Πυκνώνουν
τις τελευταίες μέρες οι «ψαγμένες» συζητήσεις
για τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών. Οι «αναλυτές»
διαβάζουν, πίσω από μέτρα και… αντίμετρα,
προεκλογικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, προς ενίσχυση
συγκεκριμένων ομάδων του εκλογικού σώματος. Στην
πραγματικότητα οι ενδείξεις συνηγορούν υπέρ του
αντιθέτου. Στο οικονομικό επιτελείο αν προσέξει
κάποιος τις δηλώσεις τους είναι σαν να
προσπερνούν ήδη το 2022. Αν και βρισκόμαστε στον
Ιανουάριο, το μυαλό τους δείχνει να είναι
περισσότερο στην επόμενη χρονιά το 2023, την
πρώτη μεταπανδημική χρονιά με δημοσιονομικούς
κανόνες που είναι βέβαια και η κανονική χρονιά
των εκλογών.
Σαν η φετινή Πρωτοχρονιά
να χτύπησε ένα ηχηρό
καμπανάκι μέσα τους, με
αποτέλεσμα να αποκρούουν
κάθε μέτρο με
δημοσιονομικό αντίκτυπο
και να «τριπλάρουν» κάθε
κακοτοπιά που θα
χρειάζονταν να την
καλύψουν με χρήματα από
τον προϋπολογισμό. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τα
μέτρα για το ενεργειακό
κόστος πληρώνονται από
έναν λογαριασμό που
χρηματοδοτείται από τέλη
των επιχειρήσεων του
κλάδου. Αρα μηδέν από
τον προϋπολογισμό. Την
αύξηση του κατώτατου
μισθού, το άλλο μέτρο
αντιμετώπισης της
μείωσης του εισοδήματος
που προκαλεί ο
πληθωρισμός, την
πληρώνουν τα λογιστήρια
των επιχειρήσεων. Ενώ
αναστολές και άλλα μέτρα
ενίσχυσης της νέας
γενιάς πληττόμενων,
πληρώνονται από
κοινοτικά προγράμματα.
Προφανώς αν γίνεται η
δουλειά και καλύπτεται η
ζημιά, τότε θα την έλεγε
κανείς και έξυπνη
πολιτική. Απλά δεν έχει
καμία σχέση με το
παρελθόν.
Πρόκειται για πλήρη
μεταμόρφωση σε σχέση με
την προηγούμενη διετία,
που ο υπουργός
Οικονομικών, ο
αναπληρωτής και οι…
κύκλοι τους είχαν
χρήματα για κάθε νόσο
και για κάθε πληττόμενο.
Το έκαναν τότε σε τέτοιο
βαθμό που οι
υποψιασμένοι πολίτες – και
είναι πολλοί εδώ και
χρόνια – να
αναρωτιούνται πού
βρίσκονται όλα αυτά τα
χρήματα και κυρίως από
πού θα πληρωθούν.
Η απάντηση είναι απλή
και για την προηγούμενη
διετία και για την
περίοδο που διανύουμε.
Η αναπόφευκτη ζημιά του
2020 έπρεπε αρχικά να
περιοριστεί, αλλά στη
συνέχεια έπρεπε να
ισοφαριστεί με μια
μεγάλη ανάπτυξη σαν αυτή
που αναμένεται να
κλείσει το 2021. Οπότε
με την κινητοποίηση κάθε
διαθέσιμου πόρου
επιχειρούνταν να σβηστεί
όσο γίνεται πιο γρήγορα
η οικονομική ζημιά της
πανδημίας. Κι αυτό
επετεύχθη.
Μετά από αυτή την «κάτω
– πάνω» κατάσταση, ώστε
το πρόβλημα των
επιπτώσεων της πανδημίας
να καταστεί στιγμιαίο,
ακολουθεί η φετινή
χρονιά όπου η συνθήκη
είναι διαφορετική. Το
2022 αποτελεί το
μεταβατικό έτος
επιστροφής στην ελληνική
δημοσιονομική
κανονικότητα, την κάποια
μορφής εποπτεία και την
επίτευξη σταδιακά
πλεονασμάτων,
προκειμένου να μαζευτεί
το τεράστιο ελληνικό
χρέος.
Το 2023 η οικονομία
επιστρέφει ξανά στις
ράγες της συμφωνίας, της
μεταμνημονιακής περιόδου,
του 2018. Ακόμα και να
βελτιωθούν τα δεδομένα
και οι στόχοι εκείνης
της συμφωνίας, πάλι η
χώρα θα πρέπει να
επιστρέψει στο κυνήγι
πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ολες οι φετινές κινήσεις
του οικονομικού
επιτελείου έχουν να
κάνουν με την
προετοιμασία αυτής της
μετάβασης, με στόχο να
προκύψει ένας μικρός
δημοσιονομικός χώρος για
παροχές, την κανονική
χρονιά των εκλογών το
2023. Πρόκειται για
κινήσεις δηλαδή
περισσότερο
δημοσιονομικής
πειθαρχίας, παρά
δημοσιονομικής επέκτασης.
Τώρα αν πιστεύει κανείς
ότι μπορεί με αυτά τα
δεδομένα να προκύψουν
πρόωρες εκλογές, τότε ή
θεωρεί ότι έχουν ξαφνικά
«τρελαθεί» στην
κυβέρνηση και
αυτοκτονούν πολιτικά ή
προεξοφλείται ο νικητής
και θα κέρδιζε σε κάθε
περίπτωση, είτε συνέχιζε
τις παροχές είτε έσφιγγε
το δημοσιονομικό ζωνάρι…