντά ή πόσο μακριά
από την αλήθεια
βρίσκεται όμως αυτός ο
ισχυρισμός;
Η αλήθεια είναι ότι ο
αμερικανός πρόεδρος, Τζο
Μπάιντεν, μιλώντας από
το βήμα της Γενικής
Συνέλευσης του ΟΗΕ τον
περασμένο μήνα
επιχείρησε να ρίξει τους
τόνους.
«Δεν επιδιώκουμε έναν
νέο Ψυχρό Πόλεμο ή έναν
κόσμο χωρισμένο σε
αντίπαλα στρατόπεδα»
είπε χαρακτηριστικά.
«Στρατηγικός
ανταγωνιστής»
Την ίδια στιγμή ωστόσο
ουδείς μπορεί να
παραγνωρίσει το γεγονός
ότι η Ουάσιγκτον έχει
χαρακτηρίσει την Κίνα «στρατηγικό
ανταγωνιστή» (ορολογία
που έχει υιοθετήσει και
η ΕΕ), αλλά και «τη
μεγαλύτερη απειλή» για
την ασφάλεια των ΗΠΑ και
συνολικά της Δύσης.
Για «την πιο σημαντική
γεωπολιτική απειλή που
αντιμετωπίζουμε τον 21ο
αιώνα» έκανε λόγο ο
επικεφαλής της CIA,
Γουίλιαμ Μπερνς.
Μάλιστα, υπογράφοντας
πρόσφατα τη συμφωνία
AUKUS με τη Βρετανία και
την Αυστραλία, καθώς και
ωθώντας το ΝΑΤΟ να
στρέψει την προσοχή του
στον Ειρηνικό από τον
Βόρειο Ατλαντικό, οι ΗΠΑ
αποδεικνύουν πως το
σενάριο ενός νέου Ψυχρού
Πολέμου δεν απέχει πολύ
από το να γίνει το
κεντρικό δόγμα της
εξωτερικής πολιτικής
τους.
Μην αποκλείοντας δε
ακόμα και την πιθανότητα
μιας «κρίσης των
πυραύλων», αντίστοιχης
με εκείνης στην Κούβα το
1962, ή και μιας ένοπλης
σύρραξης.
Αλλά και το Πεκίνο, από
την πλευρά του,
φροντίζει να συντηρεί το
παραπάνω σενάριο,
λειτουργώντας ολοένα πιο
επιθετικά σε όλα τα
μέτωπα – από την Ταϊβάν
και τη Θάλασσα της
Νότιας Κίνας μέχρι το
παγκόσμιο εμπόριο και
την τεχνητή νοημοσύνη.
Ακριβώς εδώ, μάλιστα,
εντοπίζουν αρκετοί τη
μεγάλη διαφορά με την
αντιπαράθεση ανάμεσα σε
ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Στο
γεγονός δηλαδή ότι, σε
αντίθεση με τους
Σοβιετικούς, οι Κινέζοι
αντιπροσωπεύουν έναν
πολύ ισχυρό, παγκόσμιας
εμβέλειας οικονομικό
παράγοντα, που διατηρεί
στενότατους και
οργανικούς δεσμούς και
με τη Δύση (των ΗΠΑ
συμπεριλαμβανομένων) – ενώ
είναι αποφασισμένοι να
μη μείνουν δεύτεροι σε
κανέναν τομέα.
Αλλο Κίνα, άλλο ΕΣΣΔ
Δεν είναι φυσικά αυτή η
μοναδική διαφορά. Το
οικονομικό μοντέλο του «κρατικού
καπιταλισμού» που
εφαρμόζει η Κίνα, για
του λόγου το αληθές,
βρίσκεται πολύ εγγύτερα
εκείνου των ΗΠΑ και της
Δύσης σε σύγκριση με το
αντίστοιχο των
Σοβιετικών.
Ισως δε, είναι και αυτός
ένας από τους λόγους για
τους οποίους η Κίνα σε
καμία περίπτωση δεν
διαθέτει τη «διεθνή
ακτινοβολία» της ΕΣΣΔ,
ενώ αναγκάζεται
ουσιαστικά να εξαγοράσει
τους συμμάχους και τους
δορυφόρους της, αφού δεν
είναι σε θέση να τους
κερδίσει ιδεολογικά.
Με βάση όλα τα παραπάνω,
πολλοί διστάζουν να
υιοθετήσουν τον όρο «Ψυχρός
Πόλεμος» στην περίπτωση
της αντιπαράθεσης
ανάμεσα στη νυν και στην
ανερχόμενη υπερδύναμη.
Μάλιστα, κάποιοι
σύμβουλοι του Λευκού
Οίκου προειδοποιούν πως
η επανάληψή του
παραπέμπει σε μια «αυτοεκπληρούμενη
προφητεία».
Παρ’ όλα αυτά, παρά τις
προφανείς διαφορές και
ανεξαρτήτως του όρου που
θα επιλεγεί τελικώς για
να την περιγράψει, αυτό
που έχει σημασία είναι η
ουσία. Και εδώ, ειδικά
οι «παλαιότεροι» θα
βρουν ανατριχιαστικές
ομοιότητες.