Όπως πριν
από μερικές ημέρες σχολίαζε το Reuters, η Ρωσία σήμερα,
αφότου χαλάρωσε τους δημοσιονομικούς κανόνες της και προέβη
σε αύξηση της φορολογίας, δεν έχει πλέον άλλες επιλογές για
να ενισχύσει τα δημοσιονομικά της, τα οποία έχουν δεχθεί
πιέσεις και από την πανδημία και από την αποδυνάμωση της
τιμής του πετρελαίου. Σημειωτέον πως ο «μαύρος χρυσός»
αποτελεί το βασικό εξαγωγικό προϊόν της χώρας. Η όλη
κατάσταση αυτή ίσως να αποδειχθεί μεγάλος πονοκέφαλος για
τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος επιδιώκει να
χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη και να ενισχύσει τις προνοιακές
δαπάνες για τους Ρώσους πολίτες εγκαίρως ενόψει των
βουλευτικών εκλογών του 2021. Συν τοις άλλοις, όπως
ορισμένοι αναλυτές επισημαίνουν, τίθεται το ερώτημα, εάν η
Μόσχα μπορεί τελικώς να επιστρέψει σε καθεστώς αυστηρής
λιτότητας, το οποίο και είχε λάβει εύσημα από τους επενδυτές
προ της πανδημίας.
Όπως
έγραψε το Reuters, η κάμψη στην παγκόσμια ζήτηση, η οποία
επήλθε λόγω της ασθένειας, οδήγησε σε πτώση της τιμής του
πετρελαίου σε επίπεδα κάτω των 40 δολαρίων το βαρέλι, δηλαδή
περίπου στο ήμισυ από όσο θα χρειαζόταν η χώρα θεωρητικά για
να ισοσκελίσει τον φετινό προϋπολογισμό της. Εκτιμάται πως η
οικονομία θα συρρικνωθεί έως και 5% το τρέχον έτος, ενώ ο
δανεισμός της κυβέρνησης, ο οποίος αυξήθηκε λόγω ιού, έχει
οδηγήσει το δημόσιο χρέος σχεδόν στο 20% του ΑΕΠ.
Kαι αυτό
μπορεί να φαίνεται μικρό εν συγκρίσει με το τριψήφιο χρέος
άλλων προηγμένων οικονομιών, αλλά η εξάρτηση της Ρωσίας από
τα πετρελαϊκά έσοδα σε συνδυασμό και με την πιο περιορισμένη
πρόσβασή της στον δανεισμό σημαίνει πως τα περιθώριά της
στενεύουν. Προσπαθώντας να εξασφαλίσει πόρους, η κυβέρνηση
χαλάρωσε τους κανόνες του 2017, οι οποίοι είχαν καταρτιστεί
με στόχο να ελαττωθούν οι δαπάνες και να διοχετευθούν
συγκεκριμένα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου στο κρατικό
επενδυτικό ταμείο, ως ένα προστατευτικό πλαίσιο για την
οικονομία, προκειμένου να θωρακιστεί από την αυξομείωση των
τιμών του εμπορεύματος, αλλά και για να περιφρουρηθούν τα
συναλλαγματικά διαθέσιμα. Η απόφαση αυτή βοήθησε τη Ρωσία να
εξασφαλίσει θετική ανταπόκριση από τους διεθνείς οίκους
αξιολόγησης και να ανακτήσει την κατάταξή της στην
επενδυτική βαθμίδα, την οποία έχασε το 2014 εξαιτίας της
προσάρτησης της Κριμαίας.
Πάντως,
αφενός η χαλάρωση των κανόνων θα παράσχει στη Ρωσία τη
δυνατότητα να έχει περισσότερα από 11 δισεκατομμύρια δολάρια
διαθέσιμα να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη το 2021, αφετέρου
θα αφήσει εκτεθειμένα τα δημόσια οικονομικά στις
διακυμάνσεις της αγοράς πετρελαίου και ενέργειας γενικότερα,
ενώ επί χρόνια οι κυβερνήσεις προσπαθούσαν να τα θέσουν σε
πιο σταθερή βάση. Κατά τις προβλέψεις του υπουργείου
Οικονομικών, τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο
θα φθάσουν το 33,6% του προϋπολογισμού του 2023 εν συγκρίσει
με το 28,7% φέτος. «Η χρονιά αυτή οδήγησε σε έτι περαιτέρω
εξάρτηση του κρατικού προϋπολογισμού από το πετρέλαιο»,
σημειώνει η επικεφαλής οικονομολόγος της Alfa Βank, Ναταλία
Ορλόβα.
Η Ρωσία θα
χρειαζόταν υπερδιπλασιασμό της τιμής του «μαύρου χρυσού» στα
σχεδόν 80-85 δολάρια το βαρέλι. Σε αυτά τα επίπεδα,
προσέθεσε η κ. Ορλόβα, θα είχε τη δυνατότητα ισοσκελισμού.
Κάτι
τέτοιο δεν πιθανολογείται, οπότε θα αναζητήσει τάχιστα από
άλλες πηγές χρήματα. Οι αναλυτές αμφιβάλλουν ότι ο πρόεδρος
Πούτιν μπορεί να αυξήσει τις κρατικές δαπάνες προ των
εκλογών του 2021 και να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική
πειθαρχία το 2022 βάσει των υποσχέσεών του. Θα χρειασθεί να
αυξήσει τη φορολογία για να το κάνει, όπως εξηγεί ο Εριχ
Αρισπε, διευθυντής του τμήματος κρατικών ομολόγων και
υπερεθνικών οργανισμών της Fitch Ratings, ωστόσο, οι
υψηλότεροι φόροι θα ανακόψουν την όποια ανάκαμψη.
|