Το θέμα δεν ήταν αν όσα
έλεγαν ήταν σωστά ή όχι,
αλλά ότι η απάντησή τους
ήταν η άσχετη απάντηση.
Είναι δύο φοιτήτριες, ας
πούμε, στο μικρό τους
διαμέρισμα στα Εξάρχεια,
τους κάνει ντου μια
συμμορία για να τις
κλέψει και να τις βιάσει,
φωνάζει η μία έντρομη,
πάρε γρήγορα το 100, και
η άλλη της απαντά, μην
ξεχνάμε όμως ότι η
αστυνομία είναι ο
ταξικός μας εχθρός και
οι παράνομοι αδέρφια μας.
Γιατί το υπαρξιακό
πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ δεν
ήταν η ΝΔ. Αυτή ήταν
απλώς ο πολιτικός του
αντίπαλος στο κομματικό
σκηνικό της
μεταπολίτευσης, οι δύο
μεγάλες πολιτικές
παρατάξεις της χώρας,
κεντροδεξιά και
κεντροαριστερά, που
κυβέρνησαν την Ελλάδα 40
χρόνια. Ο εχθρός του
ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα
του 4% που, για να
μπορέσει να εκτοπίσει
από τη θέση του ένα
κόμμα του 44%, τους
επιτέθηκε με πρωτοφανή
ένταση, τους στοχοποίησε
ως «λαμόγια και
γερμανοτσολιάδες»,
ποινικοποίησε την ίδια
τους την ύπαρξη. Και
τελικά τους υποκατέστησε.
Το πρόβλημα όμως δεν
ήταν μόνο θέμα
στρατηγικής. Το ΠΑΣΟΚ
έπρεπε να κάνει όλα αυτά
τα χρόνια εντελώς σαφή
και την πολιτική του
τοποθέτηση στο κομματικό
σκηνικό. Ούτε εκεί θα
έπρεπε να έχει ιδιαίτερο
πρόβλημα, η ΝΔ είχε
αντιμετωπίσει ήδη το
πρόβλημα αυτό και
μάλιστα με επιτυχία. Ο
Κυριάκος Μητσοτάκης δεν
είχε μιλήσει ποτέ για
καμία διακυβέρνηση «συντηρητικών
δυνάμεων» απέναντι στον
εχθρό ΠΑΣΟΚ. Όχι μόνο
τους ΑΝΕΛ τους
τοποθέτησε ασυζητητί
στην πλευρά των
αντιπάλων αλλά ακόμα και
τους δικούς του, της
επονομαζόμενης «λαϊκής
δεξιάς», κάθε φορά που
φλέρταραν με την
απέναντι όχθη τούς
έστελνε ευχαρίστως στην
«προοδευτική παράταξη»
του Καμμένου, του
Παπαγγελόπουλου και του
Πολάκη. Τοποθέτησε το
κόμμα του στην πλευρά
της Ευρώπης και των
μεταρρυθμίσεων και όρισε
απέναντί του τον «λαϊκισμό
και τη δημαγωγία που
καταστρέφουν τη χώρα».
Με άλλα λόγια, την εποχή
του θριάμβου του
λαϊκισμού επέλεξε να
διεκδικήσει τον χώρο των
ηττημένων, αυτόν που
τότε ονόμαζαν
υποτιμητικά «μέτωπο της
λογικής», για να τον
ξανακάνει πλειοψηφικό.
Έτσι, όταν τα παραμύθια
δοκιμάστηκαν και
απέτυχαν με το γνωστό
κόστος, όταν οι
συσχετισμοί 38%-62%
αντιστράφηκαν, ο
Κυριάκος ήταν ο
αναμφισβήτητος ηγέτης
της νέας πλειοψηφίας.
Δεν είναι περίεργη
λοιπόν η απόλυτη
κυριαρχία του τόσα
χρόνια στο πολιτικό
σκηνικό. Είναι ο μόνος
που διεκδίκησε τη νέα
πλειοψηφία, την ανέδειξε,
την επέβαλε και τώρα την
εκφράζει. Ακόμα χωρίς
αντίπαλο.
Την ίδια στιγμή,
παρακολουθούσαμε ένα
ανεξήγητο φαινόμενο: Το
ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν σ’
αυτόν τον δρόμο από την
αρχή, ολομόναχο όταν
ακόμα οι άλλοι έστηναν
Ζάππεια και Πλατείες –και
πλήρωσε όλο το κόστος γι’
αυτό–, έμοιαζε να έχει
μετανιώσει για αυτή του
την επιλογή, να τη
θεωρεί καταστροφική, να
προσπαθεί να την ξεχάσει
και μαζί να ξεχάσει το
παρελθόν του.
Κι έτσι, όταν έφτασε η
ώρα που ο χώρος αυτός
έγινε πλειοψηφικός,
αποφάσισε αυτοκτονικά να
τοποθετήσει τον εαυτό
του σε άλλες πολιτικές
διαιρέσεις, στα πολιτικά
διλήμματα που έθεταν οι
χαμένοι, όχι η
πραγματικότητα. Να
αναζητάει το πολιτικό
του μέλλον σε σενάρια
τύπου «προοδευτική
συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ,
Κινάλ, Μέρα 25». Χωρίς
να αντιλαμβάνεται πόσο
κωμική αυτοκατάργηση
είναι και μόνο ως
δημοσιογραφικός τίτλος
αυτό το σενάριο. Το
ΠΑΣΟΚ δεν είναι μικρό
κόμμα διαμαρτυρίας που
θα μπορούσε να κάνει
καριέρα ως μπαλαντέρ επί
πολλά χρόνια. Είναι
κόμμα εξουσίας και είτε
θα επανακτήσει τη θέση
του είτε θα απορροφηθεί
σύντομα από τον
αντικαταστάτη του.
Πριν λίγο καιρό, η κυρία
Αχτσιόγλου είχε κάνει
μια δήλωση, που ως
ομολογία δεν ήταν και
πολύ σοφή, αλλά ήταν
εντελώς σωστή. Η κανονικότητα,
είχε πει, δεν είναι ποτέ
ευκαιρία για την
αριστερά.
Τον καιρό της μεγάλης
κρίσης, εμφανίστηκαν και
κυριάρχησαν δυνάμεις που
εξέφρασαν την
άγνοια, τις αυταπάτες,
την τυφλή οργή για τη
χρεωκοπία. Αυτές οι
δυνάμεις τώρα υποχωρούν
και επενδύουν στην
επόμενη κρίση, που
δυστυχώς είναι η
υγειονομική. Η χώρα
γύρισε σελίδα και, παρά
τα προβλήματα, προσπαθεί
πάλι να ξαναβρεί τη
χαμένη της κανονικότητα.
Σ’ αυτό το κλίμα, η
κυβέρνηση έχει αφεθεί
μόνη της ως ο
αποκλειστικός εκφραστής της
νέας περιόδου. Οι άλλες
πολιτικές δυνάμεις
βρίσκονται στην
προηγούμενη φάση.
Το ΠΑΣΟΚ δεν έχει
ξεκαθαρίσει ακόμα τη
θέση του στο νέο σκηνικό,
γι’ αυτό μένει μετέωρο
και δεν μπορεί να βρει
μέχρι σήμερα τον δρόμο
του. Ονομάζεται πρόβλημα
«τοποθέτησης προϊόντος»
και, αν δεν λυθεί,
αποβαίνει μοιραίο.
Φώτης Γεωργελές (Athens
Voice) |