Όπως
σχολίασε ο αναλυτής της
Berenberg, Christopher Dembik, η
νέα ιταλική κυβέρνηση, η οποία όπως φαίνεται θα σχηματισθεί
υπό τον Μάριο Ντράγκι, θα πρέπει να αντιμετωπίσει την κρίση
στη δημόσια υγεία και τις οικονομικές της συνέπειες.
Σύμφωνα
με την άποψη του
Dembik,
στο
μέτωπο της πανδημίας, ο αριθμός των νέων λοιμώξεων ανέρχεται
σήμερα σε περίπου 8.000-12.000 σε καθημερινή βάση, δηλαδή σε
επίπεδα πρωτόγνωρα από τα μέσα Οκτωβρίου. Από τις αρχές
Φεβρουαρίου οι περιορισμοί σε περιοχές με χαμηλή
μεταδοτικότητα αμβλύνθηκαν και έχουν ανοίξει και πάλι
εστιατόρια, μουσεία και καταστήματα. Λόγω των πιο σκληρών
μέτρων το τέταρτο τρίμηνο του 2020, η ιταλική οικονομία είχε
χαμηλότερη απόδοση εν συγκρίσει με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Το
ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 2% έναντι του 0,7% στην Ευρωζώνη. Προς
το παρόν, προβλέπουμε μία περιστολή του ΑΕΠ κατά 2,1% σε
τριμηνιαία βάση το πρώτο τρίμηνο. Πάντως, η ιταλική
οικονομία θα μπορούσε να μας εκπλήξει θετικά, εάν το δεύτερο
κύμα της πανδημίας παραμείνει υπό έλεγχο, επιτρέποντας έτσι
ένα περαιτέρω άνοιγμα της οικονομίας.
Επιπλέον, η νέα ιταλική κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει
τα βαθύτερα οικονομικά προβλήματα της χώρας, όπως η
δυσκίνητη αγορά εργασίας, η μειωμένη συμμετοχή του εργατικού
δυναμικού και η χαμηλή παραγωγικότητα. Η νομοθεσία για την
απασχόληση, την οποία προώθησε το 2014-2015 ο τότε
πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, αποτέλεσε σημαντικό βήμα για να
εναρμονίσει τους θεσμούς της αγοράς εργασίας της Ιταλίας με
τα διεθνώς ισχύοντα. Εισήγαγε μια ενιαία σύμβαση εργασίας
για νέες προσλήψεις, μείωσε τον κίνδυνο δικαστικών αγώνων
λόγω απόλυσης και προσέφερε επίσης προσωρινές επιδοτήσεις
για μόνιμες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πολλά να
γίνουν, όπως η βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου του
επιχειρείν (λόγου χάριν, οι κανόνες έναρξης μιας επιχείρησης),
η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα, η ενδυνάμωση του
συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και η προσαρμογή στις
νέες προκλήσεις εξαιτίας της τεχνολογίας και της καινοτομίας.
Αναφορικά με τη μειωμένη συμμετοχή στην απασχόληση, ένας
λόγος σχετίζεται με το ότι η γενιά των «μπέιμπι μπούμερ»
συνταξιοδοτείται, αλλά και με την ελλιπή πρόσβαση σε
οικονομικά προσιτές δομές για τη φροντίδα των παιδιών. Εξ ου
και το ποσοστό της γυναικείας συμμετοχής είναι χαμηλό, μόλις
57%, ήτοι δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο
όρο της Ευρωζώνης. Τέλος, πιθανές αιτίες της χαμηλής
παραγωγικότητας της Ιταλίας είναι οι μειωμένες δαπάνες για
την έρευνα σε συνδυασμό με τις ανεπαρκείς επενδύσεις στην
εκπαίδευση και τη σωρευμένη καθυστέρηση στην υιοθέτηση νέων
τεχνολογιών. Από την άποψη αυτή, οι πόροι που διατίθενται
στην Ιταλία από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. (209 δισ. ευρώ
επιχορηγήσεων και δανείων) και οι επενδύσεις, τις οποίες
ανακοίνωσε το φθινόπωρο η τότε κυβέρνηση Κόντε, θα μπορούσαν
να αποτελέσουν μια μεγάλη ευκαιρία για την αύξηση της
παραγωγικότητας.
|