Στην παραδοσιακή ανασκόπηση των γεγονότων που θα
γίνει στο τέλος της χρονιάς, η συγκρότηση της
συμμαχίας AUKUS θα θέσει σοβαρή υποψηφιότητα για
την πρώτη θέση. Οχι μόνο επειδή αποτυπώνει τις
μεγάλες αλλαγές που σημειώνονται στις παγκόσμιες
ισορροπίες μπροστά στην ανησυχητική άνοδο της
Κίνας, αλλά και επειδή επέσπευσε την υπογραφή
μιας συμφωνίας που μεταβάλλει δραστικά το τοπίο
στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Ο καθένας βλέπει την
ελληνογαλλική συμφωνία
που υπεγράφη από
διαφορετική γωνία. Η
Γαλλία θεωρεί ότι
αποκαθίσταται συμβολικά
το τρωθέν κύρος της και
γίνεται το πρώτο βήμα
για τη δημιουργία ενός
ευρωπαϊκού στρατού και
την ενίσχυση της
περίφημης στρατηγικής
αυτονομίας της Ευρώπης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι
ένα άρθρο που
δημοσιεύτηκε προχθές στη
Monde με τίτλο «Η
ανανέωση του ελληνικού
πολεμικού στόλου, ένα
τεστ για την Ευρώπη»,
και υπογραφόταν από τον
οικονομολόγο Μπρουνό
Αλομάρ και τον
αντιπρόεδρο της
Επιτροπής Εξωτερικών
Υποθέσεων της Γερουσίας
Σεντρίκ Περέν,
αναφερόταν κυρίως στην
AUKUS και τις επιπτώσεις
της. Η συμφωνία
καταλάμβανε μόλις μία
παράγραφο.
Υπέρ της ενίσχυσης της «ευρωπαϊκής
κυριαρχίας» τάσσεται
πλέον, σύμφωνα με
πρόσφατη έρευνα του
ιδρύματος Ζαν-Ζορές, και
το 83% των Γερμανών (έναντι
66% των Γάλλων). Αν
καταφέρει ο Ολαφ Σολτς
να σχηματίσει κυβέρνηση,
οι εξελίξεις στο πεδίο
αυτό μπορεί να είναι
ταχύτατες.
Στη χώρα μας, αυτή η
διάσταση της συμφωνίας
είναι μοιραία
δευτερεύουσα. Η αίσθηση
που επικρατεί είναι ότι
«τη φορέσαμε στους
Τούρκους». Και ότι την
επόμενη φορά ο Ερντογάν
θα το σκεφτεί δύο φορές
προτού μας προκαλέσει.
Στην πραγματικότητα, τα
πράγματα είναι πιο
πολύπλοκα. Κανείς
σοβαρός αναλυτής δεν
περιμένει, αύριο ή σε
πέντε χρόνια, να
ξεσπάσει ένας πόλεμος
στο Αιγαίο, όπου όποιος
νικήσει θα πάρει τα
νησιά του άλλου.
Η συμφωνία των Παρισίων
θα αναγκάσει την Αγκυρα
να επιδιώξει κι εκείνη
εκσυγχρονισμό των
ενόπλων δυνάμεών της.
Ολο αυτό όμως λειτουργεί,
τηρουμένων των αναλογιών,
σαν το δόγμα της
πυρηνικής αποτροπής: οι
δύο αντιμαχόμενες
πλευρές γνωρίζουν ότι αν
εμπλακούν σε έναν πόλεμο,
η μία από τις δύο
ενδεχομένως θα νικήσει,
αλλά το κόστος και για
τις δύο θα είναι
τεράστιο.
Η αντιπολίτευση δικαίως
επισημαίνει ότι ο
προϋπολογισμός για την
άμυνα αυξήθηκε μεταξύ
2020-2021 κατά 41%, ενώ
ο προϋπολογισμός για την
υγεία μειώθηκε κατά
12,5%: η κυβέρνηση δεν
θα πρέπει να ξεχάσει
ούτε τα μαθήματα της
πανδημίας ούτε τις
δεσμεύσεις της για
ενίσχυση του συστήματος
υγείας.
Το βασικό μειονέκτημα
όμως αυτής της κατά τα
άλλα επωφελούς συμφωνίας
είναι ότι μπορεί να
χρησιμοποιηθεί από τους
πατριδοκάπηλους για να
ανεβούν οι τόνοι της
ελληνοτουρκικής
αντιπαράθεσης.
Ενώ θα πρέπει, αντιθέτως,
να χρησιμοποιηθεί από
τους νουνεχείς για να
ενθαρρυνθούν ο διάλογος
και η προσφυγή στα
διεθνή όργανα για την
επίλυση των διαφορών.
Γιατί είναι φανερό ότι η
διαιωνιζόμενη κούρσα των
εξοπλισμών καταπίνει
απλώς πολύτιμους πόρους.