Συμφωνώ απόλυτα με όσα εξέθεσε στη
συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο αντιπρόεδρος
της κυβέρνησης και πρώην πρόεδρος του ΣτΕ κ. Π.
Πικραμμένος για τη Δικαιοσύνη και τους δικαστές,
ιδίως με την παρατήρηση για την αλλαγή της
νοοτροπίας τους, ώστε «οι δικαστές να μη βλέπουν
το λειτούργημά τους ως βιοποριστικό επάγγελμα,
ούτε να έχουν τη νοοτροπία του οιονεί δημοσίου
υπαλλήλου», άποψη που ενισχύεται από τον εμφύλιο
πόλεμο μεταξύ των συνδικαλιστικών παρατάξεων
στην Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ), που
έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, και τις μόνο υπέρ των
«κεκτημένων» δικαιωμάτων των δικαστών
παρεμβάσεις της.
Ο κ. Πικραμμένος, ως
προερχόμενος από το ΣτΕ,
δεν έχει πλήρη εικόνα
για το πλήθος των
προβλημάτων της τακτικής
Δικαιοσύνης, που την
εμποδίζουν στην
ικανοποιητική απονομή
της. Για να ξεκινήσει
όμως ουσιαστική
προσπάθεια εξαλείψεως
των προβλημάτων και όχι
«μερεμέτια», πρέπει
πρώτα να εντοπισθούν και
ταυτόχρονα να
δημιουργηθούν προοπτικές
για την καλύτερη
λειτουργία της
Δικαιοσύνης.
Επικρατεί η εντύπωση
ότι κοινό γνώρισμα για
όλα τα δικαστήρια της
χώρας είναι η βραδύτητα
απονομής της δικαιοσύνης,
που σε μερικές
περιπτώσεις φθάνει τα
όρια της αρνησιδικίας,
που οφείλεται, μεταξύ
των άλλων, στο ότι η
απόδοση πολλών δικαστών
είναι υποπολλαπλάσια των
άλλων εξαιρετικών και
φιλότιμων δικαστών, που,
όπως τόνισε ο κ.
Πικραμμένος, οφείλεται
στη χωρίς συνέπειες
ήσσονα προσπάθεια ή
ανεπάρκεια τους, με
αποτέλεσμα η συνολική
απόδοση να υπολείπεται
κατά πολύ της επιθυμητής.
Η καθυστέρηση
έκδοσης αποφάσεων
παρουσιάζεται σε όλα τα
δικαστήρια της χώρας,
υπάρχουν δε περιπτώσεις
που σε πολιτικές δίκες
δεν έχουν εκδοθεί
αποφάσεις πέραν της
τριετίας από τη συζήτησή
τους, αλλά οι πολίτες,
λόγω απογοητεύσεως και
μιθριδατισμού, δεν
αντιδρούν. Στα ποινικά
δικαστήρια, ως επί το
πλείστον, οι υποθέσεις
εκδικάζονται στα όρια
της παραγραφής, στο ΣτΕ
δε μια υπόθεση
αναβλήθηκε 48 και άλλη
24 φορές. Η πολιτεία
όμως ως κράτος δικαίου
δεν θα έπρεπε, πέραν από
την αναζήτηση ευθυνών
και την προσπάθεια
επίλυσης των προβλημάτων,
να απολογηθεί με κάποιον
τρόπο στους πολίτες της
για τη δικαστική τους
ταλαιπωρία, για την
οποία κυρίως διαχρονικά
ευθύνεται και αυτή με
την κακή λειτουργία της
Δημόσιας Διοίκησης, την
πολυνομία και κακονομία,
τη λόγω συνδικαλιστικών
αντιδράσεων και
πολιτικού κόστους
αποφυγή λήψεως και
εφαρμογής απαραίτητων
ρυθμίσεων, που είχαν
επισημανθεί από πολλούς
και προσφάτως από την
έκθεση της επιτροπής
Πισσαρίδη;
Η ανεπάρκεια της
Δικαιοσύνης τόσο κατά
την ταχύτητα απονομής
της όσο και κατά την
ποιότητα των αποφάσεων
έχει σοβαρές επιπτώσεις
όχι μόνο στην οικονομική
ανάπτυξη της χώρας,
γιατί δεν παρέχει την
απαραίτητη για τις
επενδύσεις ασφάλεια
δικαίου, στην οικονομική
και κοινωνική ζωή των
πολιτών με την έλλειψη
εμπιστοσύνης του κοινού
για την
αποτελεσματικότητά της
και τη μείωση του κύρους
της, που μπορεί να
οδηγήσει ακόμα και σε
εξωδικαστικές πρακτικές,
αλλά και στις
εκατοντάδες καταδίκες
της χώρας από τα
ευρωπαϊκά δικαστήρια σε
μεγάλα πρόστιμα κυρίως
για την καθυστέρηση
απονομής της.
Σημαντικός παράγων
καλής λειτουργίας της
Δικαιοσύνης είναι η
νοοτροπία των δικαστών,
που πρέπει να είναι
προσαρμοσμένη στη
σύγχρονη εποχή. Σαφώς η
αλλαγή της νοοτροπίας
των δικαστικών
λειτουργών πρέπει να
αρχίσει εξ απαλών ονύχων,
για να μπορέσουν να
ενταχθούν και να
ασκήσουν το ύψιστο
κοινωνικό λειτούργημά
τους σε ένα σύστημα με
αξιολόγηση και
αξιοκρατία, σκοποί που
επιδιώκονται με το υπό
κατάθεση νομοσχέδιο για
τον εξορθολογισμό και
εκσυγχρονισμό της
Εθνικής Σχολής
Δικαστικών Λειτουργών.
