Όπως πριν από μερικές ημέρες είχανε γράψει οι New York
Times, οι επικεφαλής των μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών
επέδειξαν εξαιρετική αισιοδοξία την τελευταία διετία και
ήταν διαρκώς καθησυχαστικοί αναφορικά με τις πιθανές
επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου. Χαίρονταν για τις
φοροαπαλλαγές που τους είχε παραχωρήσει ο Αμερικανός
πρόεδρος και από καιρού εις καιρόν διαβεβαίωναν πως όλα θα
λειτουργήσουν προς όφελος της αμερικανικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τους New York Times, ωστόσο η μεταποίηση
επιβραδύνεται και δημιουργούνται όλο και λιγότερες νέες
θέσεις εργασίας, ενώ με την Κίνα δεν υπάρχει παρά μόνον μια
ενδιάμεση συμφωνία που δεν έχει υπογραφεί ακόμη. Και έτσι οι
τραπεζίτες αρχίζουν να ανησυχούν.
«Ασφαλώς διαφαίνεται ύφεση αλλά δεν ξέρουμε αν θα έρθει
σύντομα», σχολίασε στην αρχή της εβδομάδας ο Τζέιμι Ντίμον,
διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Chase. Μολονότι η τράπεζά
του ανακοίνωσε κέρδη-ρεκόρ, ο κ. Ντίμον προειδοποίησε πως οι
Αμερικανοί καταναλωτές βλέπουν τα εισοδήματά τους να
συμπιέζονται από «ένα πλέγμα γεωπολιτικών κινδύνων, μεταξύ
των οποίων συγκαταλέγεται και ο εμπορικός πόλεμος». Μόλις
πριν από έξι μήνες, όμως, είχε προβλέψει πως η ανάπτυξη της
αμερικανικής οικονομίας «θα συνεχισθεί επί χρόνια».
Τα κέρδη της JP Morgan ήταν πολύ καλά, αλλά λιγότερο ρόδινη
ήταν η εικόνα της Goldman Sachs όπως και της Citigroup και
της Wells Fargo. Με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της
τράπεζας, ο Ντέιβιντ Σόλομον, διευθύνων σύμβουλος της
Goldman Sachs, παραδέχθηκε πως η τράπεζά του παρακολουθεί
προσεκτικά «πού βρισκόμαστε στον οικονομικό κύκλο».
Και ο γενικός οικονομικός διευθυντής της Citigroup, Μαρκ
Μέισον, δήλωσε ενώπιον δημοσιογράφων ότι η τράπεζά του
δρομολογεί την προσαρμογή της στις μεταβαλλόμενες
οικονομικές συνθήκες. Οπως παραδέχθηκε, οι επιχειρήσεις -
πελάτες της τράπεζάς του είναι σε μια κατάσταση «ακινησίας»
και δεν αποφασίζουν τι επενδύσεις επιδιώκουν να κάνουν και
αν θέλουν να επεκταθούν σε νέες αγορές. Παραδέχθηκε δηλαδή
έμμεσα και διακριτικά ότι η επιβράδυνση αρχίζει να επηρεάζει
τη δραστηριότητα της Citigroup.
Σε ό,τι αφορά τον Μάικλ Κόρμπατ, διευθύνοντα σύμβουλο της
Citigroup, είχε δηλώσει προ μηνών ότι η διεθνής παρουσία της
τράπεζας της δίνει τη δυνατότητα να επωφεληθεί από τις
αλλαγές στην πορεία του εμπορίου, έτσι ώστε να μην την
πλήξουν οι δασμοί που έχει επιβάλει ο Αμερικανός πρόεδρος.
Η εικόνα που παρουσίασε όμως τώρα ήταν πιο προβληματική. «Εχει
προκαλέσει επιβράδυνση στο εμπόριο», δήλωσε αναφερόμενος
στον εμπορικό πόλεμο και προσέθεσε πως «οι επιχειρήσεις θα
επωφελούντο αν διασαφηνίζονταν κάπως αυτά τα θέματα, αν
δηλαδή μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη βεβαιότητα για το
μέλλον».
Ο Τζον Σριούμπερι, γενικός οικονομικός διευθυντής της Wells
Fargo, αναφέρθηκε σε μια άλλη πηγή ανησυχίας για τις
επιχειρήσεις, που αφορά περισσότερο την εγχώρια αγορά. «Οι
πελάτες μας είναι προσεκτικοί, αλλά συνήθως ο προβληματισμός
τους αφορά το κατά πόσον μπορούν να προσλάβουν εξειδικευμένο
προσωπικό».
Πρόκειται για την τέταρτη σε μέγεθος τράπεζα των ΗΠΑ και
λειτουργεί ακόμη με τους περιορισμούς που της έχουν θέσει οι
ρυθμιστικές αρχές όσον αφορά τις δυνατότητες ανάπτυξής της.
Τελευταία παρουσιάζει, άλλωστε, νέους κραδασμούς.
Ο διευθύνων σύμβουλός της παραιτήθηκε ξαφνικά τον Μάρτιο,
ενώ οι New York Times ανέφεραν πως η τράπεζα εξακολουθούσε
να χρεώνει προμήθειες σε λογαριασμούς πελατών της που είχαν
κλείσει. Ο προσωρινός διευθύνων σύμβουλος Αλεν Πάρκερ δήλωσε
πως η Wells Fargo συνεχίζει τις έρευνες επί του θέματος. Ο
νέος διευθύνων σύμβουλος Τσαρλς Σαρφ αναλαμβάνει καθήκοντα
την επόμενη εβδομάδα.
|