Με τις αρνητικές αποδόσεις ανά τον κόσμο να είναι το νέο
φαινόμενο που δοκιμάζει τις αντοχές της παγκόσμιας
οικονομίας, δημιουργώντας μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Όπως
πριν από μερικές ημέρες σχολίασε το Reuters, έπειτα
από μια παρατεταμένη περίοδο προβληματισμού γύρω από τους
κινδύνους μιας τέτοιας κίνησης, οι γερμανικές τράπεζες
αρχίζουν να επιβάλουν αρνητικά επιτόκια στις μεγάλες
καταθέσεις. Προς το παρόν το έχουν αποτολμήσει μικρότερες
τράπεζες, αλλά δείχνουν πρόθυμες να ακολουθήσουν το
παράδειγμά τους οι δύο μεγαλύτερες τράπεζες της Γερμανίας,
Deutsche Bank και Commerzbank, οι οποίες, πάντως, μελετούν
προσεκτικά τις κινήσεις τους.
Όπως
έγραψε το Reuters, πρόκειται για τουλάχιστον 34 τράπεζες οι
οποίες, σύμφωνα με την εταιρεία παροχής δεδομένων Biallo.de.,
μεταβιβάζουν το δυσβάσταχτο πλέον κόστος των αρνητικών
επιτοκίων στους πλούσιους πελάτες τους. Στην πλειονότητά
τους, πάντως, προστατεύουν τους μικροκαταθέτες με
λογαριασμούς μικρότερους των 100.000 ευρώ. Ανάμεσά τους και
η δεύτερη συνεργατική τράπεζα της Γερμανίας, Berliner
Volksbank, που χρεώνει πλέον με επιτόκιο -0,5% όσους
λογαριασμούς έχουν καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ. Εχει
προηγηθεί η Deutsche Skatbank που επέβαλε ακριβώς την ίδια
χρέωση σε λογαριασμούς άνω των 100.000 ευρώ και τόνισε πως
«δεν είναι πλέον οικονομικά συμφέρον να επωμίζεται πλήρως η
τράπεζα την επιβάρυνση των αρνητικών επιτοκίων». Οι
περισσότερες από τις τράπεζες αυτές έχουν ήδη επιβάλει
χρεώσεις στους λογαριασμούς μεγάλων επιχειρήσεων και πελατών
με ιδιαίτερα μεγάλο πλούτο.
Τον
περασμένο μήνα, ο διευθύνων σύμβουλος της Deutsche Bank,
Τζέιμς φον Μόλτκε, μίλησε για μια «πιο στιβαρή» στάση της
στο θέμα και διευκρίνισε πως σκοπεύει να ακολουθήσει το
σύστημα των κλιμακωτών επιτοκίων με ευνοϊκά επιτόκια μέχρι
ένα ύψος καταθέσεων και αρνητικά επιτόκια στις μεγάλες
καταθέσεις και στους λογαριασμούς των επιχειρήσεων.
Προσέθεσε, πάντως, πως ενδέχεται να επιβληθούν χρεώσεις και
στους μικροκαταθέτες αλλά για την παροχή συγκεκριμένων
τραπεζικών υπηρεσιών. Ανάλογη είναι η θέση και της δεύτερης
σε μέγεθος τράπεζας της Γερμανίας, Commerzbank, που δήλωσε
προ ημερών στο Bloomberg ότι δεν βιάζεται να μεταφέρει το
κόστος στους καταθέτες. Προσέθεσε, όμως, ότι θα εξετάσει το
ζήτημα συζητώντας «στοχευμένα» με πελάτες της των οποίων οι
λογαριασμοί υπερβαίνουν «ορισμένα επίπεδα αναφοράς».
Οπως
σχολιάζει χαρακτηριστικά ο Ολιβερ Μάιερ, στέλεχος της
εταιρείας ερευνών αγοράς Verivox Finanzvergleich, «αλλάζουν
τα πράγματα στον κλάδο και θα υπάρξουν και άλλες τράπεζες
που θα επιβάλουν αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις τώρα που
οι μεγαλύτερες συνεργατικές τράπεζες έκαναν το πρώτο βήμα».
