Αν υπάρχει ένας ηγέτης που εμφανίζεται πιο καθησυχαστικός με
το ζήτημα του Covid – 19, αυτός είναι σίγουρα ο Ν. Τράμπ, αν
και έχουμε αρχίσει τα αρνητικά σχόλια εναντίον του, για τον
τρόπο με τον οποίο ο αμερικανός πρόεδρος προσεγγίζει την όλη
κρίση. Χαρακτηριστικά ήτανε και τα όσα έγραψαν οι New York
Times, σχολιάζοντας πως ένα από
τα μεγαλύτερα προσόντα του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ
Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας
είναι η προώθηση της οικονομικής κατάστασης της χώρας: έχει
πείσει ένα μέρος των πιστών ψηφοφόρων του ότι ο τρόπος
ηγεσίας του κατέστησε την οικονομία αλεξίσφαιρη και ότι τα
χρηματιστήρια θα καταρρεύσουν σε περίπτωση που ηττηθεί στις
εκλογές του Νοεμβρίου.
Όπως με
χαρακτηριστικό τρόπο έγραψαν οι New York Times, η ικανότητα
του προέδρου να παρουσιάζει ως ιδανική την οικονομική
κατάσταση της χώρας ενισχύεται από την ανάπτυξη που
σημειώθηκε τα δέκα προηγούμενα χρόνια, με τους μισθούς να
αυξάνονται και το ποσοστό ανεργίας να βρίσκεται στο
χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 50 ετών. Αυτή η ικανότητα
δυσκολεύει τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι ελπίζουν πως θα τον
νικήσουν τον Νοέμβριο, μολονότι ο Τραμπ συχνά υπερβάλλει
στις δηλώσεις του και ορισμένοι τομείς της οικονομίας
επιβραδύνονται, μεταξύ αυτών και η μεταποίηση. Για τον λόγο
αυτό ο Τραμπ έχει υποτιμήσει την οικονομική ζημία που
προκαλεί ο κορωνοϊός και έχει αγνοήσει τη βουτιά των
αμερικανικών αγορών. «Η χώρα βρίσκεται σε σπουδαία κατάσταση,
η αγορά βρίσκεται σε σπουδαία κατάσταση», δήλωσε την Τρίτη ο
Τραμπ, όσο οι αγορές κατρακυλούσαν μετά την περικοπή των
επιτοκίων. Ο δείκτης S&P έκλεισε με απώλειες περίπου 2,8%.
Για
οποιαδήποτε οικονομική αναταραχή, ο Τραμπ έχει επιρρίψει την
ευθύνη σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως την υποψηφιότητα των
Δημοκρατικών, τα προβλήματα της Boeing και την Ομοσπονδιακή
Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed). Εχει αποδώσει τη δυναμικότητα της
οικονομίας στους καταναλωτές, ακόμη και τη στιγμή που οι
αναλυτές προειδοποιούν ότι ο κορωνοϊός ενδέχεται να
επιβαρύνει την ανάπτυξη τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
Το προσόν
αυτό βοήθησε αρκετά τον Τραμπ τα πρώτα τρία έτη της
προεδρίας του, ώστε να κερδίσει τα εύσημα –τουλάχιστον από
τους υποστηρικτές του– για τη δυναμικότητα της οικονομίας.
Ωστόσο, ορισμένοι ειδικοί προειδοποιούν ότι έχει παράλληλα
διευρύνει το χάσμα μεταξύ των Δημοκρατικών και των
Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, γεγονός το οποίο ενδέχεται να
δημιουργήσει εμπόδια στον Τραμπ σε περιπτώσεις κρίσης, όπως
η επέκταση του κορωνοϊού.
Ο Γουίλ
Χικς, Αμερικανός αναλυτής, δήλωσε ότι η ανάδειξη του Τραμπ
ενίσχυσε το ηθικό στην περιοχή του. Το γεγονός αυτό αποδίδει
εν μέρει στην προώθηση της οικονομικής κατάστασης, παρότι
θεωρεί ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Αμερικανός πρόεδρος
είναι αρκετές φορές υπερβολική. Ορισμένοι οικονομολόγοι
συμφωνούν.
Κατά την
προεκλογική εκστρατεία το 2016, ο Τραμπ έδωσε μεγάλες
υποσχέσεις σχετικά με την οικονομία και πανηγύρισε για την
άνοδο των αγορών, όταν κατοχύρωσε τη νίκη. Ακόμη και προτού
αναλάβει τα καθήκοντά του, η καταναλωτική εμπιστοσύνη και η
διάθεση μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων κινούνταν ανοδικά,
κυρίως λόγω των Ρεπουμπλικανών υποστηρικτών του Τραμπ. Και
οι δύο δείκτες παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια
της θητείας του και τον Φεβρουάριο έφτασαν σε επίπεδα-ρεκόρ
χάρη στους Ρεπουμπλικανούς.
Ωστόσο,
άλλοι δείκτες δεν ανταποκρίθηκαν στις υποσχέσεις του
προέδρου. Η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,3% πέρυσι, αρκετά
χαμηλότερα σε σχέση με τις προβλέψεις των οικονομικών
συμβούλων του Τραμπ, καθώς ο εμπορικός του πόλεμος οδήγησε
σε μείωση των επιχειρηματικών επενδύσεων. Η ανάπτυξη στα
πρώτα τρία χρόνια της δεύτερης κυβέρνησης Ομπάμα ήταν
περίπου ίδια με την τριετία της κυβέρνησης Τραμπ. Ο μέσος
μισθός αναπτύσσεται με τον ίδιο ρυθμό σε σχέση με τον
Οκτώβριο του 2016 και παραμένει αρκετά χαμηλότερα από τα
επίπεδα στο τέλος της δεκαετίας του 1990. Οι προσδοκίες των
επικεφαλής μικρών επιχειρήσεων όσον αφορά τις επενδύσεις,
είναι στα ίδια επίπεδα με την περίοδο πριν από τις εκλογές
του 2016. Η αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών δεν
ενίσχυσε τις δαπάνες. Σύμφωνα με τον Ιαν Σέπερντσον,
επικεφαλής οικονομολόγο στην Pantheon Macroeconomics, μετά
την ανάδειξη του Τραμπ «δημιουργήθηκε ένα χάσμα μεταξύ των
δαπανών και των στοιχείων της εμπιστοσύνης, και το χάσμα
αυτό έχει παραμείνει».
|