Πολλές
είναι οι συζητήσεις για τις πιθανές επιπτώσεις του Covid-19
στην παγκόσμια οικονομία, με τους περισσότερους να
προβλέπουνε μια έκρηξη του δημόσιου χρέους και μια ύφεση που
ειδικά σε κάποιες χώρες θα μπορούσανε να κρατήσει αρκετό
καιρό. Ο επικεφαλής όμως οικονομολόγος της Berenberg,
Kallum Pickering στέκεται σε κάτι άλλο. Στέκεται στο
ιδιωτικό χρέος. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο οικονομολόγος,
η σύνθετη
διεθνής οικονομία είναι χτισμένη με δάνεια. Μολονότι μέσω
αυτών οι οικονομίες μπορούν να αναδιπλωθούν όταν προκύπτει
ένα ήπιο σοκ, σε περιόδους έντονης κρίσης δημιουργείται
ενδεχομένως μία αναστάτωση τόσο έντονη, που θα μπορούσε να
επηρεάσει τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας. Μια
οικονομία που εξαρτάται από τα δάνεια βασίζεται στη μεγάλη
ταχύτητα διοχέτευσης ρευστού, προκειμένου να λειτουργήσει
φυσιολογικά. Το 2008, η πιστωτική στενότητα οδήγησε σε
μείωση του ρευστού που διοχετευόταν στην οικονομία. Σήμερα,
οι αγορές φοβούνται ότι η μείωση του ρευστού θα μετατραπεί
σε πιστωτική στενότητα.
Το
πρόβλημα δεν βρίσκεται απλώς στον κλάδο της ενέργειας και
του πετρελαίου, που έχουν πληγεί ιδιαίτερα αυτή την περίοδο.
Σύμφωνα
με την άποψη του
Pickering, οι
σχετικές τράπεζες θα μπορούσαν με ευκολία να διαχειριστούν
τις μαζικές απώλειες από τα δάνεια αυτών των κλάδων. Μάλιστα,
οι τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Ευρωζώνης δεν
είναι τόσο εκτεθειμένες στον ενεργειακό κλάδο όσο ήταν στην
ακίνητη περιουσία το 2007. Ενώ ο δανεισμός για τα ακίνητα το
τέταρτο τρίμηνο του 2007 κυμαινόταν μεταξύ 40% και 50% σε
σχέση με τον συνολικό δανεισμό στον ιδιωτικό τομέα, σήμερα
οι μεγάλες τράπεζες των ΗΠΑ και της Ευρώπης έχουν πολύ
μικρότερη έκθεση, δηλαδή μονοψήφια ποσοστά, στον ενεργειακό
και πετρελαϊκό κλάδο. Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι ότι οι
ζημίες στους εν λόγω κλάδους θα μπορούσαν να επεκταθούν σε
ολόκληρη την οικονομία μέσω άλλων εταιρειών που έχουν επίσης
ασθενείς ισολογισμούς. Περίπου το 40% του ιδιωτικού χρέους
στις ΗΠΑ, αποκλείοντας τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, πρέπει να
αποπληρωθεί μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Το χρέος αυτό
ανέρχεται περίπου σε 1,3 τρισ. δολάρια. Ωστόσο, η πραγματική
αξία του αμερικανικού χρέους, που θα μπορούσε να γίνει
σύντομα επικίνδυνο, είναι σχεδόν διπλάσια. Περισσότερα από
1,4 τρισ. δολάρια σε χρέος ιδιωτικών εταιρειών βρίσκεται
μεταξύ επενδυτικού βαθμού και «junk». Μολονότι η Ευρώπη έχει
πολύ λιγότερο χρέος υψηλής απόδοσης –0,5 τρισ. δολάρια–
περίπου 800 δισ. δολάρια βρίσκονται στο χαμηλότερο
επενδυτικό βαθμό. Μία αιφνίδια υποβάθμιση ενός μεγάλου
μέρους από το χρέος αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει
αναστάτωση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Τα
οικονομικά και χρηματοπιστωτικά προβλήματα της διετίας
2008-2009 ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα σημερινά. Οι πιστώσεις
που χορηγούνταν επί χρόνια και σε αφθονία στον κλάδο των
ακινήτων και σε καταναλωτικά δάνεια, σε συνδυασμό με κακή
εποπτεία των αγορών και με τις μειώσεις στα κεφάλαια των
τραπεζών, ήταν αναμενόμενο πως θα μετατρέπονταν σε μεγάλο
πρόβλημα. Το σημαντικό μάθημα από το 2008-2009 είναι ότι
όσοι χαράσσουν πολιτική παίζουν βασικό ρόλο στο πώς θα
εξελιχθεί η κρίση.
|