Τα υψηλά επίπεδα χρέους
απαιτούν μονίμως χαμηλά επιτόκια και αυτή είναι η λογική η
οποία ακολουθείται σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, όταν
εφαρμόζεται η πολιτική χαμηλών επιτοκίων σε επίπεδα κάτω του
ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Μετά το 1945 αυτή η προσέγγιση
ουσιαστικά οδήγησε σε ρευστοποίηση μεγάλου μέρους των
πολεμικών δανείων της Αμερικής και της Ευρώπης.
Όπως χαρακτηριστικά σχολίαζε
το Reuters σε πρόσφατο άρθρο του,
αλλά όταν η πολιτική αυτή της χρηματοοικονομικής καταστολής
δοκιμάστηκε εκ νέου μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική
κρίση, τα επίπεδα χρέους εξακολουθούσαν να ανέρχονται. Οι
αγορές λόγω πανδημίας εκτιμούν ότι θα υπάρξει ανάλογο
πλαίσιο για πολλές δεκαετίες, αλλά δεν έχουν συνεκτιμήσει
ούτε το κόστος ούτε τι μέτρα χρειάζονται για να αποδώσει.
Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα βραχυπρόθεσμα
επιτόκια στις ΗΠΑ βρίσκονταν κάτω του 1%, τα 10ετή ομόλογα
είχαν αποδόσεις σχεδόν 2% και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ
αγόραζε απευθείας τίτλους από το υπουργείο Οικονομικών, ενώ
το δημόσιο χρέος είχε φθάσει στο 120% του ΑΕΠ. Τα επιτόκια
καταθέσεων επί σειρά δεκαετιών παρέμεναν σε πραγματικούς
όρους αρνητικά για τον δυτικό κόσμο. Από το 1945 έως το 1980
αυτή η οικονομική προσέγγιση ελάττωσε το δημόσιο χρέος ΗΠΑ
και Βρετανίας κατά σχεδόν 3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, σύμφωνα
με τη Μαρία Μπελέν Σμπράντσι, οικονομολόγο του ΔΝΤ.
Μετά τη διάλυση της Lehman
Brothers ο κόσμος στράφηκε στη χρηματοοικονομική καταστολή,
και στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια
διατηρήθηκαν κάτω από τα επίπεδα του ονομαστικού ρυθμού
ανάπτυξης. Και παρέμειναν σε πραγματικούς όρους αρνητικά.
Ωστόσο, ενώ τα χαμηλότατα επιτόκια βοήθησαν τα αμερικανικά
νοικοκυριά να περιστείλουν τον υπερβολικό τους δανεισμό, οι
επιχειρήσεις και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση τα εκμεταλλεύθηκαν
και βυθίστηκαν περαιτέρω στα χρέη. Η διαδικασία επιταχύνθηκε
δραματικά λόγω πανδημίας. Ως αποτέλεσμα το χρέος εκτός
χρηματοπιστωτικού τομέα στις ΗΠΑ στα τέλη του 2020
εκτινάχθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, σχεδόν τριπλάσια του ΑΕΠ,
σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.
Το δε δημόσιο χρέος της Αμερικής επέστρεψε στα υψηλά
μεταπολεμικά του επίπεδα.
Οι μαζικές αγορές ομολόγων
από τις κεντρικές τράπεζες διευκόλυναν τις πρόσφατες υψηλές
δαπάνες των κυβερνήσεων, αλλά, ταυτόχρονα, κατέστησαν την
οποιαδήποτε αύξηση των επιτοκίων πιο κοστοβόρα. Στην ουσία ο
λόγος είναι πως η ποσοτική χαλάρωση εμπεριέχει την
αντικατάσταση των μακροπρόθεσμων τίτλων με βραχυπρόθεσμα,
που εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες. Στη Βρετανία ο μέσος
όρος ωρίμανσης έχει μειωθεί σε κάτι περισσότερο από τέσσερα
χρόνια, όπερ σημαίνει ότι η αύξηση επιτοκίου κατά μία
ποσοστιαία μονάδα θα κοστίζει στην κυβέρνηση το αντίστοιχο
του 0,8% του ΑΕΠ σε επιπλέον τόκους. Οπότε, πολιτικά το
επιχείρημα για χαμηλότατα επιτόκια ποτέ δεν ήταν ισχυρότερο.
Κατά τον Ράσελ Νάπιερ, ο οποίος ασχολείται με επενδυτική
στρατηγική, τα επιτόκια θα παραμείνουν σε επίπεδα κάτω της
οικονομικής ανάπτυξης πολλά χρόνια ακόμα. Αυτό το νέο κύμα
χρηματοοικονομικής καταστολής θα συνοδευθεί από σημαντικά
υψηλότερο πληθωρισμό, όπως προβλέπει ο κ. Νάπιερ. Μετά το
2008 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα τύπωσε χρήμα, αλλά αυτό δεν
χρησιμοποιήθηκε από τις τράπεζες για να χορηγήσουν νέες
πιστώσεις. Αντιθέτως, τα αποθεματικά τους διογκώθηκαν και ο
πολλαπλασιαστής χρήματος υποχώρησε. Σήμερα τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν καλύτερη κεφαλαιοποίηση και
μειωμένα κόκκινα δάνεια. Τέλος, κατά τον Ράσελ Νάπιερ η
προσφορά χρήματος θα αυξηθεί κατά σχεδόν 10% στις ΗΠΑ και
την Ευρώπη, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να διαμορφωθεί στο
σχεδόν 4% – εάν παραμείνει εκεί και οι κυβερνήσεις ελέγξουν
τη σπουδή τους για δαπάνες, η χρηματοοικονομική καταστολή θα
ρευστοποιήσει το δημόσιο χρέος σχεδόν με την ίδια ταχύτητα
που το έκανε μετά τον πόλεμο.
|