Με την
κινεζική ανάπτυξη να παραμένει εδώ και πάρα πολλά χρόνια το
βασικό καύσιμο για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας,
εν μέσω μιας μόνιμης, εύλογης, ανησυχίας πότε αυτή η
ανάπτυξη θα κατεβάσει και άλλο ρυθμούς. Όπως χαρακτηριστικά
είχε σχολιάσει πριν από μερικές ημέρες το Bloomberg, η Κίνα έδωσε
δυναμική ώθηση στην οικονομία της, που ανέκαμψε εξίσου
απότομα όσο συρρικνώθηκε εν μέσω πανδημίας. Τα τελευταία
στοιχεία προδίδουν, όμως, ότι η ανάπτυξη της Κίνας παραμένει
εξαρτημένη από τις επενδύσεις σε έργα υποδομής παρά τις
συστάσεις που επανειλημμένως της απευθύνουν διεθνείς
οργανισμοί για «αναδιάταξη» της οικονομίας της.
Σύμφωνα
λοιπόν με τα τελευταία στοιχεία, οι δαπάνες για επενδύσεις
αυξήθηκαν κατά 6%, ενώ οι λιανικές πωλήσεις ενισχύθηκαν κατά
4,2%. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τον μέσον όρο των δύο
τελευταίων ετών που προτιμούν τώρα οικονομικοί αναλυτές και
ινστιτούτα ώστε να αποφύγουν τις στρεβλώσεις που προκαλεί η
σύγκριση των στοιχείων του 2021 με το 2020, όταν η κινεζική
οικονομία βυθιζόταν στην ύφεση της πανδημίας. Μόνο μέσα στο
πρώτο τρίμηνο του έτους, το Πεκίνο ενέκρινε επενδυτικά
σχέδια στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών και της
υψηλής τεχνολογίας συνολικού ύψους 45,4 δισ. γουάν, ποσό
αντίστοιχο των 7 δισ. δολαρίων. Το ΔΝΤ, όμως, όπως και
πολλοί διεθνείς οργανισμοί, έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει
πως είναι υπερβολική η εξάρτηση της Κίνας από τις επενδύσεις
σε έργα υποδομής και ακίνητα, με αποτέλεσμα να έχει
διαμορφώσει μια οικονομία με μεγάλες ανισορροπίες. Μολονότι
αυτό το αναπτυξιακό μοντέλο έχει επιτύχει να διασφαλίσει
δεκαετίες ραγδαίας ανάπτυξης, οι επικριτές του επισημαίνουν
πως έχει ως παρενέργεια την υπερχρέωση της κινεζικής
οικονομίας και την υπερβολική εξάρτησή της από το χρέος. Η
ιδιαιτερότητά της αυτή εγκυμονεί συνεχώς τον κίνδυνο
μείζονος χρηματοπιστωτικής κρίσης και πλεονασματικής
παραγωγικής δυνατότητας, κάτι που έχει άλλωστε συμβεί στο
παρελθόν στις βιομηχανίες του χάλυβα και του άνθρακα.
Οι
διεθνείς οργανισμοί συνιστούν επίσης στο Πεκίνο να καταβάλει
προσπάθειες για να αυξηθεί το μερίδιο που αντιπροσωπεύει
στην οικονομία η κατανάλωση των νοικοκυριών ώστε να
επαναφέρει την ισορροπία στην οικονομία. Πράγματι, οι
επενδύσεις στην Κίνα αντιπροσωπεύουν το 43% του ΑΕΠ της και
είναι από τα υψηλότερα αντίστοιχα ποσοστά ανάμεσα στις
μεγάλες οικονομίες. Την ίδια στιγμή, η ιδιωτική κατανάλωση
αντιπροσωπεύει το 38%. Πάντως, ο Τζάστιν Γιφού Λιν, πρώην
οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας που πέρυσι ήταν
σύμβουλος του Κινέζου προέδρου, εξέφρασε την εκτίμηση ότι «δεν
υπάρχουν εμπειρικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη θεωρία
ότι η κατανάλωση στηρίζει την ανάπτυξη». Ο ίδιος τονίζει
μάλιστα πως το υψηλό επίπεδο επενδύσεων σε νέες υποδομές και
εξοπλισμό δίνει στους εργαζομένους τη δυνατότητα να είναι
πιο παραγωγικοί, ενώ αυξάνει τα εισοδήματά τους, με
αποτέλεσμα τελικά να ενισχύεται και η κατανάλωση.
|