Όπως
έγραψαν σε πρόσφατο άρθρο τους στο ιστολόγιο του IMF οι
Xuehui Han (οικονομολόγος), ο κ. Paulo Medas (αναπληρωτής
διευθυντής) και η κ. Susan Yang (ανώτερη οικονομολόγος στο
Τμήμα Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ), πολλές
χώρες εισήλθαν στην πανδημία με αυξημένα επίπεδα χρέους.
Βάσει των τελευταίων σχετικών στοιχείων που μας δίνει το ΔΝΤ
για το παγκόσμιο χρέος, τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό,
αυτό εκτινάχθηκε κατά το 2019 στα 197 τρισ. δολάρια, δηλαδή
ήταν αυξημένο κατά 9 τρισ. δολάρια από το 2018.
Αυτό το
σημαντικό άχθος δημιούργησε προβλήματα σε χώρες που είδαν το
χρέος να αυξάνεται το 2020 διότι η οικονομική δραστηριότητα
κατέρρευσε, ενώ οι κυβερνήσεις ενήργησαν γρήγορα για να
παράσχουν στήριξη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τα μέχρι
σήμερα δεδομένα δείχνουν ότι ο παγκόσμιος μέσος λόγος χρέους
προς ΑΕΠ (σταθμισμένος από το ΑΕΠ κάθε χώρας σε δολάρια ΗΠΑ)
αυξήθηκε σε 226% το 2019, ήτοι ήταν 1,5 εκατοστιαία μονάδα
υψηλότερος από το 2018. Στο μεγαλύτερο μέρος της η αύξηση
προκλήθηκε από το υψηλότερο δημόσιο χρέος στις αναδυόμενες
αγορές και στις εκτός Ευρώπης προηγμένες οικονομίες. Στις δε
χώρες με χαμηλά εισοδήματα το συνολικό χρέος αυξήθηκε κατά
1,3 εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ το 2019, γεγονός το οποίο
οφείλεται στο υψηλότερο ιδιωτικό χρέος.
Το
παγκόσμιο δημόσιο χρέος του 2019 ξεπέρασε το επίπεδο του
αντιστοίχου το 2007 κατά 23 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Αυτό οφείλεται κυρίως στα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των
προηγμένων οικονομιών, όπου το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από
72% σε 105% του ΑΕΠ, και σε μικρότερο βαθμό στις αναδυόμενες
οικονομίες (από 35% σε 54% του ΑΕΠ) και στις χώρες με χαμηλά
εισοδήματα (αύξηση 14 ποσοστιαίες μονάδες έως 44% του ΑΕΠ).
Το υψηλότερο χρέος μπορεί δυνητικά να μειώσει την ικανότητα
των κυβερνήσεων να αντιδράσουν στην κρίση της πανδημίας του
κορωνοϊού με τον ίδιο δυναμισμό με τον οποίο αντιμετώπισαν
την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο, πολλές χώρες
επωφελήθηκαν από το πολύ μειωμένο κόστος δανεισμού τους
τελευταίους μήνες, εν μέρει επειδή τα πολύ χαμηλά ποσοστά
πληθωρισμού επέτρεψαν στις κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν
τα επιτόκια σε επίπεδα ναδίρ.
Σε
σύγκριση με το 2007, κατά μέσον όρο οι τόκοι ως μερίδιο
εσόδων ήταν 0,3 της εκατοστιαίας μονάδας λιγότεροι από το
2019. Πράγματι, το υψηλό δημόσιο χρέος δεν περιόρισε αμέσως
την ικανότητα πολλών χωρών –ιδίως των προηγμένων– να
δανείζονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Ομως, ορισμένες υπερχρεωμένες αναδυόμενες αγορές και
αναπτυσσόμενες οικονομίες αρχίζουν πλέον να δυσκολεύονται να
λάβουν πιστώσεις για να χρηματοδοτήσουν τα μέτρα άμβλυνσης
των επιπτώσεων της πανδημίας. Το υψηλό και αυξανόμενο
ιδιωτικό χρέος μπορεί επίσης να προκαλέσει ανησυχία, διότι
οι χώρες προσπαθούν να μεταβούν στην επόμενη φάση μετά την
πανδημία και να επιτύχουν μια σταθερή ανάκαμψη.
Στο παρελθόν, σε ορισμένες χρηματοπιστωτικές κρίσεις είχαμε
διαπιστώσει το ιδιωτικό χρέος να συσσωρεύεται με ρυθμό που
υπερέβαινε κατά πολύ την αύξηση του ΑΕΠ, επομένως αυτό το
φαινόμενο μπορεί να είναι ένα «καμπανάκι» για το μέλλον. Η
εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι, μετά την έκρηξη των
πιστώσεων, η οικονομική δραστηριότητα τείνει να πλήττεται.
Εάν το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων ή
και των δύο αποδειχθεί μη βιώσιμο, μπορεί να οδηγήσει σε πτωχεύσεις
μεγάλης κλίμακας, οι οποίες ενδέχεται να απαιτούν κρατική
παρέμβαση με τη μορφή διάσωσης κρίσιμων τομέων ή κρατικών
εγγυήσεων για ιδιωτικά δάνεια. Το χρέος του ιδιωτικού τομέα
μπορεί, επομένως, να δημιουργήσει έναν επιπλέον κίνδυνο για
τις κυβερνήσεις εκείνες οι οποίες είναι ήδη υπερχρεωμένες. |