Τολμηρή παρέμβαση του κόσμου του κεφαλαίου υπέρ του κόσμου
της εργασίας αποτελεί η πρωτοβουλία που έλαβαν στα τέλη της
προηγούμενης εβδομάδας, μεγάλες επενδυτικές του City του
Λονδίνου με άθροισμα περιουσιακών στοιχείων ύψους 2 τρισ.
στερλινών, ποσό αντίστοιχο των 2,345 τρισ. ευρώ.
Όπως ειδικότερα έγραψε το Reuters, με επιστολή τους προς
τους διευθύνοντες συμβούλους των μεγαλύτερων εταιρειών της
Βρετανίας, τις κάλεσαν να αμείβουν τους υπαλλήλους τους με
μισθούς που τους επιτρέπουν μια αξιοπρεπή ζωή και βέβαια
είναι υψηλότεροι από τον εθνικό βασικό μισθό της χώρας.
Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας The
Guardian, η πρωτοβουλία ανήκει στους σημαντικότερους
διαχειριστές κεφαλαίων της Βρετανίας, μεταξύ των οποίων οι
Legal & General Investment Management, Candriam Investors
Group, BMO Global Asset Management και η Hermes EOS, που
προωθεί τις λεγόμενες υπεύθυνες επενδύσεις. Στις συστάσεις
τους προς τα υψηλόβαθμα στελέχη, οι εν λόγω επενδυτικές
επικαλούνται το ύψος μισθού που έχει ορίσει το βρετανικό
ίδρυμα για έναν μισθό αξιοπρεπούς ζωής (Living Wage
Foundation) ως αναγκαίο «για να καλύψει τις ανάγκες
διαβίωσης μιας οικογένειας». Αυτό ανέρχεται σε περίπου 10
ευρώ την ώρα για την επικράτεια της Βρετανίας εκτός Λονδίνου,
ενώ για το ακριβό Λονδίνο σε 12,6 ευρώ την ώρα. Οπως
υπογραμμίζει η βρετανική εφημερίδα, πρόκειται για αποδοχές
σαφώς υψηλότερες από εκείνες του βασικού μισθού. Στη
Βρετανία ο βασικός μισθός ανέρχεται σε 9,62 ευρώ την ώρα για
όσους είναι άνω των 25 ετών, ενώ είναι κατώτερος ο βασικός
μισθός για τους κάτω των 25 ετών και δεν υπερβαίνει τα 9,03
ευρώ την ώρα.
Σύμφωνα πάντα με τα όσα έγραψε το Reuters, η κίνηση των
επενδυτικών του City εντάσσεται στον ευρύτερο προβληματισμό
που έχει εκδηλωθεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση
και αφορά τις χαμηλές αποδοχές των εργαζομένων και τη
διεύρυνση του χάσματος της εισοδηματικής ανισότητας. Κι αυτό
γιατί, όσον αφορά την πραγματική αύξηση των αποδοχών των
Βρετανών εργαζομένων, η τελευταία δεκαετία ήταν η χειρότερη
από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων και συγκεκριμένα το
χρονικό διάστημα από το 1803 έως το 1815. Και, βέβαια, στο
ίδιο χρονικό διάστημα έχουν αυξηθεί θεαματικά οι αποδοχές
των υψηλόβαθμων στελεχών. Στο πλαίσιο της γενικότερης
ευαισθητοποίησης για τη διευρυνόμενη ανισότητα και τις
χαμηλές αποδοχές, περισσότερες από 5.500 βρετανικές
επιχειρήσεις έχουν αυξήσει τους μισθούς και έχουν
αναγνωριστεί από το Ιδρυμα για τον Βασικό Μισθό. Πρόκειται
για ίδρυμα που ασκεί πιέσεις στις βρετανικές επιχειρήσεις
για να αμείβουν το προσωπικό τους περισσότερο από όσο
προβλέπει ο θεσμοθετημένος βασικός μισθός. Ανάμεσα στις
5.500 επιχειρήσεις, πάντως, συγκαταλέγονται μόλις 38
εταιρείες του δείκτη FTSE-100, που είναι οι μεγαλύτερες της
Βρετανίας.
Ανάμεσα στις εταιρείες που έλαβαν τη σχετική επιστολή ήταν
και η Royal Mail, της οποίας οι εργαζόμενοι έχουν προσφύγει
στη Δικαιοσύνη για να κατοχυρώσουν το δικαίωμα να απεργήσουν
την περίοδο των Χριστουγέννων. Εκπρόσωπός της δήλωσε πως «η
μεγάλη πλειονότητα» των υπαλλήλων της αμείβεται με αποδοχές
υψηλότερες του βασικού μισθού. Κατηγορηματική ήταν και η
British Airways, καθώς υποστήριξε πως όλοι οι υπάλληλοί της
αμείβονται με αποδοχές μεγαλύτερες του βασικού μισθού, όπως
επίσης οι United Utilities και Just Eat. Η Rentokil
υποστήριξε ότι μόνο μια μικρή μειονότητα του προσωπικού της
όταν αρχίσει να εργάζεται αμείβεται με μισθό κατώτερο
εκείνου που προτείνουν οι μεγάλες επενδυτικές. Και η
κατασκευαστική British Land τόνισε πως όσοι είναι σε άμεση
σχέση εξαρτημένης εργασίας στο μισθολόγιό της αμείβονται με
τον μισθό που υποδεικνύουν οι επενδυτικές. Πρόσθεσε, πάντως,
πως δεν μπορεί να εγγυηθεί τι ύψος αποδοχών δίνουν στο
προσωπικό τους οι υπεργολάβοι που αναλαμβάνουν επιμέρους
καθήκοντα, όπως, για παράδειγμα, στο προσωπικό καθαριότητας.
|