Οι οικονομικές επιπτώσεις του Covid-19 συνεχίζουνε να
μονοπωλούνε το ενδιαφέρον. Και αν και όπως είχαμε γράψει,
είμαστε αισιόδοξοι πως η παγκόσμια οικονομία θα εμφανίσει
από το 2021, μια ανάπτυξη τύπου V, καλύπτοντας το χαμένο
έδαφος. Αυξάνονται αυτοί που προειδοποιούνε για μόνιμες «βλάβες»
στην παγκόσμια οικονομία, όπως μεγάλη αύξηση του χρέους.
Χαρακτηριστικά ήτανε τα όσα έγραφαν πριν από μερικές ημέρες
οι New York Times, σχολιάζοντας πως
η πανδημία έχει σαρώσει τις
οικονομίες των φτωχών χωρών. Ο πρόεδρος της Τανζανίας
απηύθυνε έκκληση προς τους «πλούσιους αδελφούς της χώρας» να
διαγράψουν το χρέος της. Η Λευκορωσία έφθασε πολύ κοντά στη
χρεοκοπία, όταν κατέρρευσαν οι διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία
για δάνειο 600 εκατ. δολαρίων. Η Ρωσία δεν μπόρεσε να
χορηγήσει το δάνειο, καθώς το ρούβλι κατέρρεε παράλληλα με
τις τιμές του πετρελαίου. Ο Λίβανος, που αντιμετώπιζε
προβλήματα ακόμα και πριν από την επέλαση της πανδημίας,
ξεκίνησε για πρώτη φορά αναδιάρθρωση χρέους. Η Αργεντινή
χρεοκόπησε – για ένατη φορά στην ιστορία της.
Τα χαμηλά
επιτόκια δανεισμού την τελευταία δεκαετία δημιούργησαν
ασυνήθιστες σχέσεις μεταξύ φτωχών χωρών και διεθνών
επενδυτών. Κυβερνήσεις, κρατικές εταιρείες και άλλες
επιχειρήσεις μπόρεσαν να συγκεντρώσουν χρήματα με σχετικά
χαμηλό κόστος, ενώ οι επενδυτές, που αναζητούσαν καλύτερες
αποδόσεις σε σχέση τις εγχώριες αγορές τους, «καταβρόχθιζαν»
αυτό το χρέος. Ως αποτέλεσμα, το χρέος των αναπτυσσόμενων
χωρών σε επενδυτές, κυβερνήσεις και άλλους ξένους φορείς
ανέρχεται σε ιστορικά επίπεδα: στα 2,1 τρισ. δολάρια για
χώρες με χαμηλά ή μεσαία προς χαμηλά εισοδήματα.
H πανδημία
έφθειρε τις σχέσεις μεταξύ των φτωχών χωρών και των
επενδυτών τους. Η οικονομική δραστηριότητα διεκόπη, με
αποτέλεσμα να κλείσουν λιμάνια, εργοστάσια, να ακυρωθούν
πτήσεις και να αδειάσουν τα τουριστικά θέρετρα. Οι
κυβερνήσεις χρωστούν δισεκατομμύρια δολάρια σε κεφάλαια και
τόκους – η κινητικότητα των αγορών συναλλάγματος οδήγησε σε
περαιτέρω αύξηση του κόστους, ενώ παράλληλα εκτοξεύθηκε το
κόστος για τη δημόσια υγεία. Οι επενδυτές τους δεν έδειξαν
επιείκεια.
Η δεκαετία
του 1980, γνωστή στη Λατινική Αμερική και ως «η χαμένη
δεκαετία», ήταν η τελευταία περίοδος που τόσες χώρες
απειλούνταν ταυτόχρονα από χρεοκοπία. Ακολούθησαν πολλά
χρόνια διαπραγματεύσεων, μέτρων λιτότητας και χαμηλής
ανάπτυξης. Ωστόσο, η κρίση χρέους που κυοφορείται σήμερα από
την πανδημία ενδέχεται να προκαλέσει ακόμα περισσότερα
προβλήματα.
Οι φτωχές
χώρες στρέφονταν ανέκαθεν σε ιδρύματα, όπως η Παγκόσμια
Τράπεζα και το ΔΝΤ, ή σε εμπορικούς εταίρους, όπως η Κίνα.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, υπήρχε έντονο ενδιαφέρον από
επενδυτικές εταιρείες, οι οποίες με τη σειρά τους μετέθεταν
το χρέος σε συνταξιοδοτικά ταμεία, οικογενειακές
επιχειρήσεις και διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια. Αυτοί
οι φορείς εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα και ακολουθούν
τους δικούς τους κανόνες, οι οποίοι περιπλέκουν κάθε
προσπάθεια διαπραγμάτευσης για καλύτερους όρους από τις
δανειζόμενες χώρες.
Εως το
τέλος του έτους υπάρχουν ληξιπρόθεσμα χρέη ύψους 62 δισ.
δολαρίων από 77 φτωχές χώρες. Ενα μέρος αυτών λήγει τον
Ιούνιο. Στη Λατινική Αμερική, στην Ανατολική Ασία και στις
αναδυόμενες ευρωπαϊκές χώρες οι ιδιώτες επενδυτές έχουν
αναλάβει μεγαλύτερο μερίδιο χρέους σε σχέση με τα διεθνή
ιδρύματα ή άλλους επίσημους φορείς. Οι χώρες αυτές συνήθως
εκδίδουν ομόλογα σε δολάρια ή άλλα σκληρά νομίσματα. Αυτή τη
στιγμή, η αξία των δικών τους νομισμάτων κατρακυλάει, καθώς
οι επενδυτές ανά τον κόσμο αναζητούν καταφύγιο στο δολάριο.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται περισσότερα από τα δικά τους
νομίσματα ώστε να αγοράσουν κάθε απαραίτητο δολάριο για την
αποπληρωμή των χρεών τους. Ταυτόχρονα, τα έξοδα για την
τήρηση των υγειονομικών μέτρων έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
Το ΔΝΤ
έχει ήδη επεκτείνει δύο έκτακτα προγράμματα δανειοδότησης
και περισσότερες από 100 χώρες έχουν κάνει αίτηση για λήψη
δανείου. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο τα προγράμματα θα
βοηθήσουν, αλλά απαιτείται πολύ μεγαλύτερη ενίσχυση για τη
διάσωση των φτωχών χωρών κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας
κρίσης. Το ίδιο το ΔΝΤ εκτιμά ότι αυτή τη στιγμή οι
δανειζόμενες χώρες οφείλουν να συγκεντρώσουν –από κάθε πηγή–
2,5 τρισ. δολάρια.
|