Εναν χρόνο ακριβώς μετά την εκλογή του ο Τζο
Μπάιντεν δεν θα μπορούσε να «γιορτάσει» αυτή την
«επέτειο» με χειρότερο τρόπο. Και τούτο διότι
την ημέρα αυτή επιβεβαιώθηκαν οι ενδόμυχοι φόβοι
του, καθώς ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για το
αξίωμα του κυβερνήτη της Βιρτζίνια ηττήθηκε από
τον Ρεπουμπλικανό αντίπαλό του σε μια Πολιτεία
όπου ο ίδιος είχε λάβει 10% παραπάνω ψήφους από
τον αντίπαλό του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές
εκλογές του 2020. Η διαφορά αυτή του τότε δεν
εμπόδισε όμως τώρα τον Τραμπ να θριαμβολογήσει
δηλώνοντας ότι «το κίνημα ΜAGA («Θα Ξανακάνουμε
την Αμερική Σπουδαία») είναι μεγαλύτερο και
ισχυρότερο παρά ποτέ». Επιβεβαιώνοντας έτσι για
ακόμη μία φορά την πρόθεσή του να είναι και πάλι
υποψήφιος το 2024. Και αυτός είναι ο νέος
εφιάλτης που πλανάται σήμερα πάνω από μια
επικίνδυνα διχασμένη αμερικανική κοινωνία,
ανοικτή στις Σειρήνες ενός άκρατου λαϊκισμού.
Και μπορεί το 2024
να είναι ακόμη μακριά,
αλλά είναι κοντά το 2022
που διεξάγονται οι
ενδιάμεσες εκλογές για
τα δύο νομοθετικά Σώματα
του Κογκρέσου, όπου
σήμερα στη μεν Γερουσία
υπάρχει ισοψηφία 50-50
και υπερισχύει η ψήφος
της αντιπροέδρου Κάμαλα
Χάρις, στη δε Βουλή, με
πρόεδρο την αειθαλή
Νάνσι Πελόζι, η διαφορά
είναι ελάχιστη υπέρ των
Δημοκρατικών, με
αποτέλεσμα μια μικρή
μετατόπιση των ψηφοφόρων
υπέρ των Ρεπουμπλικανών
να οδηγήσει σε απόλυτη
πλειοψηφία του
Ρεπουμπλικανικού
Κόμματος και στα δύο
Σώματα. Αυτό σημαίνει
ότι ο Τζο Μπάιντεν, που
ήδη καταρρέει στις
δημοσκοπήσεις, θα έχει
τα χέρια του δεμένα και
δεν θα μπορεί να
κυβερνήσει, χωρίς
πλειοψηφία σε Βουλή και
Γερουσία, αν σκεφθεί
κανείς ότι ακόμη και
σήμερα αντιμετωπίζει
τεράστια προβλήματα,
καθώς δεν μπορεί να
περάσει τους νόμους που
θέλει, επειδή το
Δημοκρατικό Κόμμα είναι
βαθύτατα διχασμένο σε «προοδευτικούς»
και «συντηρητικούς», που
εκβιάζουν οι μεν τους δε.
Αυτός είναι ο λόγος
που τα μεγάλα
νομοθετήματα για την
οικονομία, το κοινωνικό
κράτος και τις υποδομές
δεν έχουν ακόμη ψηφισθεί,
όχι μόνο λόγω της
άρνησης των
Ρεπουμπλικανών, αλλά και
της εσωτερικής διχόνοιας
των Δημοκρατικών. Μια
διχόνοια που επικρατεί
γενικότερα την περίοδο
αυτή στις Ηνωμένες
Πολιτείες (πράγμα που
δεν συνέβαινε στο
παρελθόν) και είναι
απόρροια της διχαστικής
πολιτικής Τραμπ – σε μια
περίοδο όπου ο λαϊκιστές
αυταρχικοί ηγέτες κάνουν
αυτή την επιλογή ως
απάντηση στα πολύπλοκα
προβλήματα που έχουν
προκύψει στη
μεταδιπολική εποχή που
ζούμε. Και όλα δυστυχώς
δείχνουν ότι ο Μπάιντεν
δεν είναι ικανός να
ανατρέψει αυτό το κλίμα
και τις όποιες αρνητικές
συνέπειες έχει όχι μόνο
στην εσωτερική πολιτική
σκηνή, αλλά και διεθνώς.