Σε
ένα ζήτημα το οποίο ως
www.greekfinanceforum.com
μας έχει απασχολήσει, όπως και πάρα πολλούς οικονομολόγους.
Και όπως
είχανε γράψει πριν από περίπου 10 ημέρες οι
υψηλόβαθμοι οικονομολόγοι στην Berenberg Bank,
Holger
Scmieding και Kallum Pickering. Η Γερμανία έχει αυξήσει τη
χρηματοδότηση δημοσίων έργων κατά τη διάρκεια της τελευταίας
πενταετίας χάρις στην άφθονη ρευστότητα που έχει
συγκεντρώσει, ενώ ήταν επιτακτική η ανάγκη για την
αναβάθμιση των υποδομών της. Εντούτοις, εξακολουθούν να
υπάρχουν προβλήματα. ακόμη και εάν έχουν ξεπεραστεί όλα τα
γραφειοκρατικά εμπόδια. Ενα από αυτά είναι ποιος ακριβώς θα
αναλάβει να κάνει τη δουλειά. Οι τιμές στον κατασκευαστικό
κλάδο έχoυν αυξηθεί, εν μέρει, διότι υπάρχει έλλειψη
εξειδικευμένου προσωπικού. Το μεγαλύτερο κομμάτι της ετήσιας
αύξησης των δαπανών για δημόσια έργα –της τάξεως του 9,7%–
το α΄ εξάμηνο του 2019 απορροφήθηκε από την αύξηση των τιμών
κατά 5,9% στον κατασκευαστικό κλάδο. Οπότε, σε πραγματικούς
όρους, η αύξηση των δημοσίων δαπανών σε αυτόν τον τομέα
περιορίστηκε στο 3,5%.
Η Γερμανία
είναι ευλογημένη με ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα και αρνητικό
κόστος δανεισμού. Οπότε έχει τα δημοσιονομικά περιθώρια για
να απορροφήσει την ήπια ύφεση που έχει παγιδέψει τη χώρα και
έχει προκληθεί από τις εντάσεις που επικρατούν στο εξωτερικό.
Είναι πολλοί οι αναλυτές που απευθύνουν έκκληση για
περαιτέρω αύξηση των δημόσιων επενδύσεων. Εν μέσω ύφεσης, οι
δημόσιες επενδύσεις μπορούν να περιορίσουν το κενό που
δημιουργείται ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά. Οι κλάδοι
παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού και αυτοκινήτων, οι
οποίοι εξαρτώνται από τις εξαγωγές, είναι αντιμέτωποι με την
ξαφνική πτώση της ζήτησης. Ωστόσο, ο κατασκευαστικός κλάδος
δεν έχει αυτό το πρόβλημα. Η διοχέτευση ακόμη περισσότερων
δημόσιων πόρων θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη αύξηση των τιμών.
Θα ήταν μια σπατάλη και δεν θα συνέβαλλε αποτελεσματικά στη
στήριξη της οικονομίας.
Η Γερμανία
θα πρέπει να δεσμευθεί με μακροπρόθεσμες επενδύσεις εάν
επιθυμεί να αναβαθμίσει τις υποδομές της και να φέρει εις
πέρας με επιτυχία τη μετάβαση της χώρας στην καθαρή ενέργεια.
Εάν οι εταιρείες πεισθούν πως το κράτος θα αυξήσει τις
επενδύσεις σε βάθος χρόνου, ανεξάρτητα από την πορεία του
οικονομικού κύκλου, τότε θα δεσμευθούν και αυτές σε
μακροχρόνια σχέδια. Η κυβέρνηση κινείται προς αυτήν την
κατεύθυνση. Για να περιορίσει τις επιπτώσεις μιας ύφεσης, η
Γερμανία θα πρέπει πάνω απ’ όλα να ενισχύσει τους αυτόματους
σταθεροποιητές. Παραδείγματος χάριν, θα πρέπει να παρέχει
γενναιόδωρα επιδόματα στους εργαζομένους με προσωρινές
συμβάσεις που εργάζονται λιγότερες ώρες λόγω ύφεσης. Θα
πρέπει να προσφέρει πρόσθετες επιδοτήσεις για να βοηθήσει τη
μετάβαση της χώρας σε αυτοκίνητα με χαμηλότερες εκπομπές
ρύπων. Θα πρέπει, επίσης, να εφαρμόσει ένα χρόνο νωρίτερα τη
μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης που περιλαμβάνεται στη
φορολογία εισοδήματος, δηλαδή το 2020 αντί του 2021. Θα
βοηθούσε, τέλος, η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων,
αλλά και η διάθεση περισσότερης γης για την κατασκευή
κατοικιών. Εξάλλου, αναμένουμε μια δημοσιονομική επέκταση
0,5% του ΑΕΠ το 2020 αντί του 0,3% το 2019.
|