Παλαιότερα το μεγάλο
σχολείο για νέους
δικαστές ήταν οι
διασκέψεις των πολυμελών
δικαστικών σχηματισμών,
που διαρκούσαν ολόκληρες
ημέρες, όπου με την
ανάπτυξη των νομικών και
πραγματικών ισχυρισμών
και την αξιολόγηση των
αποδείξεων οι νέοι
δικαστές εθίζοντο στη
δικαστική σκέψη, αλλά
ιδίως στο δικαστικό ήθος
και συμπεριφορά, από το
παράδειγμα των
παλαιοτέρων. Σήμερα με
τον περιορισμό των
πολυμελών δικαστικών
σχηματισμών έχουν
περιορισθεί κατά πολύ οι
διασκέψεις και πρέπει η
πολιτεία να βρει τρόπους
για τη διαρκή επιμόρφωση
των δικαστών σε όλα τα
πεδία. Κανένας θεσμός
δεν μπορεί να
λειτουργήσει χωρίς
αξιολόγηση των στελεχών
του με τη διαδικασία της
επιθεωρήσεως και επιβολή
πειθαρχικών κυρώσεων,
που ειδικά για τους
δικαστικούς λειτουργούς
προβλέπονται από το
Σύνταγμα και τους
σχετικούς νόμους. Με το
ισχύον σύστημα
επιθεωρήσεως προβλέπεται
η ετήσια επιθεώρηση όλων
των δικαστών από δικαστή
ανώτερου βαθμού με
ετήσια θητεία, που,
βάσει του συνόλου της
εργασίας του δικαστή,
συντάσσει έκθεση
αξιολογήσεως. Το
παραπάνω σύστημα είναι
ξεπερασμένο και δεν
καταγράφει πλήρως την
απόδοση του δικαστή,
γιατί εντός της ετήσιας
θητείας του επιθεωρητή
δεν επαρκεί ο χρόνος να
επιθεωρήσει τους περίπου
500 δικαστές της
περιφέρειάς του. Με το
υπό κατάθεση παραπάνω
νομοσχέδιο προβλέπεται η
βελτίωση του συστήματος
αξιολόγησης των δικαστών,
στο οποίο η ΕΔΕ αντιδρά.
Κατά τη γνώμη μου η
αξιολόγηση θα ήταν πιο
αντικειμενική αν το
ανώτερο δικαστήριο, όταν
επιλαμβάνεται απόφασης
κατώτερου δικαστηρίου,
βαθμολογεί ταυτόχρονα
τον εισηγητή δικαστή,
αλλά αυτό απαιτεί
συνταγματική αναθεώρηση.
Υπάρχουν μερικά πολύ
σοβαρά προβλήματα που θα
μπορούσαν να επιλυθούν
άμεσα: α) Χωροταξικά,
διά της καταργήσεως
συγκεκριμένων
πρωτοβαθμίων δικαστηρίων,
που λειτουργούν εντός
της περιφέρειας του
ιδίου νομού, και της
διασπάσεως του
Πρωτοδικείου Αθηνών σε
δύο περιφερειακά
Πρωτοδικεία. β)
Λειτουργικά, η εκδίκαση
των ποινικών υποθέσεων,
τόσο κατά τον
προσδιορισμό δίκης όσο
και για την εκδίκαση,
καθυστερεί υπέρμετρα με
κίνδυνο απώλειας της
αμεσότητας, αφενός λόγω
ωραρίου λειτουργίας του
δικαστηρίου (9 έως 3)
και αφετέρου λόγω των
αναβολών εκδικάσεως που
χορηγούν αφειδώς τα
δικαστήρια για λόγους
ανώτερης βίας. Ισως
πρέπει να επανέλθει η
παλιά διάταξη, ότι
χορηγούνται το πολύ δύο
αναβολές. Η λύση
επιμηκύνσεως του ωραρίου
λειτουργίας επί δίωρο
συναντά μεγάλη αντίθεση
εκ μέρους των δικηγόρων
και δικαστικών
γραμματέων. γ) Με την
εισαγωγή του νέου Π.Κ.
καταργήθηκε η διάταξη
για τη μετατροπή της
ποινής φυλακίσεως σε
χρηματική ποινή και
αντικαταστάθηκε με την
παροχή κοινωφελούς
εργασίας, αλλά η
εφαρμογή της διάταξης
αυτής ανεστάλη, με
αποτέλεσμα τα δικαστήρια
να χορηγούν αναστολές
εκτελέσεως ποινών
φυλακίσεως σε
περιπτώσεις που δεν
επιτρέπεται, πρακτική
που δημιουργεί αίσθημα
ατιμωρησίας.
Η πολιτεία οφείλει
να εφοδιάσει άμεσα όλες
τις αίθουσες των
ακροατηρίων του
Πρωτοδικείου Αθηνών με
μικρόφωνα, που είναι
απαραίτητα λόγω των
μασκών που φορούν
δικαστές και παράγοντες
της δίκης, να
μαγνητοφωνούνται τα
πρακτικά των ποινικών
δικών και να
δημοσιεύονται οι
διαθήκες αμέσως και όχι
σε δικασίμους ακόμη και
μετά έξι μήνες από την
κατάθεση της σχετικής
αίτησης.
* Ο κ. Λέανδρος Τ.
Ρακιντζής είναι
αρεοπαγίτης ε.τ. Το
άρθρο δημοσιεύθηκε
αρχικά στην «Καθημερινή».