Με το BREXIT μετά από σχεδόν 3,5 χρόνια περίεργων
καταστάσεων να είναι πλέον γεγονός. Το ενδιαφέρον στρέφεται
στις σχέσεις του «Μεγάλου Νησιού»
Όπως πριν από μερικές ημέρες έγραψε το Reuters, η
Βρετανία αποκάλυψε χθες τους στόχους της στις εμπορικές
διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ και ο Βρετανός πρωθυπουργός
Μπόρις Τζόνσον υποσχέθηκε ότι θα είναι σκληρός κατά τη
διάρκεια των συζητήσεων, οι οποίες πρόκειται να δοκιμάσουν
την αντοχή της «ξεχωριστής σχέσης» μεταξύ των δύο χωρών.
Ο Τζόνσον
θέλει να επιτύχει μια εμπορική συμφωνία με την Ουάσιγκτον
ώστε όχι μόνο να υποστηρίξει τη νέα ανεξαρτησία της
Βρετανίας, αλλά επίσης προκειμένου να μπορεί να ασκήσει
πίεση στις διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. σχετικά με τη
μελλοντική τους σχέση. Οσο οι ειδικοί απεσταλμένοι
κατευθύνονταν προς τις Βρυξέλλες για να ξεκινήσουν τις
διαπραγματεύσεις, η βρετανική κυβέρνηση έθεσε τους στόχους
της για τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, προειδοποιώντας
παράλληλα ότι το Λονδίνο θα μπορούσε να αποχωρήσει εάν δεν
ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της χώρας.
Η Βρετανία
θέλει να αποκομίσει «τεράστια κέρδη» απομακρύνοντας τα
εμπόδια στο εμπόριο. Ωστόσο, ανακοίνωσε ότι θα διατηρήσει
τις προδιαγραφές σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων και
ότι το πολυαγαπημένο της κρατικό σύστημα υγείας (ΝΗS) δεν θα
συμπεριληφθεί στις διαπραγματεύσεις.
Αυτές οι
δύο απαιτήσεις θα μπορούσαν να φέρουν τις δύο πλευρές σε
σύγκρουση. Η σχέση τους είναι ήδη τεταμένη, διότι το Λονδίνο
έχει προτείνει την επιβολή φόρου στις ψηφιακές υπηρεσίες και
επέτρεψε την περιορισμένη πρόσβαση της Huawei στα δίκτυα
πέμπτης γενιάς. Η χθεσινή ανακοίνωση άφησε να εννοηθεί ότι
το Λονδίνο θα μπορούσε να επανεξετάσει τα σχέδιά του για
επιβολή φόρου στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες, όπως η
Google και η Amazon, αφού δέχθηκε κριτική από την Ουάσιγκτον.
Βάσει
ανάλυσης της βρετανικής κυβέρνησης, η εμπορική συμφωνία με
τις ΗΠΑ θα μπορούσε να αυξήσει το υπερατλαντικό εμπόριο κατά
19,61 δισ. δολάρια σε βάθος 15 ετών και θα μπορούσε να
ενισχύσει τη βρετανική οικονομία κατά 0,16%.
Οι ΗΠΑ
είναι αυτή τη στιγμή ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της
Βρετανίας μετά την Ε.Ε., καθώς εκεί κατέληξε σχεδόν το 19%
των συνολικών εξαγωγών το 2018 και ήταν η πηγή του 11% των
εισαγωγών. Συγκριτικά, το 45% των βρετανικών εξαγωγών
κατέληξε στην Ε.Ε. και το 53% των βρετανικών εισαγωγών
προήλθε από την Ε.Ε.
Ο Τζόνσον
έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι η δυνατότητα σύναψης νέων
εμπορικών συμφωνιών με άλλες χώρες είναι ένα από τα
μεγαλύτερα πλεονεκτήματα του Brexit. Ωστόσο, τα κόμματα της
αντιπολίτευσης ισχυρίζονται ότι η πιθανότητα μιας ήπιας
ενίσχυσης του ΑΕΠ δεν θα μπορέσει να αντισταθμίσει τον
οικονομικό αντίκτυπο του Brexit.
Η
κυβέρνηση τόνισε ότι οι μεγαλύτεροι νικητές από την εμπορική
συμφωνία θα είναι οι παραγωγοί αυτοκινήτων, κεραμικών,
τροφίμων και ποτών, καθώς και επαγγελματικές υπηρεσίες,
συμπεριλαμβανομένων των αρχιτεκτόνων και των δικηγόρων.
Και οι δύο
πλευρές ελπίζουν ότι θα καταφέρουν να συνάψουν εμπορική
συμφωνία φέτος, αλλά υπάρχουν πολλά εμπόδια. Η κυβέρνηση
επανέλαβε ότι το NHS «δεν είναι προς πώληση», απαντώντας
στην κριτική ότι η συμφωνία θα μπορούσε να επιτρέψει σε
ιδιώτες παρόχους ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των ΗΠΑ να
εισέλθουν στο NHS. Επίσης υποσχέθηκε ότι θα διατηρήσει τις
υψηλές προδιαγραφές στην ασφάλεια των τροφίμων. «Εάν δεν
πετύχουμε τη συμφωνία που θέλουμε, θα είμαστε
προετοιμασμένοι να αποχωρήσουμε», όπως δήλωσε η Βρετανίδα
υπουργός Εμπορίου Λιζ Τρας.
Οι
διαπραγματευτικοί στόχοι της Ουάσιγκτον, που δημοσιεύθηκαν
πέρυσι, περιλαμβάνουν την πλήρη πρόσβαση των αμερικανικών
φαρμακευτικών προϊόντων και των ιατρικών υπηρεσιών στη
Βρετανία. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτό, θα έπρεπε να
αλλάξουν οι περιορισμοί στην τιμολόγηση του NHS και θα
οδηγούσε ενδεχομένως στην αύξηση της τιμής των φαρμάκων.
|