Με το πετρέλαιο να έχει βρεθεί τις τελευταίες εβδομάδες σε
διαδοχικά υψηλά αρκετών μηνών, αν και σε ένα συγκριτικά πιο
υποτιμημένο δολάριο, κατά περίπου 10% σε σχέση για
παράδειγμα με το ευρώ. Έχουνε ξεκινήσει συζητήσεις για τις
πιθανές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, η οποία έτσι
και αλλιώς είναι σοβαρά πληγωμένη ως αποτέλεσμα της
πανδημίας. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε το Bloomberg, η
άνοδος των τιμών του πετρελαίου έχει στρέψει την προσοχή στο
πώς η σταθερή αύξηση του κόστους για θέρμανση και κίνηση
θέτει σε κίνδυνο την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας,
προκαλώντας φόβους για πληθωρισμό. Από τις αρχές της χρονιάς
ο «μαύρος χρυσός» ενισχύθηκε περισσότερο από 30% λόγω
συντονισμένου περιορισμού στον εφοδιασμό του από τις μεγάλες
πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, της αποκατάστασης της ζήτησης,
καθώς και της πυραυλικής επίθεσης την Κυριακή σε βασική
πετρελαϊκή εγκατάσταση της Σαουδικής Αραβίας. Ως αποτέλεσμα
η τιμή του πετρελαίου τύπου Brent στην αγορά του Λονδίνου,
για πρώτη φορά από πέρυσι τον Ιανουάριο, εκτινάχθηκε πέραν
των 70 δολαρίων το βαρέλι. Εκτοτε, οι τιμές έχουν
αποκλιμακωθεί, αλλά ο αντίκτυπος στον πληθωρισμό και στην
ανάκαμψη συνολικά σε διεθνές επίπεδο εξαρτώνται από το πώς
θα εξελιχθεί το αγοραστικό ενδιαφέρον.
Σύμφωνα με
το Bloomberg, ειδικότερα, τώρα, τι θα σήμαινε για την
παγκόσμια ανάπτυξη; Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, εκείνο
το οποίο έχει σημασία πρωτίστως είναι ο λόγος των υψηλότερων
τιμών. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους λόγω της ζωηρής
ζήτησης υποδηλώνει συνήθως ισχυρή και ανθεκτική ανάπτυξη,
ενώ όταν η αιτία έχει να κάνει με μια στρεβλή προσφορά, τότε
ίσως αυτό να επιδρούσε δυσμενώς στην ανάκαμψη.
Κατά τους
οικονομολόγους της Morgan Stanley, το πετρέλαιο θα πρέπει να
διαμορφωθεί κατά μέσον όρο στα 85 δολάρια το βαρέλι, ώστε να
υπάρξει μια επιβάρυνση ανησυχητική για την ανάκαμψη. «Η
επιβάρυνση αυτή υπερέβη τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο το 2005,
αλλά εκείνη την περίοδο, χάρις στη δυναμική της διεθνούς
οικονομίας, οι χώρες μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στον
αντίκτυπο των υψηλότερων τιμών έως και το 2007. Και παρά
ταύτα, γρήγορα σημειώθηκε άνοδος στο κόστος του “μαύρου
χρυσού”», παρατηρούν οι οικονομολόγοι.
Στο θέμα
του πληθωρισμού, τώρα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι
τιμές του πετρελαίου ανέρχονται σε μια περίοδο κατά την
οποία η παγκόσμια συζήτηση για το θέμα αυτό έχει
αναζωπυρωθεί. Δεδομένου ότι οι αποδόσεις των ομολόγων
ενισχύονται, οι επενδυτές θέτουν συνεχώς σε δοκιμασία την
επιμονή των υπευθύνων για τη χάραξη πολιτικής, όπως είναι ο
πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ,
ως προς το ότι φέτος ο πληθωρισμός δε συνιστά απειλή – και
αυτό, ακόμη κι όταν διοχετεύονται τρισεκατομμύρια δολάρια
στην παγκόσμια οικονομία για να αντεπεξέλθει στις επιπτώσεις
από την πανδημία. «Ως καλοί οικονομολόγοι, στεκόμαστε κάπου
στη μέση. Εκτιμούμε πως η εποχή του αναιμικού πληθωρισμού
φαίνεται πως έχει λήξει, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως
ότι ο υπερπληθωρισμός μάς πλησιάζει», δήλωσε ο επικεφαλής
του τμήματος μακροοικονομικών της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι.
Εάν η
άνοδος των τιμών αποδειχθεί σοβαρή και με διάρκεια, τότε το
αυξημένο κόστος θα μετατοπισθεί στον κλάδο των μεταφορών και
στους ομίλους κοινής ωφελείας και, στη συνέχεια, θα
δημιουργηθούν πιέσεις στις κεντρικές τράπεζες να
αναδιπλωθούν ως προς τα υποστηρικτικά τους μέτρα. Πάντως,
προς το παρόν, τα στελέχη των κεντρικών τραπεζών
εξακολουθούν να επισημαίνουν πως η υψηλή ανεργία θα
αντισταθμίσει οποιαδήποτε πίεση από πλευράς πληθωρισμού.
Οσες χώρες
καταναλώνουν ενέργεια, θα επιβαρυνθούν από το αυξημένο
κόστος της, το οποίο θα πλήξει την ανάκαμψη. Οσες
αναδυόμενες τώρα βασίζονται στην εισαγωγή πετρελαίου, θα
έβλεπαν να ασκούνται πιέσεις στα ισοζύγια τρεχουσών
συναλλαγών και στα δημοσιονομικά ελλείμματα με πιθανή εκροή
κεφαλαίων και εξασθένηση νομισμάτων – κάτι που θα ευνοούσε
την άνοδο του πληθωρισμού και ίσως υποχρέωνε τις κεντρικές
τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια παρά την αργή ανάπτυξη.
|