Δεν υπάρχει
καμία αμφιβολία πως η πανδημία έχει δημιουργήσει νέα
δεδομένα στα πάντα. Νέα δεδομένα που όπως όλα δείχνουνε θα
είναι το ξεκίνημα μιας νέας εποχής …. Όπως έγραψε σε
πρόσφατο άρθρο του ο ιδρυτής της βρετανικής δεξαμενής σκέψης
«Αυτονομία», Kyle Lewis …. Στη συζήτηση σχετικά με τον χρόνο
που αφιερώνουμε στην εργασία μας έχει γίνει στροφή 180
μοιρών το τρέχον έτος και αυτό κυρίως οφείλεται στην
πανδημία. Η συνθήκη αυτή ήγειρε βαθιά ερωτήματα, τα οποία
αφορούν τη σχέση μας με την εργασία: από τα στοχευμένα
προγράμματα μείωσης των ωρών μέχρι τις παρατεταμένες
περιόδους της επιδοτούμενης από το κράτος απασχόλησης και
την κανονικοποίηση της τηλεργασίας, η πιθανότητα να
αποκτήσουν οι εργαζόμενοι περισσότερο έλεγχο πάνω στις ζωές
τους έχει γίνει αρκετά χειροπιαστός στόχος. Τα προοδευτικά
κόμματα σε όλη την Ευρώπη ειδικά έχουν δείξει ενδιαφέρον
στον περιορισμό των ωρών εργασίας. Στην Ισπανία, η κυβέρνηση
συνασπισμού είχε προσφάτως ανακοινώσει ταμείο 50 εκατ. ευρώ
για τη διεξαγωγή δοκιμών και πιλοτικών προγραμμάτων στον
ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα, ενώ στη Σκωτία, στη
Φινλανδία και στη Λιθουανία οι εκεί ιθύνοντες δεσμεύθηκαν
είτε να εξετάσουν είτε να επεξεργαστούν σχέδια για ελάττωση
των εργασίμων ημερών. Πέραν, όμως, των απλών δεσμεύσεων και
υποσχέσεων, τα πειράματα μειωμένης εργάσιμης εβδομάδας στην
Ισλανδία, τα οποία ξεκίνησαν από το 2015, τράβηξαν την
προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Αποδείχθηκε πως και μεγαλόπνοα ήταν
και απέδωσαν καρπούς. Περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι, ήτοι
άνω του 1% των εργαζομένων της χώρας, συμμετείχαν στις
δοκιμές, στο πλαίσιο των οποίων, χωρίς να υπάρχουν απώλειες
αποδοχών, οι ώρες ελαττώθηκαν στις 35 από τις 40 αρχικά.
Χάρις σε αυτές, τα εργατικά συνδικάτα πέτυχαν μόνιμες
μειώσεις στις ώρες εργασίας.
Βέβαια, τα
πράγματα δεν είναι μονόδρομος. Η άλλη πλευρά του αφηγήματος,
το οποίο σιγά σιγά συγκροτείται και αφορά τη μεταπανδημική
ανάκαμψη, τονίζει ότι χρειάζεται να εργάζονται περισσότερες
ώρες οι άνθρωποι, ώστε να «αποπληρωθεί» το χρέος της
πανδημίας ή να «εκσυγχρονιστεί» η εθνική οικονομία.
Εισάγοντας το πρόγραμμά του για τις εργασιακές
μεταρρυθμίσεις, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν
ισχυρίστηκε ότι η αύξηση των ωρών εργασίας θα αποφέρει
υψηλότερα έσοδα για τη γαλλική οικονομία. Επιπροσθέτως, στις
γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου οι Ελεύθεροι Δημοκράτες
και η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση τάχθηκαν υπέρ της
ελαστικοποίησης της νομοθετικής πράξης για τις ώρες εργασίας,
επισημαίνοντας ότι για να συμβαδίσει η χώρα με τον αυξημένο
διεθνή ανταγωνισμό, θα πρέπει οι κανόνες να εκσυγχρονισθούν.
Αυτό στην ουσία σημαίνει ότι το ανώτατο όριο ωρών εργασίας
σε καθημερινή βάση, που φθάνει το 10ωρο, δεν θα ισχύει.
Οσοι
εμφανίζονται ως θιασώτες των μειωμένων ωρών εργασίας θα
πρέπει να λάβουν υπ’ όψιν τους σοβαρά τον επείγοντα
χαρακτήρα αυτών των αντιθετικών αφηγημάτων. Οπως φαίνεται σε
πρόσφατο πόνημά μας επί του θέματος, τα σχήματα ελάττωσης
των ωρών εργασίας σε περιόδους κρίσης σπάνια οδηγούν σε
μακροπρόθεσμες αλλαγές. Στην περίοδο του Μεγάλου Κραχ η
εβδομάδα των 35 ωρών επί προεδρίας Φραγκλίνου Ρούζβελτ απλώς
λειτούργησε ως αποτρεπτικό της όξυνσης της ανεργίας. Οι
επιχειρηματίες τότε ήθελαν να επανέλθουν όσο το ταχύτερο
δυνατόν στις «κανονικές» εργάσιμες ώρες και φοβούνταν ότι η
αύξηση του ελεύθερου χρόνου μπορούσε να κλονίσει τη θέση που
επείχε η εργασία ως το «κέντρο της ζωής» των ανθρώπων. Υπό
τις πιέσεις τους, επανήλθε το πρότερο σχήμα και σε δύο
χρόνια μετά την κρίση, οι ώρες απασχόλησης στις ΗΠΑ
επανήλθαν στις σαράντα πέντε. Στη Βρετανία στα μέσα της
δεκαετίας του 1840 ο ιρλανδικός λιμός της πατάτας οδήγησε σε
ύφεση και ως συνέπεια τα εργοστάσια στη χώρα επέβαλαν
μειωμένο ωράριο, ενώ όταν βελτιώθηκαν οι συνθήκες, το σχήμα
επέστρεψε στα ειωθότα. Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 30
χρόνια έκτοτε, ώστε να νομοθετηθεί τελικώς η εργάσιμη ημέρα
των δέκα ωρών. |