Αισιοδοξώντας πάντα πως μέσα
στους επόμενους περίπου 6 μήνες, ο πλανήτης θα αφήνει πίσω
τα χειρότερα. Το μεγάλο ερώτημα και δικαιολογημένα, έχει να
κάνει με το τι θα αφήσει πίσω της και σε τι κατάσταση θα
βρεθεί η παγκόσμια οικονομία, δηλαδή οι επιχειρήσεις και οι
εργαζόμενοι. Χαρακτηριστικά ήτανε και τα όσα έγραψαν σε
κοινό τους άρθρο, οι
Alfred
Kammer (διευθυντής Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ) και η κ.
Laura Papi (αναπληρώτρια διευθύντρια του ΔΝΤ), σχολιάζοντας
πως στις
αρχές του 2021 μεγάλο τμήμα της Ευρώπης δέχθηκε πλήγμα με τα
νέα περιοριστικά μέτρα λόγω της πανδημίας και της αδύναμης
οικονομικής δραστηριότητας, όταν παράλληλα ξεκίνησε το
εμβολιαστικό πρόγραμμα. Αν και το πότε θα σημάνει το τέλος
της πανδημίας παραμένει ένας αγώνας δρόμου μεταξύ του
κορωνοϊού και των εμβολίων, υπάρχει τώρα φως στην άκρη του
τούνελ. Ταυτόχρονα τα κρατικά προγράμματα στήριξης
αποδείχθηκαν πολύ επιτυχημένα. Από τη μία υπήρχε το τεράστιο
άχθος της απώλειας ανθρώπινων ζωών, ενώ από την άλλη τα εν
λόγω υποστηρικτικά μέτρα προσέφεραν ζωτική στήριξη,
διατηρώντας τη δομή της οικονομίας και τα εισοδήματα των
εργαζομένων. Η μαζική παρέμβαση των κυβερνήσεων διέσωσε
άπειρες ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν πάνω
από 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Ωστόσο, ενόσω
παρατείνεται η διάρκεια της πανδημίας και οι πρωτοβουλίες
φτάνουν στο τέλος τους, όπως, λόγου χάριν, η αναστολή στην
αποπληρωμή δανείων, οι πτωχεύσεις θα μπορούσαν να πληθύνουν,
οδηγώντας σε άνοδο της ανεργίας και αύξηση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε
πρόσφατη μελέτη του ΔΝΤ, η οποία καλύπτει 26 ευρωπαϊκές
χώρες (εκ των οποίων 21 είναι μέλη της Ε.Ε.), καταδεικνύεται
ότι άνευ μέτρων στήριξης το ποσοστό των εταιρειών χωρίς
ρευστότητα θα είχε υπερδιπλασιαστεί και εκείνο των
αφερέγγυων θα είχε σχεδόν διπλασιαστεί έως τα τέλη του 2020.
Μέχρι στιγμής, η κρατική αρωγή κάλυψε το 60% των αναγκών
ρευστότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, αλλά μόνο το 30%
των ελλείψεων σε ίδια κεφάλαια (είναι ο βαθμός, στο οποίο το
χρέος των εταιρειών υπερβαίνει τα περιουσιακά στοιχεία).
Ακόμη και με τέτοιας κλίμακας βοήθεια, το ποσοστό των
αφερέγγυων επιχειρήσεων επί το συνολικού εκτιμάται πως
αυξήθηκε κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες. Χωρίς πρόσθετη
υποστήριξη, περίπου 15 εκατομμύρια θέσεις εργασίας
διακυβεύονται, ενώ φαίνεται πως θα χρειαστεί 2%-3% του ΑΕΠ
για να καλυφθούν οι ελλείψεις και να έχουν επαρκή ίδια
κεφάλαια οι επιχειρήσεις.
Οι
αρμόδιοι πολιτικοί θα πρέπει να μετατοπίσουν την εστίαση από
την ενίσχυση της ρευστότητας, που αυξάνει το χρέος, σε
τόνωση των ιδίων κεφαλαίων για εταιρείες με προοπτικές
βιωσιμότητας μετά την πανδημία. Μεμονωμένες χώρες έρχονται
με καινοτόμες προτάσεις, αλλά δυσκολεύονται στην εφαρμογή. Η
συμμετοχή τραπεζών, οι οποίες γνωρίζουν τους πελάτες τους
και αξιολογούν τακτικά τα επιχειρηματικά τους σχέδια, μπορεί
να βοηθήσει, όπως και η παροχή κινήτρων σε ιδιώτες. Τέλος,
στη Γαλλία προτείνονται συμμετοχικά δάνεια μειωμένης
εξασφάλισης, όπου κεντρικό ρόλο έχουν οι τράπεζες για την
επιλογή βιώσιμων εταιρειών και τη διατήρηση μεριδίου αυτών
των δανείων στα βιβλία τους, ενώ στην Ιταλία το πρόγραμμα
μικρομεσαίων επιχειρήσεων δίνει φορολογικά κίνητρα σε
ιδιώτες για χορήγηση κεφαλαίων, ενώ η κρατική συμμετοχή δεν
ξεπερνά ένα πολύ μικρό ποσοστό επ’ αυτών.
|