Την εκτίμησή του συμμερίζεται η γερμανική Ενωση Συνεργατικών
Τραπεζών, η εκπρόσωπος της οποίας τόνισε πως «δεν μπορεί να
αποκλειστεί η επέκταση του μέτρου σε άλλους πελάτες ή
προϊόντα». Εως τώρα οι γερμανικές τράπεζες απέφευγαν να
χρεώσουν τους πελάτες τους φοβούμενες τη δυσφήμισή τους και
προπαντός μια μαζική φυγή καταθέσεων. Η στάση τους, όμως,
αλλάζει εξαναγκαστικά έπειτα από πέντε χρόνια αρνητικών
επιτοκίων που τους επέβαλε η ΕΚΤ.
Η πολιτική
των αρνητικών επιτοκίων όχι μόνον έχει πλήξει καίρια την
κερδοφορία τους, αλλά στη διάρκεια των πέντε αυτών ετών
εξάντλησαν κυριολεκτικά όλους τους μηχανισμούς που διέθεταν
για να εξισορροπήσουν τη μείωση των εσόδων τους. Σύμφωνα με
την Ενωση Γερμανικών Τραπεζών, τα αρνητικά επιτόκια
κοστίζουν στις γερμανικές τράπεζες συνολικά 2,4 δισ. ευρώ
ετησίως. Τον περασμένο μήνα η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκια του
ευρώ βαθύτερα σε αρνητικό έδαφος και συγκεκριμένα στο -0,5%
από το -0,4%. Προκειμένου να περιορίσει την επιβάρυνση που
αυτό συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, η τράπεζα
εξαιρεί μέρος των καταθέσεων από τη χρέωση και προβλέπει
σύστημα κλιμακωτών επιτοκίων.
Ευάλωτες οι τράπεζες
Οι μισές
από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρωζώνης θα κατέρρεαν
έπειτα από μια περίοδο έξι μηνών στη διάρκεια των οποίων δεν
θα τους χορηγείτο νέα ρευστότητα. Οι πλέον ευάλωτες είναι οι
μεγαλύτερες τράπεζες και οι θυγατρικές ξένων
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξε
η ΕΚΤ εξετάζοντας 103 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της
Ευρωζώνης. Η έρευνά της κατέδειξε τις αδυναμίες του
τραπεζικού συστήματος σε μια στιγμή που εντείνεται η
ανησυχία για την επιβράδυνση της ανάπτυξης και την αστάθεια
στην αμερικανική αγορά χρήματος. Οπως τονίζει η ΕΚΤ,
τέσσερις τράπεζες δεν θα κατόρθωναν να επιβιώσουν επί έξι
μήνες σε περίπτωση αποκλεισμού τους από την αγορά χρήματος,
ενώ άλλες 52 θα κατέρρεαν μέσα σε έξι μήνες αν απέσυραν
μαζικά τα κεφάλαιά τους οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται
μαζί τους. «Οι διεθνείς τράπεζες και όσες είναι σημαντικές
για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα δέχονταν
ισχυρότερο πλήγμα από όλες τις άλλες σε περίπτωση έλλειψης
ρευστότητας, καθώς εξαρτώνται συνήθως από λιγότερους
σταθερές πηγές χρηματοδότησης», τονίζει η τράπεζα στη
σχετική ανακοίνωσή της. Παράλληλα, όμως, 26 τράπεζες θα
άντεχαν περισσότερο από έξι μήνες ακόμη και στην ακραία
περίπτωση που υποβαθμίζεται η πιστοληπτική τους ικανότητα
κατά τρεις βαθμίδες και εγκαταλείπονται μαζικά από τους
καταθέτες τους. Συνολικά, έτσι, η ΕΚΤ χαρακτηρίζει σε «γενικές
γραμμές θετικά τα πορίσματα» των ερευνών της, καθώς οι
υφιστάμενοι κανόνες υπαγορεύουν στις τράπεζες να έχουν
αρκετή ρευστότητα για να επιβιώσουν 30 ημέρες.
Πηγή: Reuters
|